Όπως μάς θυμίζει ο μεγαλοπρεπής εορτασμός τού Ιωβηλαίου τής βασίλισσας τής Αγγλίας καί τό σχετικό άρθρο τού Project-Syndicate, κοινωνική συνοχή σημαίνει συνεκτική αφήγηση (το «αφήγηση», εδώ, όχι με την αρνητική έννοια του κατασκευάσματος, αλλά με την έννοια της διατύπωσης του άξονα συνοχής).
Το μόνο που επιτυγχάνεται με την αποδόμηση και την καταγγελία της αφήγησης ως απλώς φαντασιακής είναι η αποδόμηση της ίδιας της κοινωνικής συνοχής. Και το κατά πόσον η ενωμένη Ευρώπη διαθέτει συνεκτική αφήγηση αποτελεί ένα ανοιχτό ερώτημα.
Η πολιτική υποστήριξη του οράματος για μια ενωμένη Ευρώπη οδήγησε σε μορφώματα-επιτεύγματα πρωτόγνωρα: η Ευρωπαϊκή Ένωση και η Ευρωζώνη αποτελούν σίγουρα ιστορική πρωτοπορία, πόσω μάλλον αν αναλογιστούμε ότι κατ’ ουσίαν αποτελούν την διάδοχη κατάσταση δύο παγκοσμίων πολέμων στον ευρωπαϊκό χώρο.
Μολαταύτα, φαίνεται σήμερα πως αυτό ακριβώς το όραμα «δεν νοιώθει και πολύ καλά τελευταία». Με τους πρώτους τριγμούς, με τα πρώτα στοιχειωδώς σοβαρά προβλήματα, η ενοποίηση και η θέληση των λαών για εξωστρέφεια δοκιμάζεται με αβέβαιη έκβαση.
Οι χώρες «του Βορρά» διερωτώνται γιατί να συνεχίσουν την σκανδαλώδη υποστήριξη στις χώρες «του νότου», οι οποίες με την σειρά τους αναπτύσσουν μια δικαιολογημένη καχυποψία απέναντι στις ηγεσίες των βορείων εταίρων τους.
Ήρθε η ώρα να αναρωτηθούμε, σε ποιάν αφήγηση βασίστηκε το τιτάνιο εγχείρημα της ευρωπαϊκής ενοποίησης; Πέρα από τα διακρατικά συμφέροντα ή και αυτήν ακόμα την επιδίωξη της ειρήνης και της συνεργασίας, αναπτύχθηκε κάποια αφήγηση ικανή να εγγυηθεί την συνοχή της ενωμένης Ευρώπης;
Η απάντηση είναι μάλλον αρνητική. Δεν υπήρξε η πρόνοια μιάς τέτοιας αφήγησης. Η ρητορική που πλαισίωσε το όραμα της ενωμένης Ευρώπης βασίστηκε αποκλειστικά και μόνον στο ζητούμενο της ειρήνης, μα όσο μεγαλώνει η χρονική απόσταση από τους δύο παγκοσμίους πολέμους, τόσο ξεθωριάζει αυτό το στοιχείο ως βασικός συνεκτικός ιστός.
Το «ζητούμενο της ειρήνης» και της συνεργασίας αποτελεί έναν εξαιρετικά ασταθή παράγοντα στις αναταράξεις του συλλογικού «θυμικού» και «λογιστικού», όπως συμβαίνει σήμερα π.χ. και στην Γερμανία και στην Ελλάδα.
Οι λόγοι για μια Ε.Ε. θεωρήθηκαν «συμφωνημένα αυτονόητα», στα οποία η συναίνεση αποδεικνύεται σταδιακά απλώς εικαζόμενη. Ακόμα και μια προσπάθεια να ψηλαφηθεί σε θεωρητικό επίπεδο κοινός ιστορικός άξονας πρόσφορος σε ανάπτυξη κοινής ευρωπαϊκής αφήγησης εμποδίζεται από διάφορα ιστορικά απορούμενα, με σημαντικώτερο το εξής:
Ποιά είναι η ιστορική απαρχή μιας δικαιολογημένης θεώρησης της Ευρώπης ως ενοειδούς;
Πριν προχωρήσουμε, ας κατανοήσουμε ότι αυτό δεν είναι ένα θεωρητικό ερώτημα που αφορά τα σπουδαστήρια των λογίων. Χωρίς απάντηση σε αυτό το ερώτημα δεν μπορεί να υπάρξει ευρωπαϊκή κοινή αφήγηση. και χωρίς ευρωπαϊκή κοινή αφήγηση δεν μπορεί να υπάρξει ευρωπαϊκή κοινωνική συνοχή – δηλαδή, ευρωπαϊκή Ένωση.
