«Φιλία αυλικών, πίστη αλεπούδων, κοινωνία λύκων»
Σαμφόρ, Επιλογή από το έργο του, μεταφρ. Παναγιώτης Κονδύλης, εκδ. Στιγμή, σ. 53
Συνήθως στην Ελλάδα με την πρώτη γενιά που θα απαρνηθεί,
για χίλιους δυό λόγους ή και από ιστορική αναγκαιότητα,
την αγροτική, ας την ονομάσουμε έτσι για συντομία,
διάρθρωση της ζωής και θα βαφτιστεί στην άλλη,
είτε ως επιστημονικό-διανοητικό είτε ως τεχνολογικό-εργατικό δυναμικό,
οι δεσμοί ανάμεσα στις δύο πλευρές χαλαρώνουν,
η γενική τάση είναι οι άνθρωποι να αποδημούν στις πολιτείες
και εκεί οι περισσότεροι χάνουν απότομα,
θαρρείς, κάτι από το βάρος του ντόπιου πολιτισμού
και γίνονται πρόσωπα πλεούμενα, κάτοικοι του αφρού.
Ζήσιμος Λορεντζάτος, «Ο Σωκράτης Κουγέας και η Μέσα Ελλάδα», Μελέτες Β΄, εκδ. Δόμος, Αθήνα 1994, σ. 77.
Ότι το κείμενο που ακολουθεί φέρει έναν άκρως σχηματοποιημένο χαρακτήρα είναι εύλογο. Διατυπώνεται προκαταρκτικά για μην επαναλαμβάνεται κάθε λίγο.
Η εκλογική κατάρρευση της Ν.Δ. έδωσε την αφορμή σε πολλούς να καταφερθούν εναντίον της λεγόμενης «δεξιάς στροφής» του κ. Αντώνη Σαμαρά. Η εκλογική αποτυχία δηλαδή ανάγεται στο ιδεολογικό στίγμα του προέδρου της Ν.Δ. και κυρίως στον δεξιό λόγο του. Ας σημειωθεί από την αρχή: οι ίδιοι κύκλοι θέλουν απλώς να επιβάλλουν τη δική τους ιδεολογική γραμμή (μεσαίος χώρος, απροϋπόθετος φιλελευθερισμός) και κατά συνέπεια τους απτούς φορείς αυτών των ιδεών.
Στο σύντομο αυτό σημείωμα, καθώς και σε άλλα που θα ακολουθήσουν, παρουσιάζεται, ακροθιγώς, ένας, από τους πολλούς, κρίσιμος παράγοντας που απεργάζεται την μακροχρόνια παρακμή αυτού του κόμματος και που συνετέλεσε αποφασιστικά στη συγκυρία στην εκλογική αποτυχία.
Η Ν.Δ υπήρξε, και συνεχίζει να είναι, κατεξοχήν κόμμα προυχόντων. Βαθιά ολιγαρχικό στην κομματική του υφή σύρθηκε να προσδώσει μία επίφαση μαζικότητας κατά την περίοδο της προεδρίας των κ.κ. Αβέρωφ και Μητσοτάκη. Και τούτο ως απάντηση στο ΠαΣοΚ το όποίο είχε αντιγράψει την κομματική δομή του ΚΚΕ εμπλουτισμένη όμως με νέες πρακτικές και διαφορότροπη πολιτική κουλτούρα. Οι λεγόμενες πολιτικοϊδεολογικές ζυμώσεις στο εσωτερικό της ήσαν ανύπαρκτες καθ’ όλη τη μεταπολιτευτική περίοδο και περιορίζονταν στους διεσπαρμένους ηγετικούς της κύκλους. Η μονόδρομη, εκ των άνω, χειραγώγηση της βάσης σε συνδυασμό με την θεωρητική και ιδεολογική απίσχνανσή της στη δημόσια σφαίρα και την κοινωνία δημιούργησε ένα κλίμα ασφυξίας στην κομματική και παραταξιακή βάση.
