Χαιρετισμός-Εισήγηση Ιωάννη Σ. Λάμπρου. Εκδήλωση «Λαϊκισμός: όργανο απονομιμοποίησης του αντιπάλου ή αξιολογικά ουδέτερη περιγραφή πολιτικών φαινομένων;»

 

%ce%ba%ce%b1%cf%84%ce%ac%ce%bb%ce%bf%ce%b3%ce%bf%cf%82

Κυρίες και Κύριοι, καλησπέρα Σας. Καλή Χρονιά.  Ευχαριστούμε για την παρουσία Σας στην σημερινή μας εκδήλωση.

Σημερινή μας θεματική είναι το φαινόμενο του λαϊκισμού.

Όρος με αρνητικές συνδηλώσεις χρησιμοποιείται ως κατηγορία απέναντι στον πολιτικό αντίπαλο, τις περισσότερες φορές, όταν ο τελευταίος βρίσκεται στην αντιπολίτευση γινόμενος φορέας «λαϊκιστικών», όπως το βλέπει η εκάστοτε κυβερνητική πλειοψηφία, αιτημάτων. Ότι αποτελεί λαϊκό αίτημα για την αντιπολίτευση, συνιστά λαϊκισμό για την κυβέρνηση.

Και όμως, πέραν από αυτήν την εργαλειακή χρήση απονομιμοποίησης του πολιτικού αντιπάλου ο λαϊκισμός αποτελεί εξέχων χαρακτηριστικό στοιχείο της μαζικοδημοκρατικής κοινωνίας. Η επέκταση του εκλέγειν και εκλέγεσθαι σε ολόκληρο τον πληθυσμό  και η τοποθέτηση της έννοιας της ισότητας, έστω και σε συμβολικό επίπεδο,  στην κεντρική θέση γύρω από την οποία λαμβάνει χώρα η πολιτική διαδικασία επιβάλλουν στο πολιτικό προσωπικό να δηλώνουν την νομιμοφροσύνη τους και τη συμπαράσταση τους στον απλό άνθρωπο. Εφ’ όσον ο κυρίαρχος λαός αποφασίζει και οι πολίτες μεταξύ τους είναι ίσοι, οι πολιτικοί ταγοί δεν μπορούν να μην κάνουν αναφορά στις ανησυχίες και τα συμφέροντα του λαού. Αυτό δεν σημαίνει πως οι ανησυχίες και τα αιτήματα του λαού δεν είναι αληθινά ή ότι δεν αποτυπώνουν πραγματικές καταστάσεις. « Προκειμένου να γίνει αφέντης, ο πολιτικός προσποιείται τον υπηρέτη…» γράφει ο Σαρλ Ντε Γκωλ. Απεναντίας, η κοινωνική πραγματικότητα, οι κοινωνικές συνθήκες δημιουργούν προβλήματα, αιτήματα και συμφέροντα. Ούτε το πολιτικό προσωπικό αλλά ούτε και ο ίδιος  ο λαός δεν μπορούν να κάνουν λόγο για προβλήματα και για αιτήματα που δεν υφίστανται.

Το ουσιώδες στοιχείο είναι πως αρθρώνεται το εκάστοτε αίτημα, είτε από το πολιτικό προσωπικό της χώρας, είτε  από τους ίδιους του πολίτες. Κατά πόσο εξυπηρετούνται, χωρίς δημαγωγία, τα πραγματικά συμφέροντα του λαού πέρα από κομματικές και εκλογικές σκοπιμότητες. Η δυσκολία εντοπισμού, τις περισσότερες φορές, αντικειμενικών κριτηρίων βάσει των οποίων θα αποδεικνύεται η εξυπηρέτηση ή όχι των λαϊκών συμφερόντων επιτείνει τη σύγχυση.

Απαιτείται η διάκριση μεταξύ λαϊκισμού και λαϊκότητας. Πολύ συχνά ο λαϊκισμός δεν είναι παρά μια κίβδηλη, κατ’ επίφαση λαϊκότητα. Ως λαϊκότητα μπορούμε να ονοματίσουμε  το γνήσιο όχι το επιτηδευμένο, την έκφραση ειλικρινών συναισθημάτων, την προσπάθεια ανάδειξης των ικανοτήτων του κάθε συμπατριώτη μας όχι πατερναλιστικά εκμεταλλευόμενοι την άγνοια του, την ανάδειξη ήθους, ποιότητας, την απόρριψη της χυδαιότητας, την απλότητα, την λιτότητα βίου ως επιλογή όχι ως επιβολή και γενικότερα την ανάδειξη, όσων υπάρχουν, των αληθινών  αξιών του λαού.

Ο λαϊκισμός, και ιδιαίτερα σε μια κοινωνία σε βαθειά κρίση όπως η δική μας, εντοπίζεται σχεδόν παντού: κιτρινισμός στα ΜΜΕ, προβολή όχι του ποιοτικού αλλά του χυδαίου και του εμπορικού στον χώρο της τέχνης, στη γλώσσα με την σταδιακή υποβάθμιση της  ώστε να την καταλαβαίνει ο «απλός λαός», στην πολιτική με τους εκπροσώπους του λαού να δικαιολογούν κάθε τι που ψηφίζουν στο όνομα του λαϊκού συμφέροντος έστω και αν πολλές φορές ισχύει το ακριβώς αντίθετο, τις υποκριτικές επισκέψεις τους σε νοσοκομεία ή χώρους φυσικών καταστροφών για να συμπαρασταθούν στον «απλό λαό».