Δυστυχώς, η εξόχως προβληματική απάντηση που δίδεται σε αυτό το ερώτημα είναι «ο Καρλομάγνος». Συχνώτατα στην Ευρώπη εντοπίζονται οι απαρχές της «ιστορίας της Ευρώπης» στην ενοποίηση του τότε χάους υπό τον Καρλομάγνο, τον 8ο-9ο αιώνα. (Συμφωνήθηκε να θεωρηθεί ο Καρλομάγνος η απαρχή της Ευρώπης και στά πλαίσια του «Μουσείου της Ευρώπης» στις Βρυξέλλες. Είχε προταθεί η μορφή του για το κοινό ευρωπαϊκό νόμισμα).
Είναι απολύτως σχετικό με την παρούσα κρίση να κατανοήσουμε ότι σε μια τέτοια Ευρώπη, η Ελλάδα αναγκαστικά δεν έχει θέση.
Ιστορική αναδρομή: η ευπρεπισμένη ως «μεγάλη μετανάστευση των πληθυσμών» αναφέρεται στην εισροή και εγκατάσταση στον κυρίως ευρωπαϊκό χώρο φύλων και φυλών αμιγώς βαρβαρικών κατά τον 4ο-6ο αιώνα, εξέλιξη που οδηγεί στην πτώση και κατάκτηση της Ρώμης τον 5ο αιώνα, οπότε το δυτικό σκέλος της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας καταστρέφεται αφήνοντας ως κληρονομιά μόνο την ανατολική ρωμαϊκή αυτοκρατορία με επίκεντρο και πρωτεύουσα την Νέα Ρώμη.
Αυτά τα νέα φύλα παραμένουν σκόρπια και αλληλοπολεμούμενα μέχρι την ενοποίησή τους από τον Καρλομάγνο και τον βίαιο εκχριστιανισμό όσων φύλων και φυλών δεν είχαν ακόμα προσχωρήσει στην δυτική χριστιανοσύνη. (Ο Καρλομάγνος αναγνωρίζει ότι είσοδος στον τότε πολιτισμό προϋποθέτει αναπότρεπτα τον χριστιανισμό, μα η προσπάθεια για την δόμηση αυτοκρατορίας εξ αυτών των φύλων και φυλών πρέπει να συνεπάγεται θρησκευτική διαφοροποίηση από το «αντίπαλο δέος», την Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία της Νέας Ρώμης. Δομείται σταδιακά ανά τους αιώνες μια χριστιανική μέν, διαφοροποιημένη δέ religio imperii, με συστηματική θεσμοποίηση των αποκλίσεων από τους Ρωμαίους της Νέας Ρώμης ώστε να αναγνωρίζεται ως «άλλη πίστη»: άζυμη όστια, υποχρεωτικά ξυρισμένοι και άγαμοι ιερείς, filioque κλπ).
Στίς 25 Δεκεμβρίου του 800 μ.Χ., ο Καρλομάγνος στέφεται στην Ρώμη από τον Πάπα «Imperator Romanorum», «αυτοκράτωρ Ρωμαίων», παράλληλα και σε αντίθεση με τον αυτοκράτορα Ρωμαίων της συνέχειας του ρωμαϊκού κράτους στην Νέα Ρώμη.
Έναν αιώνα μετά (962) στηνεται σε αντίθεση και παράλληλα με την ρωμαϊκή αυτοκρατορία της ανατολής η «Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία του Γερμανικού Έθνους» (η οποία διατηρείται με διάφορες μορφές μέχρι το 1806).
Τα κάποτε νέα φύλα είχαν αποφασίσει την ιστορική τους μοίρα: θα διεκδικούσαν απ’ ευθείας συνέχεια του πολιτισμού τον οποίον είχαν καταστρέψει και κατακτήσει, του (ελληνο)-Ρωμαϊκού, αμφισβητώντας ευθέως την συνέχεια της Ρώμης στην Νέα Ρώμη και με ρητή την αντίθεση στούς Έλληνες. Θα διεκδικούσαν την αποκλειστικότητα της ελληνικής αρχαιότητας και του ρωμαϊκού κόσμου των κάποτε κατακτημένων τους. Από τον 9ο έως τον 13ο αιώνα εμφανίζονται δεκάδες διαφορετικά βιβλία με τον κοινό τίτλο: Contra Errores Graecorum, ενάντια στις πλάνες των «Γραικών»/Ελλήνων.
Το Όνειρο θα πραγματοποιηθεί τον Απρίλιο του 1204: οι σταυροφόροι της Δύσης θα κατακτήσουν, καταστρέψουν, λεηλατήσουν, δηώσουν την Νέα Ρώμη-Κωνσταντινούπολη, την πρωτεύουσα της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας (η αυτοκρατορία αποκαλείτο συνεχώς «ρωμαϊκή αυτοκρατορία», σε αδιάσπαστη συνέχεια: ο όρος «βυζαντινή αυτοκρατορία» είναι επινόηση του γερμανού Hieronymus Wolf το 1552).
Η Κωνσταντινούπολη δεν θα μπορέσει ποτέ να ανακάμψει πολιτικοστρατιωτικά, μια σκιά της θα επιζήσει μέχρι το 1453 (μα με παράλληλη πνευματική αναγέννηση).