Τα πολιτικά ανακλαστικά της παράταξης, οι αντιλήψεις της, ο πολιτικός της προσανατολισμός αγνοούνταν επιδεικτικά από την πολιτική ηγεσία που, θεωρώντας την δεδομένη, ασκούνταν στην πολιτική των εντυπώσεων, ενώ η ιδεολογική ηγεμονία των προοδευτικών πολιτικών δυνάμεων – ΠαΣοΚ, Αριστερά και οι ποικίλες μείξεις των δύο – διαχέονταν στην κοινωνία προσδίδοντας κύρος και αίγλη στους εκφραστές τους και ενσωματώνοντας τις δυναμικότερες μερίδες της κοινωνίας.
Η αυτονομημένη από την παραταξιακή βάση (κεντρο)δεξιά πολιτική ελίτ επιδίδονταν όλα αυτά τα χρόνια στη φατριαστική συνομάδωση και στην κατανομή ισχύος στο εσωτερικό της δίχως να δεσμεύεται από κανόνες που θα ίσχυαν για όλους. Σε ένα τέτοιο δεσποτικό περιβάλλον δεν μπορεί παρά να καλλιεργείται η οικογενειοκρατία και η μετριοκρατία, να επιβιώνουν οι αυλοκόλακες.
Χαρακτηριστική είναι η περίοδος της ηγεσίας του κ. Μητσοτάκη (1984-1993) όταν οι συγκρούσεις των ομάδων έλαβαν τον χαρακτήρα «εμφυλίου» που οδήγησε και στην πτώση της τότε κυβέρνησης. Ο κ. Μητσοτάκης άνηκε στο συντηρητικό Κέντρο και προσήλθε στη Ν.Δ. κατά την διαδικασία διεύρυνσης του κόμματος με ηγετικά στελέχη του Κέντρου [διαδικασία που είχε ήδη ξεκινήσει την περίοδο συγκρότησης της Ε.Ρ.Ε. (1955 και εξής)]. Η εκ μέρους του ανάληψη της ηγεσίας συνοδεύτηκε από την προσπάθεια του να ελέγξει το κόμμα προκρίνοντας ανθρώπους προσκείμενους σε αυτόν. Προσπάθεια που κορυφώθηκε κατά την περίοδο διακυβέρνησης της Ν.Δ. (1990-1993). Η απόπειρά του αυτή τον έφερε αντιμέτωπο με τις λοιπές ηγετικές μερίδες οι οποίες βρήκαν τον εκφραστή τους στο πρόσωπο του κ. Έβερτ. Η οξεία διαμάχη προσέλαβε και ιδεολογικά χαρακτηριστικά αλλά από τη σκοπιά που μιλούμε δεν μπορεί κανείς παρά να δεί μία διαμάχη που ριζώνει στην ίδια τη δομή του κόμματος με μία ηγεσία στο σύνολό της τόσο εσωστρεφή που αδιαφορούσε ακόμη κι από την απώλεια της κυβέρνησης και την παράδοσή της στο ΠαΣοΚ.
Μία παράταξη φιμωμένη, υπό την έννοια ότι δεν αντιπροσωπεύονταν, στη δημόσια σφαίρα και που καλούνταν να εκφραστεί στο πλαίσιο ενός κόμματος που ήταν αυτονομημένο από αυτή δεν έχει και πολλές επιλογές. Είτε καταφάσκει άκριτα στο κόμμα είτε αποχωρεί. Η δυνατότητα της κριτικής προσχώρησης δεν υφίσταται. Ακόμη περισσότερο: δεν ανήκει στην πολιτική κουλτούρα της παράταξης.
