Σαν υπότιτλοι σε Τουρκικό σήριαλ : Ελλαδοκεμαλισμός, Οθωμανία και ο ετεροπροσδιορισμός του Ελληνικού πολιτικού λόγου, Άγγελος Χρυσόγελος

Τα τουρκικά είναι γλώσσα συγκολλητική η οποία όταν μεταφράζεται ενέχει πάντα τον κίνδυνο να παγιδεύσει την απόδοση στα μονοπάτια της περίφρασης. Όποιος έχει παρακολουθήσει έστω και λίγο τουρκικά σήριαλ στην ελληνική τηλεόραση θα έχει προσέξει τις περίεργες συντακτικές δομές και το ελλειπτικό, σχεδόν ακαταλαβίστικο, νόημα των ελληνικών υποτίτλων. Παρά τις πολιτιστικές μας ομοιότητες, χρειάζεται μεγάλη προσοχή στο πώς μεταφέρονται στα ελληνικά αυτά που λέγονται στα τουρκικά. Η απευθείας κυριολεκτική μετάφραση οδηγεί τις περισσότερες φορές σε ένα αφύσικο και στρεβλό αποτέλεσμα.

Το πρόσφατο πραξικόπημα στην Τουρκία ξαναέφερε την γειτονική χώρα στο επίκεντρο της προσοχής των Ελλήνων, και για μια ακόμα φορά δεν αντέξαμε στον πειρασμό να προβάλουμε στο πολιτικό δράμα μιας άλλης χώρας τα δικά μας πάθη και εμμονές. Σε μια περίοδο κρίσης και κοινωνικής καχεξίας, η ιστορικού μεγέθους διαπάλη για τον χαρακτήρα και τον διεθνή προσανατολισμό της Τουρκίας επιτρέπει στα διάφορα στρατόπεδα στην ελληνική πολιτική και δημόσιο λόγο να αναπαράγουν τις δικές τους προτιμήσεις και αναπαραστάσεις για το μέλλον της Ελλάδας και την σχέση της με την Ευρώπη.

Κάποιες αντιδράσεις είναι σχετικά αναμενόμενες με βάση την συνέχεια των ιδεολογικών στρατοπέδων με ιστορικές πολιτικές ταυτότητες. Η αριστερά για παράδειγμα εστιάζει παραδοσιακά στον διαχρονικό αυταρχισμό του τουρκικού κράτους σε βάρος μειονοτήτων και αριστερών συντρόφων, ενώ έχει πολύ λιγότερο ενδιαφέρον για τις διεκδικήσεις της Τουρκίας στο Αιγαίο και στην Κύπρο. Η κλασική δεξιά έχει την διαγωνίως αντίθετη στάση: η Τουρκία προσλαμβάνεται ως κάτι το απειλητικό για την ελληνική κυριαρχία και ακεραιότητα είτε υπό τους κεμαλιστές στρατιωτικούς είτε υπό τον «σουλτάνο» Ερντογάν.

Μια πιο ενδιαφέρουσα συζήτηση για την Τουρκία διεξάγεται μεταξύ των στρατοπέδων που ορίζονται από την πολιτική-πολιτιστική διαχωριστική τομή η οποία τέμνει τον παραδοσιακό άξονα αριστερά-δεξιά. Αυτή η διαχωριστική τομή αφορά την σχέση κράτους-κοινωνίας και Ελληνισμού-Δύσης, και η κυριότερη επίδρασή της στα χρόνια της κρίσης ήταν να θρυμματίσει τον πέραν της αριστεράς χώρο και ιδιαίτερα την πάλαι ποτέ ιδεολογική ταυτότητα της δεξιάς.