Ξαναγυρνάμε στο σήμερα: αυτή λοιπόν είναι η «κοινή ιστορία» στην οποία καλείται να δομηθεί η ευρωπαϊκή Ένωση; Ποιά είναι η θέση της Ελλάδας (αλλά, κατ’ επέκταση, και μεγάλου μέρους των «βυζαντινών» βαλκανίων) σε μια τέτοια Ευρώπη;
Ιστορικά, η Ελλάδα μπορεί να λειτουργήσει μόνον ως άλλοθι.
Η μετοχή μιας «νεοκλασσικής» Ελλάδας, με πρωτεύουσα την σχεδόν ανύπαρκτη το 1821 Αθήνα, κρατική ιδεολογία τον κοραϊσμό και επιθυμία απ’ ευθείας ανταπόκρισης με την κλασσική Αθήνα χωρίς ενδιάμεσες στάσεις, δίνει όντως την βάση για να ισχυριστεί η αγία ευρωπαϊκή αυτοκρατορία του γερμανικού έθνους την διεκδίκηση του ελληνορωμαϊκού παρελθόντος χωρίς αντίπαλο.
Αυτό ακριβώς εννοείται σε ρήσεις όπως «η Ευρώπη χωρίς την Ελλάδα είναι σάν παιδί χωρίς πιστοποιητικό γεννήσεως». Όλα αυτά τα δακρύβρεχτα τύπου «Ευρώπη χωρίς Ελλάδα είναι Ευρώπη χωρίς ψυχή» αναφέρονται ακριβώς στην ανάγκη μετοχής της Ελλάδας ως παρόχου ιστορικού άλλοθι.
Το δράμα όμως είναι πως όλα αυτά έχουν καταστεί δεύτερη φύση και στους ίδιους τους Έλληνες: κορδώνονται κωμικά, περπερεύονται γελοιωδέστατα όταν λένε ότι «η Ελλάδα γέννησε τον δυτικό πολιτισμό» (…τον οποίον εμείς πρέπει να αναζητήσουμε στά ευρωπαϊκά second hand μεταχειρισμένα, γιατί δήθεν τον χάσαμε απ’ την πολλή τουρκοκρατία).
Και οι Έλληνες πολιτικοί περιμένουν πώς μια τέτοια «ψευδής ταυτότητα» μπορεί να λειτουργήσει ως κοινωνική συνοχή. Περπατάει μέχρι κάποιο σημείο, μετά κλατάρει. και μετά τρέχουν στις εκκλησιές να ζητιανέψουν κοινωνική συνοχή, διότι αντιλαμβάνονται ότι σε λαϊκό επίπεδο μόνο αυτό έχει μείνει από το θανατηφόρο μείγμα ασταθούς ταυτότητας αφ’ ενός και αποδόμησης αυτής ακόμα της ασταθούς ταυτότητας αφ’ ετέρου. (Οι υποψιασμένοι της εξουσίας είναι που τρέμουν την ώρα που το πλήρωμα της εκκλησίας θα απαιτήσει χωρισμό Κράτους-Εκκλησίας, όχι οι «εκκλησιαστικοί δημόσιοι υπάλληλοι».)
Προϋπόθεση όμως για να μπορέσει η Ελλάδα να παρέχει το ιστορικό άλλοθι της ευρωπαϊκής Ενοποίησης χωρίς να ενοχλεί είναι να μοιάζει αόρατη, μια «σκιά», μια «ιδέα». να μη δημιουργεί προβλήματα. να είναι περισσότερο μια ποιητική έμπνευση παρά μια πραγματική χώρα.
Αυτήν την Ελλάδα έχουν στο νού τους οι μεγάλοι Ευρωπαίοι φιλέλληνες του παρελθόντος, αυτήν με τίς χλαμύδες, τον Αριστοτέλη, τον Πλάτωνα και τους κίονες – επ’ ουδενί την βαλκανική πρωτεύουσα της Θεσσαλονίκης, την πραγματική Ελλάδα του εδώ και του τώρα.
Μιά χώρα-θεωρητικό κατασκεύασμα που δυστυχώς φάνηκε στην διετία 2010-2012 να επιφυλάσσει μιαν άσχημη έκπληξη στους εταίρους της: το γεγονός ότι είναι πραγματική χώρα με πραγματικούς κατοίκους.
Να επαναδιατυπωθεί το αυτονόητο: όλα αυτά δεν τα λέμε ευρωσκεπτικιστικά, αλλά φιλοευρωπαϊκά, πολύ πιο φιλοευρωπαϊκά από αυτούς που θεωρούν την ευρωπαϊκή συνοχή-ταυτότητα δεδομένη και αυτονόητη και την αφήνουν ως έχει. Δεν τα λέμε επειδή θέλουμε λιγώτερη Ευρώπη, αλλά ακριβώς επειδή θέλουμε περισσότερη Ευρώπη – όμως, διαφορετική Ευρώπη.
Σ.Μ.