Εύλογη συνέπεια είναι ότι το χαλαρό συνονθύλευμα φατριών που καλείται «Νέα Δημοκρατία» δεν μπορούσε όλα αυτά τα χρόνια να διεξάγει πολιτικό αγώνα. Ένα κόμμα που ψυχορραγεί από το 1981 και δώθε και που ίσαμε σήμερα επιτελούσε τη λειτουργία του άλλοθι της πολιτικής ηγεμονίας του ΠαΣοΚ (κάποιος έπρεπε να βγαίνει στην εξουσία για να επανέρχεται δριμύτερο το τελευταίο) ή ακόμη υπήρξε το πεδίο ικανοποίησης φιλοδοξιών κομματικών στελεχών (κάτι αντίστοιχο, mutatis mutandis, με αυτό που συμβαίνει και στο ΚΚΕ. Υπό μία έποψη η Ν.Δ. και το Κ.Κ.Ε. είναι τα δύο παλαιά κόμματα που έχουν απομείνει στην Ελλάδα. Τα υπόλοιπα είναι καθαρώς μεταπολιτευτικά μορφώματα).
Η παραδοσιακή Δεξιά (κι όχι μόνον η Δεξιά, αλλά και το ιστορικό Κέντρο) εξέφραζε στο κοινωνικό επίπεδο μία συμμαχία ανάμεσα σε αστικά ηγετικά στρώματα και στα πατριαρχικά της υπαίθρου. Ο ιδεολογικός της προσανατολισμός, όπως αυτός σφυρηλατήθηκε κατά την μεταπολεμική περίοδο, συνδύαζε την ελληνοχριστιανική ιδεολογία με το αίτημα για ανάπτυξη της ελλαδικής κοινωνίας έχοντας ως διακηρυγμένο στόχο την υπέρβαση της γενικευμένης φτώχειας.
Όμως η μεταπολεμικά εφαρμοζόμενη πολιτική παρήγε τις κοινωνικές δυνάμεις που θα πρωτοστατούσαν στην ανατροπή της καθεστηκυίας τάξης. Οι κοινωνικές αναδιατάξεις της μεταπολεμικής περιόδου που πυκνώνουν και κορυφώνονται κατά τα έτη 1960-1975 αποτελούν και τη βάση των πολιτικών και ιδεολογικών αλλαγών που αποκρυσταλλώνονται κατά τη δεκαετία του 1980. Ο ραγδαίος εξαστισμός και η συγκρότηση μιας ευρύτατης μικροαστικής τάξης (μικρομεσαίοι αποκλήθηκαν κατ’ ευφημισμόν) υπήρξε και η «ύλη» της «Αλλαγής».
Είναι η ίδια τάξη που συγκροτείται ως ο κατεξοχήν φορέας των αλλαγών σε ήθη, νοοτροπίες και πολιτικές αντιλήψεις. Η εγκατάλειψη της κοινότητας συμπορεύεται με την κατάλυση του παραδοσιακού πατριαρχικού πλαισίου αξιών, που με τη σειρά του εντασσόταν στον πνευματικό ορίζοντα της Εκκλησίας. Συγχρόνως κάνουν την εμφάνισή τους νέες αντιλήψεις και στάσεις ζωής που ερείδονται στην κατανάλωση και υποκαθιστούν τα παραδοσιακά πρότυπα που εξέφραζαν μία κοινωνία της σπάνης των αγαθών. Τα παραδοσιακά ιδεώδη βασίζονταν στην, περισσότερο ή λιγότερο, ασκητική – ευρέως κατανοούμενη αυτή η τελευταία – στάση ζωής, στην ανάγκη για συσσώρευση κι όχι σπατάλη, στην εδραία πεποίθηση ότι τα «αγαθά κόποις κτώνται». Αντιθέτως, τα νέα ιδεώδη συνθέτουν τα αιτήματα της κοινωνικής και πολιτικής χειραφέτησης με εκφάνσεις ποικίλων ηδονιστικών ιδεολογημάτων, τα οποία θα νοηματοδοτήσουν, νομιμοποιώντας συγχρόνως, τις νέες πρακτικές.