Η εδώ ανάλυση των αναγνώσεων της κατάστασης στην Τουρκία από τα αντιμαχόμενα στρατόπεδα που ορίζονται από αυτήν την διαχωριστική τομή σκοπό έχει κυρίως να καταδείξει την αδυναμία άρθρωσης ενός πρωτογενούς λόγου για το μέλλον της Ελλάδας. Στο σημείο κατά το οποίο αυτές οι αναγνώσεις αντανακλούν την αδιέξοδη διαίρεση της ευρείας κεντροδεξιάς μεταξύ ετεροπροσδιορισμένων οραμάτων (μιας φαντασιακής «ενωμένης Ευρώπης» και μιας ανεδαφικής συμμαχίας πολιτιστικών απομονωτισμών), αυτή η ανάλυση επιδιώκει να δείξει πόσο λείπει από την ελληνική συζήτηση ένας αυτοφυής και ρεαλιστικός συντηρητισμός που στόχο θα έχει την βελτίωση της θέσης της Ελλάδας μέσα σε ένα δεδομένο πλαίσιο διεθνών συσχετισμών και ευκαιριών, όχι την δικαίωση ιδεολογικών προτιμήσεων.

Την μια πλευρά σε αυτήν την συζήτηση για την Τουρκία μπορούμε να την αποκαλέσουμε Ελλαδοκεμαλιστές. Αυτοί προβάλλουν στην τουρκική πολιτική σκηνή την απελπισία τους για το γεγονός ότι η Ελλάδα δεν μπορεί «να γίνει Ευρώπη» και βλέπουν τον Ερντογάν ως μια αντίδραση ανάλογη με τον ελληνικό εθνολαϊκισμό. Αν και θεωρητικά είναι φιλελεύθεροι και δεν υποστηρίζουν τον κεμαλικό αυταρχισμό, η σκέψη τους αναπαράγει βασικά στοιχεία της κεμαλικής ιδεολογίας. Το βασικότερο είναι η ανάγκη του εκσυγχρονισμού «από-τα-πάνω», όπου το κράτος ως βασικός δρων της νεωτερικότητας θα εξαλείψει στοιχεία οπισθοδρομικότητας της κοινωνίας. Τόσο για τους Τούρκους κεμαλιστές όσο και για τους Ελλαδοκεμαλιστές ο βασικός φορέας καθυστέρησης είναι η θρησκεία.

Οι Ελλαδοκεμαλιστές νιώθουν πνευματική συγγένεια με τους κοσμικούς Τούρκους της Πόλης και των ακτών του Αιγαίου, των οποίων άλλωστε ο τρόπος ζωής δεν διαφέρει πολύ από των Ελλήνων μεσοαστών. Ο κατατρεγμός των κοσμικών Τούρκων δημιουργεί αισθήματα αλληλεγγύης μεταξύ των Ελλαδοκεμαλιστών, οι οποίοι και αυτοί διέπονται από ένα μόνιμο αίσθημα καταδίωξης από τον Ελληνικό «λαϊκισμό». Η κυριαρχία Ερντογάν επιτρέπει στους Ελλαδοκεμαλιστές να βλέπουν την κοσμικότητα ως συμβατή με την δημοκρατία στην Τουρκία αφού τώρα πια είναι η κοσμικότητα που τελεί υπό διωγμό εκεί.

Η πίστη στον εκσυγχρονισμό από-τα-πάνω και η δια του κράτους υπερφαλάγγιση της κοινωνικής καθυστέρησης έχει κατά καιρούς μπολιάσει, σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό, διάφορους πολιτικούς χώρους στην Ελλάδα. Τέτοιες ιδέες συναντούμε στο Αγγλικό Κόμμα της Οθωνικής περιόδου και στον Χαρίλαο Τρικούπη. Αποτελούν την βάση της πολιτικής του Ελευθερίου Βενιζέλου τόσο πριν όσο και μετά την Μικρασιατική καταστροφή, καθώς και της μετεμφυλιακής εκβιομηχάνισης που επέβαλε η καραμανλική δεξιά.