Ως αίτια του λαϊκισμού μπορούν να αναφερθούν  πρωτίστως το χαμηλό επίπεδο του δημόσιου διαλόγου στην πατρίδα μας για το οποίο ευθύνη  φέρουν η πολιτική ηγεσία του τόπου και ο δημοσιογραφικός κόσμος. Εντός αυτού του πλαισίου προκρίνονται τα ποδοσφαιρικά συνθήματα, οι συναισθηματικές εξάρσεις, μια ανόητη και χωρίς περιεχόμενο επίκληση στο συναίσθημα, αποφυγή χρήσης επιχειρημάτων και πηγών μεταξύ άλλων. Παράλληλα, η απομάκρυνση του σημερινού ανθρώπου από την καλώς εννοούμενη λαϊκότητα, από την ουσιαστική έννοια του όρου, η αποκοπή του από τη λαϊκή παράδοση, την γλώσσα,  την γνώση της ιστορίας του τον ωθούν στο κακέκτυπο της, τον λαϊκισμό. Συνέπειες η σταδιακή υποβάθμιση της κριτικής ικανότητας των πολιτών, εύκολα θύματα του οιουδήποτε από όποια παράταξη και αν προέρχεται. Βλέπουμε πως το ζήτημα του λαϊκισμού συνδέεται άμεσα με το κατεξοχήν πρόβλημα του λαού μας της σύνδεσης της πολιτιστικής μας παράδοσης και ιστορικής  ταυτότητας  με τα σύγχρονα προβλήματα του καιρού μας. 

Η κατάσταση επιδεινώνεται  με τις  συνεχείς αλλαγές του πολιτικού προσωπικού. Πολιτικών των οποίων η μετάλλαξη επιβάλλεται από τις προοπτικές εκλογής  ανάλογα με το προσωπικό τους συμφέρον. Τα ονόματα των κομμάτων, η ιδεολογική ταυτότητα δεν έχει κανένα περιεχόμενο. Τα πάντα μπορούν να αλλάξουν αν αυτό επιβάλλει το, στενά, προσωπικό συμφέρον.

Ο λαϊκισμός, ή η κατ’ επίφαση λαϊκότητα, όμως, δεν συνιστά το μοναδικό πρόβλημα. Συνοδεύεται από τον κατ’ επίφαση ελιτισμό. Εκπρόσωποι του τελευταίου, τις περισσότερες φορές, είναι οι υπερασπιστές της κρατούσας τάξης πραγμάτων. Πιο συγκεκριμένα, στη χώρα μας πρόκειται για μια αποεθνικοποιημένη μεταπρατική, ταυτισμένη πλήρως με την εφαρμογή των μνημονιακών υποχρεώσεων της χώρας ομνύοντας πίστη και νομιμοφροσύνη στον ευρωπαϊκό ετεροκαθορισμό της πατρίδας μας. Η τεχνοκρατική αντίληψη της πολιτικής που υποστηρίζει ευνοεί την αντικατάσταση της δημοκρατικά εκλεγμένης κυβέρνησης με ανεξάρτητες δομές και αρχές χωρίς δυνατότητα δημοκρατικής λογοδοσίας (διακυβέρνηση στη θέση της κυβέρνησης).

Είναι η αποσύνθεση του πολιτικού συστήματος και του κοινωνικού ιστού της χώρας από την εν λόγω ελίτ που σπρώχνει εκατομμύρια συμπατριώτες μας στην απελπισία, είτε αυτό λέγεται Χρυσή Αυγή, είτε Σώρρας  ή στην αποχή.

Η εμμονή σε μια πολιτική που σκοτώνει την πατρίδα μας σιγά-σιγά, η συστηματική επίθεση, χρόνια τώρα, στη ταυτότητα μας, και η ετοιμότητα του πολιτικού προσωπικού της χώρας  «να καεί η Ελλάδα για να σωθεί η Ευρώπη» γεννά τη χυδαία δημαγωγία και σπρώχνει ένα όλο και μεγαλύτερο τμήμα της κοινωνίας σε μη συμβατικές πολιτικές πρακτικές.

Η χώρα μας βρίσκεται μεταξύ του δίδυμου καρκινώματος  ενός αποεθνικοποιημένου ελιτισμού και ενός εκφυλιστικού λαϊκισμού, η γελοιότητα και η προχειρότητα του οποίου απονομιμοποιεί κάθε εναλλακτική προοπτική της μνημονιακής πολιτικής.

Το κρίσιμο ερώτημα είναι μάλλον το εξής: πώς είναι δυνατόν να καλλιεργηθεί η υπεύθυνη άρθρωση  του λαϊκού συμφέροντος;

Καλύτερη παιδεία, ελληνική παιδεία  – άνοδο της κατά κεφαλήν καλλιέργειας όπως διαχρονικά μας υπενθυμίζει ο καθηγητής Γιανναράς – γνώση της γλώσσας, απόρριψη μιμητισμού, συμμετοχή στα κοινά με κάθε ευκαιρία μη δίνοντας έτσι χώρο σε αυτόκλητους μεσσίες, συνεχής έλεγχος της εξουσίας, τοπικής και κεντρικής.

Σχετικά με τη σημερινή εκδήλωση ιδιαίτερες ευχαριστίες στους εκλεκτούς προσκεκλημένους, στον Λεωνίδα Σταματελόπουλο για το συντονισμό της συζήτησης, στο New York College, έναν πρωτοπόρο  της ιδιωτικής πανεπιστημιακής εκπαίδευσης στην πατρίδα μας για την παραχώρηση της αίθουσας  και στον Κυριάκο Κωσταρέλλο για την συνεχή υποστήριξη του στην πραγματοποίηση αυτής της εκδήλωσης.

Σας Ευχαριστώ.

Advertisement
This entry was posted in Uncategorized. Bookmark the permalink.