Ο εξαστισμός λοιπόν της μεταπολεμικής περιόδου διαμόρφωσε μία μικροαστική μάζα η οποία βρήκε την έκφρασή της κυρίως στο κόμμα του ΠαΣοΚ. Αν τα νέα αυτά μικροαστικά στρώματα ήταν η κοινωνική ύλη της αλλαγής, η ηγεσία τους αναδείχθηκε μέσα από τη φοιτητική νεολαία. Η τελευταία, που είχε σχεδόν τριπλασιαστεί μέσα στη δεκαετία 1961-1971, στάθηκε σε ένα μεγάλο μέρος της σε συνολική αντιπαράθεση προς την κατεστημένη τάξη. Ειδικότερα η σπουδάζουσα νεολαία της επαρχίας βίωνε με οδυνηρό τρόπο τις ανισότητες μεταξύ πρωτεύουσας και περιφέρειας. Ο ρόλος της σύνολης νεολαίας υπήρξε καθοριστικός για τους νέους προσανατολισμούς. Το κοινωνικό και ιδεολογικό της βάρος αυξανόταν αφού ήταν όχι μόνον αριθμητικά μεγάλη εν σχέσει προς τον σύνολο πληθυσμό αλλά, και σε αντίθεση προς τη σημερινή, είχε πάρει τη ζωή της στα χέρια της εργαζόμενη από νωρίς σε μία αγορά που αναπτυσσόταν με μεγάλους ρυθμούς.
Ο δρόμος για τη διάδοση των νέων αντιλήψεων είχε λοιπόν ανοίξει έχοντας τα κοινωνικά και ψυχολογικά ερείσματα που απαιτούνταν. Από την πλευρά του το καθεστώς, μολονότι διαχειριζόταν κυριαρχικά τους επίσημους φορείς παραγωγής λόγου, είχε το μειονέκτημα ότι, έχοντας εξορίσει στην (ημι)παρανομία τις αντίπαλες ιδέες, επέτρεπε, άθελά του, αυτές να διαδίδονται δίχως αντίλογο. Αλλά και από την άλλη δεν μπορούσε το ίδιο να εκλεπτύνει τις δικές του ιδέες αφού ο δημόσιος διάλογος ήταν υποτονικός και τα όριά του εξ υπαρχής δοσμένα.
Το παραδοσιακό καθεστώς αποτυπώθηκε στις τρέχουσες, και όχι μόνον σε αυτές, πολιτικοϊδεολογικές διαμάχες με τον όρο «Δεξιά». Η διαιρετική τομή που εγκαθιδρύθηκε και δέσποσε στην μεταπολίτευση μέχρι και τα τέλη της δεκαετίας του 1990 δεν εκφράστηκε μέσα από το δίπολο «Δεξιά και Αριστερά» αλλά «Λαός και Δεξιά». Στον λαό μπορούσαν να ενταχθούν «οι μη προνομιούχοι», οι «αποκλεισμένοι», λέξεις στις οποίες θα μπορούσαν να δούν τον εαυτό τους πολύ μεγάλες μερίδες της κοινωνίας. Με άλλα λόγια, η αόριστη έγκληση «λαός» απευθυνόταν σε όλους αφήνοντας έξω το «κατεστημένο». Η δε ταύτιση της Δεξιάς με το κατεστημένο προσέλαβε μεταφυσικές διαστάσεις στο βαθμό που η Δεξιά ήταν η κυρίαρχη τάξη πραγμάτων στη διαχρονία. Οι ρίζες της έφθαναν στους Κοτζαμπάσηδες και του Φαναριώτες (!).