Ο Ελλαδοκεμαλισμός όμως αποκρυσταλώνεται σε μια ξεχωριστή πολιτική ταυτότητα στα χρόνια του σημιτικού ΠΑΣΟΚ. Ενώ τα παραδείγματα από-τα-πάνω εκσυγχρονισμού που αναφέραμε εντάσσονταν σε ευρύτερα ιδεολογικά και παραταξιακά συστήματα όπου ο εκσυγχρονισμός συγκεραζόταν με αιτήματα με ισχυρή λαϊκή διείσδυση (π.χ. ο αλυτρωτισμός στον Βενιζελισμό, ο κοινωνικός συντηρητισμός και ο αντικομμουνιμός στην μετεμφυλιακή δεξιά), στον σημιτισμό ο αναγκαστικός εκσυγχρονισμός λαμβάνει χώρα όχι παράλληλα ή σε δύσκολη συμβίωση με την παράδοση ή τις λαϊκές προσλαμβάνουσες, αλλά ξεκάθαρα εναντίον τους.

Ο σημιτικός Ελλαδοκεμαλισμός είχε οπαδούς σε όλο το πολιτικό φάσμα. Με την κατάρρευση του δικομματισμού μπόρεσε να βρει μια πιο αυτόνομη έκφραση. Ο Ελλαδοκεμαλισμός εκφράστηκε κυρίως από διάφορα κόμματα και κομματίδια του «μεταρρυθμιστικού χώρου» και της κεντροαριστεράς, ενώ εξέχοντες εκπρόσωποί του ετοιμάζονται πλέον να προσχωρήσουν στην Νέα Δημοκρατία του Κυριάκου Μητσοτάκη. Κορυφαία στιγμή του Ελλαδοκεμαλισμού υπήρξε το δημοψήφισμα του Ιουλίου του 2015, όταν μονοπώλησε την εκστρατεία του Ναι, συμβάλλοντας στην εικόνα της Ευρώπης ως ενός ελιτίστικου μορφώματος μακριά από τις προσλαμβάνουσες της μεγάλης μάζας του ελληνικού λαού. Το αποτέλεσμα ήταν ένα καταστροφικό για το Ναι αποτέλεσμα, αν και για τους λαοφοβικούς Ελλαδοκεμαλιστές η σύμπηξη μιας πολιτικής ταυτότητας του μεγέθους του 40% του εκλογικού σώματος γύρω από τα συνθήματά τους αποτελούσε νίκη.

Η ανάλυση των Ελλαδοκεμαλιστών για τα τεκταινόμενα στην Τουρκία αποτελεί ένδειξη του ετεροπροσδιορισμού της σκέψης τους για τα ελληνικά πράγματα. Ακόμα και αν οι κοσμικοί Τούρκοι είναι σήμερα έρμαιο του Ερντογάν, δεν παύουν να έχουν υπάρξει για χρόνια το κοινωνικό στήριγμα ενός καθεστώτος όχι μόνο στρατοκρατικού αλλά και φανατικά ανθελληνικού. Η νομιμοποίηση του κεμαλισμού χτίστηκε πάνω στην νίκη του 1922 και η αίγλη του στρατού εν πολλοίς στην εισβολή του 1974. Ακόμα και αν δεχτούμε (χωρίς να είναι καθόλου βέβαιο ότι ισχύει ακόμα) ότι βασική εναλλακτική στο καθεστώς Ερντογάν παραμένει το κεμαλικό στρατόπεδο, αυτό εξακολουθεί να διατηρεί τον αυταρχισμό και τον ανθελληνισμό ως βασικά στοιχεία της ιδεολογίας του.

Η παρουσίαση του κοσμικού στρατοπέδου στην Τουρκία ως διωκόμενου ταιριάζει στο αφήγημα της διαιρετικής τομής Ευρώπη/εθνολαϊκισμός στα ελληνικά πράγματα. Οι Ελλαδοκεμαλιστές όμως αρνούνται να δουν την αποτυχία της κοσμικής παράταξης στην Τουρκία ως απότοκο του αυταρχισμού και της στρατοκρατίας του παρελθόντος. Πιστεύουν σε μια σύνθεση δημοκρατικότητας και εκσυγχρονισμού η οποία όμως για κάποιο μυστηριώδη λόγο δεν θέλγει τον τουρκικό λαό. Στην Τουρκία όμως αυτή η σύνθεση είναι κάτι το τελείως υποθετικό γιατί ουδέποτε υπήρξε στην πραγματικότητα. Ακόμα και αν ο Ερντογάν σήμερα οικοδομεί μια προσωπική δικτατορία, αυτό δεν επιλύει την βασική αντίφαση για τους Ελλαδοκεμαλιστές και τους πνευματικούς συγγενείς τους στην Τουρκία: σε περιφερειακές κοινωνίες η εκκοσμίκευση και ο εκσυγχρονισμός προϋποθέτουν μια μεγαλύτερη ή μικρότερη δόση αυταρχισμού και κρατικής επιβολής πάνω, και συχνά ευθέως ενάντια, στις επιθυμίες της κοινωνίας.