Στα προηγούμενα έγινε αναφορά στις δύο θεμελιώδεις συνιστώσες της επίσημης ιδεολογίας. Η συντηρητική, ελληνοχριστιανική, συνιστώσα της Δεξιάς εκφράστηκε κυρίως μέσα από τη, λεγόμενη και «παρεκκλησιαστική», οργάνωση της Ζώης, στις τάξεις της οποίας καθόλη τη μεταπολεμική περίοδο εκφράζεται το αίτημα του εκσυγχρονισμού του εκκλησιαστικού μηνύματος υπό τις νέες διαμορφούμενες συνθήκες (και τούτο ανεξάρτητα αν κανείς υιοθετήσει ή απορρίψει την κατοπινή κριτική περί εκπροτεσταντισμού της ορθόδοξης παράδοσης. Ακριβέστερα: η υιοθέτηση της κριτικής αυτής επιβεβαιώνει την παραπάνω ανάλυση). Η έτερη συνιστώσα υπήρξε η φιλελεύθερη. Δυναμικές μερίδες των φιλελευθέρων είχαν ενταχθεί στη συντηρητική παράταξη ήδη από την εποχή του Ελληνικού Συναγερμού του Παπάγου. Η προσπάθεια ήταν η σύζευξη των δύο μεγεθών που δεν μπόρεσε, όπως ήταν φυσικό, να αποφύγει τις εσωτερικές εντάσεις. Το Έθνος όφειλε να καταστεί ανταγωνιστικό, ανατιμώντας τη θέση του στον διεθνή καταμερισμό της εργασίας και δίχως να απωλέσει την ιδιαίτερη ταυτότητά του. Τα ζητήματα που ανακύπτουν από μία τέτοια προβληματική δημιουργούν ποικίλες εντάσεις, είναι δυσεπίλυτα, αν όχι άλυτα, αλλά είναι σημαντικό να τίθενται.
Η συμμαχία αυτή θα διακοπεί με τη μεταπολίτευση. Η φιλελεύθερη συνιστώσα θα πάρει το πάνω χέρι αποκοπτόμενη σταδιακά από τη συντηρητική η οποία θα παρακμάσει για να καταστεί, ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του 90, πλέον αντικείμενο διαχείρισης από καιροσκόπους πολιτικούς και δημοσιογράφους. Η συντηρητική σκέψη επιζεί σε περιβάλλοντα έξω από το κόμμα σε κύκλους λογίων και διανοουμένων, οι οποίοι συχνά δεν αυτοκατανοούνται ως συντηρητικοί ή, πολύ περισσότερο, δεν προβάλλονται ως τέτοιοι και σίγουρα δεν διαμορφώνουν τη φυσιογνωμία του κόμματος της Νέας Δημοκρατίας. Αλλά τούτο είναι ένα άλλο ζήτημα.
Η στάση της κομματικής Δεξιάς έναντι των επερχόμενων αλλαγών.
Εν σχέσει προς τα προβλήματα που τίθενται εδώ, η επιβολή της δικτατορίας ήταν η προσπάθεια μερίδων του στρατού να ανασχέσουν την αξιακή μετατόπιση της κοινωνίας. Η αντίδραση των συνταγματαρχών δεν επεκτάθηκε, φυσικά, στις οικονομικές πρακτικές οι οποίες επέτειναν την εφαρμογή του προτύπου οικονομικής ανάπτυξης της προηγούμενης περιόδου. Αποτέλεσμα ήταν στο αξιακό επίπεδο να ενταθεί η, ούτως ή άλλως εντασιακή, σχέση μεταξύ παράδοσης και ανάπτυξης, αφού οι πρακτικές που συνόδευαν τη δεύτερη δεν μπορούσαν να νοηματοδοτηθούν από την πρώτη. Το αποτέλεσμα ήταν όχι η μεθερμηνεία αλλά η εγκατάλειψη των συντηρητικών ιδεών.
Με την πτώση της δικτατορίας, και την κυπριακή τραγωδία, οι καταστατικές αρχές του μεταπολεμικού καθεστώτος και ιδίως η επίσημη εκδοχή του ελληνοχριστιανισμού εξοβελίστηκε. Ας σημειωθεί η «επίσημη» διότι εκδοχές της ελληνοχριστιανικής σύνθεσης θα προσλάβουν άλλες μορφές και θα αποκτήσουν δυναμική έστω κι όχι ως διακηρυγμένη κρατική ιδεολογία.