Το μίσος για τον Ερντογάν από εγχώριους εκσυγχρονιστές αντανακλά σε τελική ανάλυση την απελπισία για την «καθυστέρηση» των Ελλήνων. Τα πράγματα για τους Ελλαδοκεμαλιστές γίνονται ακόμα δυσκολότερα επειδή το καθεστώς Ερντογάν έχει αποδείξει ότι ο «εθνολαϊκισμός» δεν είναι ασύμβατος με την οικονομική ανάπτυξη και το άνοιγμα στον διεθνή καπιταλισμό και τις επενδύσεις. Ο αντι-ερντογανισμός τους επιβεβαιώνει, σε τέλεια αντανάκλαση του τουρκικού κεμαλισμού, την απόλυτη έλλειψη διάθεσης της ελληνικής εκσυγχρονιστικής ατζέντας να συμβιβάσει τα αιτήματά της με λαϊκές αναπαραστάσεις, προσλαμβάνουσες και αγωνίες προκειμένου οι μεταρρυθμίσεις να γίνουν αιτούμενα και κτήμα της λαϊκής συνείδησης.

Στην αντίθετη πλευρά στέκονται αυτοί που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε Οθωμανείς. Πρόκειται για μια ομάδα που προέρχεται από τον λεγόμενο «πατριωτικό χώρο» και που γενικά παρουσιάζει ιδεολογικά χαρακτηριστικά τα οποία συνήθως σχετίζονται με την δεξιά (αν και αρκετοί έχουν πολιτική καταγωγή από την αριστερά). Ενώ όμως η κλασική ελληνική δεξιά είναι απορριπτική της Τουρκίας ανεξαρτήτως του εκεί καθεστώτος, οι Οθωμανείς διέπονται από έναν υφέρποντα θαυμασμό προς το καθεστώς Ερντογάν, βλέποντας σε αυτό ένα παράδειγμα δυναμικής διακυβέρνησης που προωθεί τα συμφέροντα μιας χώρας αξιοποιώντας το πολιτιστικό δυναμικό της.

Είναι ειρωνεία ότι αρκετοί από τους εκπροσώπους αυτής της ομάδας είχαν πρωτοστατήσει στην (ορθή) διάγνωση των κινδύνων πολιτιστικής δορυφοροποίησης που δημιουργούσε για την Ελλάδα το δόγμα του Νεο-Οθωμανισμού στην τουρκική εξωτερική πολιτική και την εσωτερική νομιμοποίηση του τουρκικού κράτους. Και όμως, αυτή η τριβή και εξοικείωση με το ερντογανικό καθεστώς κατέστησε τελικά τους Οθωμανείς θύματα της διαδικασίας που καταδίκαζαν, δηλ. την ένταξη στην τροχιά πολιτιστικής επιρροής της Τουρκίας.

Το σημείο καμπής για αυτήν την ομάδα ήταν η οικονομική κρίση. Μεγάλο μέρος του πατριωτικού χώρου εμφορούνταν ήδη από αντιδυτικές απόψεις στην βάση πολιτιστικών αναγνώσεων της παγκόσμιας πολιτικής. Η κρίση έφερε δίπλα τους και εκπροσώπους της δεξιάς για τους οποίους η λιτότητα και η καταπάτηση της εθνικής κυριαρχίας αποτέλεσαν λόγο ρήξης με τον θεμελιώδη για την μεταπολεμική δεξιά προσανατολισμό προς την Δύση και την Ευρώπη.

Η διαδικασία που οδήγησε αυτοχαρακτηριζόμενους δεξιούς, πατριώτες ή εθνοκεντρικούς στον θαυμασμό για τον Ερντογάν περνούσε μέσα από τους διαδρόμους της εγχώριας διαμάχης για το μνημόνιο και την Ευρώπη. Υπό μια έννοια οι Οθωμανείς ακολούθησαν την ίδια διαδικασία διαμόρφωσης σκέψης με τους Ελλαδοκεμαλιστές. Ενώ οι Οθωμανείς κατηγορούν τους Ελλαδοκεμαλιστές ότι ετεροπροσδιορίζονται από την Ευρώπη και την Δύση, οι ίδιοι εμφορούνται τόσο πολύ από την απόρριψη της Ευρώπης που φθάνουν στο παράδοξο για Έλληνες «δεξιούς» σημείο να υπερασπίζονται ένα τουρικικό καθεστώς μόνο και μόνο επειδή η αισθητική του ενοχλεί την Ευρώπη ή επειδή οι εγχώριοι αντίπαλοί τους έχουν συμπάθειες προς τον τουρκικό κοσμικισμό.

Οι Οθωμανείς προβάλλουν στο καθεστώς Ερντογάν την αντίθεσή τους στην αφήγηση μνημονιακών και φιλοευρωπαϊκών δυνάμεων που υπονοεί ότι η πρόοδος της Ελλάδας είναι ασύμβατος με αξίες, παραδόσεις και την θρησκευτική ταυτότητα των Ελλήνων. Η πραγματικότητα όμως είναι αρκετά πιο περίπλοκη στην Τουρκία από μια απλή διαμάχη κεμαλιστών και ισλαμιστών, και το πρόσφατο πραξικόπημα το αποδεικνύει.

Πρώτον, από καθαρά κοινωνικοοικονομική σκοπιά, το καθεστώς Ερντογάν είναι κάθε άλλο παρά φιλολαϊκό. Ο Ερντογάν συνεχίζει πάνω στις πολιτικές που είχε επιβάλει στην Τουρκία το ΔΝΤ και είχαν εφαρμόσει οι τελευταίες κεμαλικές κυβερνήσεις πριν την νίκη του το 2002. Ο ισλαμικός λαϊκισμός του Ερντογάν χρησιμεύει στην πολιτιστική ένταξη των λαϊκών στρωμάτων στο πολιτικό σύστημα, αυτό όμως λειτουργεί και κατασταλτικά για την σίγαση κοινωνικών αιτημάτων σε μια οικονομία όπου οι κύριοι οφελημένοι είναι μια μικρή κάστα ευνοημένων μεγαλοεπιχειρηματιών. Στην οικονομία τουλάχιστον, η πολιτική Ερντογάν κάθε άλλο παρά «αντιμνημονιακή» είναι.

Δεύτερον, η διαμάχη Γκιουλέν-Ερντογάν δείχνει ότι η αντικεμαλική παράταξη δεν είναι μονολιθική. Χονδρικά μπορούμε να πούμε ότι η πλευρά Γκιουλέν πρεσβεύει μια κλασική ιδεολογία ανανέωσης και εκσυγχρονισμού μέσω της παράδοσης και της θρησκείας – μια εναλλακτική νεωτερικότητα με πιο συντηρητικές αναφορές που όμως δεν απορρίπτει την Δύση. Ταυτόχρονα εκφράζει και έναν τουρκικό μεγαλοϊδεατισμό με βάση τον οποίο το πολιτικό και πολιτιστικό αποτύπωμα της Τουρκίας παγκοσμίως μεγαλώνει χάρη στην σύνθεση τουρκικότητας και Ισλάμ.

Στην αρχική «κλασική» του φάση μετά την ανάρρηση στην εξουσία το 2002, το πολιτικό Ισλάμ στην Τουρκία δεν ήταν σε καμία περίπτωση απορριπτικό προς την Δύση. Ίσα-ίσα που από την μια μεριά φαινόταν στην Αμερική (όπου διαμένει για χρόνια ο Γκιουλέν) σαν ένας τρόπος ανανέωσης της πρόσδεσης της Τουρκίας στην Δύση, ενώ από την άλλη η κυβέρνηση Ερντογάν πήρε εντυπωσιακές πρωτοβουλίες για την προώθηση των σχέσεων της Τουρκίας με την ΕΕ. Σε αυτήν την περίοδο το ΑΚΡ κάθε άλλο παρά επεδίωξε την αποσύνδεση από την Δύση, δείχνοντας ότι ατζέντες εναλλακτικής-συντηρητικής νεωτερικότητας μπορούν άνετα να συνυπάρξουν με φιλοδυτικές και εκσυγχρονιστικές πολιτικές (αυτό άλλωστε είχε καταστεί σαφές εδώ και δεκαετίες στην Ασία). Αυτό βέβαια αντιβαίνει στην μανιχαϊκή αφήγηση των Οθω-μανών σχετικά με τις προοπτικές σύμπλευσης της Ελλάδας με την Ευρώπη.

Η σταδιακή αυτονόμηση του Ερντογάν από τον Γκιουλέν από το 2010 και μετά και η τελική προσωπική του επικράτηση σηματοδοτούν την εγκατάλειψη των οικουμενικών και ιδεαλιστικών φιλοδοξιών του τουρκικού ισλαμισμού. Η νίκη του Ερντογάν εναντίον των πραξικοπηματιών δεν επέφερε την οριστική νίκη του πολιτικού Ισλάμ (το αντίπαλο κοσμικό στρατόπεδο είχε ήδη εξουδετερωθεί), αλλά μια νίκη της δεύτερης περιόδου του ΑΚΡ στην εξουσία εναντίον της πρώτης! Μπορεί όπως υποστηρίζουν οι Οθωμανείς να κέρδισε όντως η πλευρά που έχει τον λαό στο πλευρό της, αυτό δεν σημαίνει όμως ότι αυτή εκφράζει πια μια ιδεαλιστική ατζέντα ανανέωσης του έθνους μέσω της θρησκείας και της ταυτότητας.

Στο πραξικόπημα αναμετρήθηκαν οι ιδέες του τουρκικού Ισλάμ με έναν προσωποκεντρικό λαϊκισμό. Η επικράτηση του δεύτερου σημαίνει ότι ο ερντογανισμός «αδειάζει» πια οριστικά από οποιοδήποτε ιδεολογικό περιεχόμενο πέραν του προσώπου του ιδίου του Ερντογάν, άσχετα αν ο ίδιος εξακολουθεί να χρησιμοποιεί θρησκευτική ή ιστορική ρητορική κατά το δοκούν. Δεν πρόκειται για ένα καθεστώς που ανανεώνει την λαϊκή νομιμοποίηση του κράτους, όπως πιστεύουν οι Οθωμανείς, αλλά για ένα καθεστώς που αντικαθιστά ως βασικό σημείο αναφοράς την ιδέα του κοσμικού και απρόσωπου στην λειτουργία του κράτους με ένα κράτος ταυτισμένο με την θέληση και τις μεταπτώσεις ενός προσώπου. Με ελληνικούς όρους, ο ερντογανισμός έχει εκπέσει πια στο επίπεδο του παπανδρεϊσμού του δεύτερου μισού της δεκαετίας του ’80.

Αν οι Οθωμανείς εκκινούν στον ελληνικό πολιτικό διάλογο από μια αντίθεση προς την σχέση επιβολής κράτους/κοινωνίας που πρεσβεύουν οι Ελλαδοκεμαλιστές. Στην διαμάχη Ερντογάν-Γκιουλέν όμως έχουν διαλέξει την πλευρά του (προσωποπαγούς και αποστραγγισμένου από κάθε ιδεολογία) κράτους έναντι μιας κοινωνίας της οποίας οι αξίες και οι παραδόσεις είναι ευρύτερες από τις φιλοδοξίες του Ερντογάν (έστω και αν κατά πλειοψηφεία τον υποστηρίζει ακόμα).

Η εποχή άλλωστε που ο Ερντογάν μιλούσε με τόλμη για τις πολλές εθνοτικές και θρησκευτικές ταυτότητες που καταπίεζε η επιβληθείσα ομοιογένεια του κεμαλισμού και έκανε αναφορές στο μωσαϊκό της Οθωμανική αυτοκρατορίας έχει πια περάσει. Πλέον ο Ερντογάν επιβάλλει μια νέα ομοιογένεια, διαφορετική σε περιεχόμενο αλλά ίδιας λογικής με αυτήν του κεμαλισμού: την ομοιογένεια των υποστηρικτών του (το «50% που μας ψήφισε στις εκλογές» όπως επαναλαμβάνει συνεχώς) που απειλεί να πνίξει κάθε άλλη έκφραση ετερογένειας (περιλαμβανομένων των μειονοτήτων, που πλέον ξαναμπαίνουν στο στόχαστρο).

Με την υποστήριξή τους προς τον Ερντογάν οι Οθωμανείς, που χωρίς να το καταλαβαίνουν μετατρέπονται σε Ερντογανόπληκτους, δικαιώνουν δυστυχώς και την ρητορική κατασκευή του «εθνολαϊκισμού» που ταυτίζει κάθε αναφορά στην παράδοση και τις συντηρητικές αξίες με τον λαϊκισμό και την δημαγωγία.

Συμπερασματικά τόσο οι Ελλαδοκεμαλιστές όσο και οι Οθωμανείς προσεγγίζουν την κατάσταση στην Τουρκία με αποκλειστική διάθεση να δικαιώσουν την προϋπάρχουσα τοποθέτησή τους πάνω στο ζήτημα της σχέσης της Ελλάδας με την Ευρώπη και τον εκσυγχρονισμό. Το αποτέλεσμα είναι η λανθασμένη ανάγνωση των εξελίξεων στην Τουρκία και η αδυναμία εξαγωγής χρήσιμων συμπερασμάτων για την σημερινή κατάσταση της Ελλάδας.

Οι μεν Ελλαδοκεμαλιστές εμμένουν σε ένα σχήμα αντιπαλότητας μεταξύ θρησκείας και κοσμικισμού το οποίο στην Τουρκία έχει ξεπεραστεί προ πολλού από τις εξελίξεις (λόγω νίκης της πρώτης). Αδυνατούν να αποδεχτούν την άνοδο και την δημοφιλία του Ερντογάν ως φυσική αντίδραση σε ένα παρά φύσιν κοσμικισμό επιβληθέντα από τα πάνω. Δεν μπορούν να αποδεχτούν ότι πολιτικές δυνάμεις που έχουν αναφορές σε παραδοσιακές αξίες μπορούν να τις συγκεράσουν με αιτήματα οικονομικής ανάπτυξης και ανοίγματος στην παγκοσμιοποίηση. Νιώθουν τέλος ιδεολογική συγγένεια με έναν πολιτικό χώρο και κοινωνικές ομάδες στην Τουρκία που στο παρελθόν υπήρξαν φορείς ενός σκληρά ανθελληνικού εθνικισμού. Όλες αυτές οι αντιφάσεις και παραλείψεις προκύπτουν επειδή η σκέψη των Ελλαδοκεμαλιστών έχει σαν σημείο αναφοράς την Ευρώπη και τον εκσυγχρονισμό και όχι την Ελλάδα και τις ιδιαίτερές της συνθήκες.

Οι Οθωμανείς από την άλλη μεριά βλέπουν στον Ερντογάν την δικαίωση μιας αντιδυτικής και αντιεκσυγχρονιστικής ατζέντας που μπορεί να αποτελέσει έμπνευση για την Ελλάδας της κρίσης μέσα σε μια ΕΕ υπό αποσύνθεση. Πιστεύουν ότι η επικράτηση του Ερντογάν επί των κεμαλιστών και των γκιουλενιστών σηματοδοτεί μια νίκη των λαϊκών αξιών και του εθνικού πολιτισμού επί της εκσυγχρονιστικής ατζέντας και των δυτικών ιδεών. Αγνοούν ότι στην πρώτη του φάση στην εξουσία το ΑΚΡ κάθε άλλο παρά απόρριψη της οικονομικής ανταγωνιστικότητας και της Δύσης αποτελούσε, όπως και ότι στην δεύτερή του φάση μετατρέπεται σε μια προσωπική δικτατορία που διώκει τους βασικούς φορείς των ιδεών που είχαν καταστήσει το τουρκικού πολιτικό Ισλάμ μια ισχυρή ατζέντα εναλλακτικής νεωτερικότητας. Όπως και οι Ελλαδοκεμαλιστές, οι Οθωμανείς βλέπουν την Τουρκία μέσα από το πρίσμα της Ευρώπης, μόνο που για αυτούς το σημαντικό είναι πάση θυσία να δικαιωθεί μια απορριπτική άποψη για την Ευρώπη, την δυτική νεωτερικότητα, και την συμβατότητά τους με την Ελλάδα.

Οι αναγνώσεις των δυο πλευρών για την Τουρκία αντανακλούν τελικά αδιέξοδα (και σχεδόν δυστοπικά) οράματα για την Ελλάδα. Οι εκσυγχρονιστές, μεταρρυθμιστές και φιλοευρωπαίοι πιστεύουν ότι η Ευρώπη – και πιο συγκεκριμένα, η Ευρωπαϊκή Ένωση – αποτελεί αυτοσκοπό. Πιστεύουν ότι βασικά στοιχεία της ελληνικής πολιτιστικής ιδιαιτερότητας καθώς και κάθε σκέψη μεσοπρόθεσμης οικονομικής ανακούφισης πρέπει να θυσιαστούν αν κριθούν ασύμβατα με το όραμα της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Οι αντιμνημονιακοί εθνοκεντρικοί από την άλλη αιωρούνται μεταξύ ενός σωβινιστικού απομονωτισμού (όπως αυτός που φαίνεται να οικοδομεί πλέον ο Ερντογάν) και ενός οραματικού ελληνο-οθωμανικού κοσμοπολιτισμού, ανάλογου ίσως με τα οράματα ανασύστασης της βρετανικής αυτοκρατορίας μεταξύ των υποστηρικτών του Brexit που όμως ενέχει τον κίνδυνο ακύρωσης της ελληνικής ιδιοπροσωπείας προς Ανατολάς.

Σε ό,τι αφορά την συζήτηση για το μέλλον του συντηρητικού χώρου, η παραπάνω συζήτηση καταδεικνύει πώς δυο στοιχεία – η πίστη στα συστατικά της ελληνικής πολιτιστικής ιδιαιτερότητας και η αποδοχή του αιτήματος της οικονομικής και θεσμικής μεταρρύθμισης – που σε σύνθεση μεταξύ τους μπορούν να αποτελέσουν την βάση μιας εναλλακτικής πρότασης για την Ελλάδα της κρίσης, όταν διαχωρίζονται και αντιπαρατίθενται οδηγούν σε ιδεολογικοποιημένες αναγνώσεις των ελληνικών προβλημάτων, ακυρώνοντας τελικά το ένα τα πλεονεκτήματα του άλλου. Σαν κακογραμμένοι υπότιτλοι σε τουρκικό σήριαλ, ο παραπλήσιος στον χρεωκοπημένο κεμαλισμό εκσυγχρονισμός από-τα-πάνω και ο συνεπαρμένος από τον Ερντογάν παραδοσιοκρατικός αντιδυτικισμός μεταφράζουν στην ελληνική εμπειρία πολιτικά προγράμματα που βρίθουν αντιφάσεων και προβληματικών για τα ελληνικά συμφέροντα προεκτάσεων.

Advertisement
This entry was posted in Άρθρα_Τοποθετήσεις. Bookmark the permalink.