Παράλληλα πλήθη νέων εργάστηκαν προς την κατεύθυνση της ανατροπής του «παλαιού καθεστώτος». Συλλογικά μορφώματα, «αυθόρμητα» ή οργανωμένα, και από ποικίλες οπτικές θα δώσουν με μαχητικότητα τον αγώνα για αλλαγή. Νέες κομματικές οργανώσεις, νέες εκδόσεις, νέες αντιλήψεις εκτοπίζουν με γοργούς ρυθμούς το παλιό. Η αμφίπλευρη όψη της μεταπολεμικής Δεξιάς (ελληνοχριστιανισμός και ανάπτυξη) δέχθηκε και τις αντίστοιχες αμφίπλευρες επιθέσεις. Έτσι ο Δεξιός ήταν ο αυταρχικός πατριάρχης αλλά και ο σνόμπ κολονακιώτης, ο ηθικιστής του ελληνοχριστιανισμού αλλά και ο αχόρταγος καταναλωτής, ένσαρκος απολογητής του καπιταλισμού. Ήταν ακόμη ο υπαίτιος της ξενικής εξάρτησης. Ο υπερεθνικιστής μειοδότης, υποταγμένος στο ξένο κεφάλαιο. Εθελόδουλος προς τους έξω και καταπιεστής προς τους μέσα ήταν ο κακός δαίμονας της νεοελληνικής ιστορίας. Εκφραστής του κοτζαμπασισμού και της Βαυαροκρατίας, ο μόνος υπαίτιος για την εθνικό διχασμό, την μικρασιατική καταστροφή, τον εμφύλιο και πολλών άλλων, ων ούκ έστιν αριθμός.
Πώς αντέδρασε απέναντι σε όλα αυτά η κομματική Δεξιά με δεδομένο ότι η συντριπτική πλειοψηφία της μάζας που την υποστήριζε δεν υπήρξε ποτέ φορέας πολιτικών ζυμώσεων ώστε να απαντήσει στα ίδια κοινωνικά πεδία που δραστηριοποιούνταν και οι αντίπαλοί της;
Η ουδετερότητα που τήρησε η Νέα Δημοκρατία στο πολιτειακό υπήρξε σοφή υπό μία έποψη αλλά παράλογη υπό μία άλλη. Δεν υπάρχει εδώ η πρόθεση της υπεράσπισης της συνταγματικής μοναρχίας, το κανονιστικό νόημα της οποίας θα μπορούσε να εκτεθεί σε άλλο σημείωμα. Το κρίσιμο είναι οι παρεπόμενες λειτουργίες της αποπομπής του Στέμματος στο ιδεολογικό επίπεδο. Κατεξοχήν συντηρητικός θεσμός το Στέμμα η απουσία του επέτρεψε να δαιμονοποιηθεί η σύνολη παρουσία του στην ελλαδική ιστορία καθιστάμενος ο κατεξοχήν φορέας της νεοελληνικής εξάρτησης και εν γένει κακοδαιμονίας. Η Νέα Δημοκρατία θεώρησε ότι αποστασιοποιούμενη από το Στέμμα, αλλά και το εν γένει παρελθόν της, αφού είχε ταυτιστεί με το παραδεδομένο καθεστώς, θα μετέθετε την πολιτική συζήτηση στο μέλλον. Πρακτική που ακολουθεί μονίμως έκτοτε. Έτσι όμως άφησε ανυπεράσπιστη τη συλλογική μνήμη της παράταξης, απεμπόλησε την ίδια την ταυτότητά της. Κι όχι μόνον της παράταξης· επέτρεψε να διαχειριστούν οι πολιτικοί της αντίπαλοι το πεδίο της διαμόρφωσης της συλλογικής μνήμης της κοινωνίας μας. Όταν μάλιστα το πράττει σε εποχές που το παρελθόν, δηλαδή η ιστορία, πολιτικοποιείται με τέτοια ένταση έχει ηττηθεί αρχής εξ αρχής.
Η διαδικασία σύναψης συμμαχιών στο επίπεδο της κομματικής ελίτ με το ιστορικό Κέντρο ολοκληρώνεται κατά τη μεταπολίτευση με την παράλληλη κοινωνικοπολιτική απίσχνανση του ιστορικού Κέντρου. Συγχρόνως, οι διακηρυγμένοι στόχοι των εφαρμοζόμενων πολιτικών της προσανατολίζονται σε μία φρόνιμη, εκ των άνω, μεταρρυθμιστική λογική. Ένας πραγματιστικός φιλελευθερισμός θα αποτελέσει τον θεμελιώδη προσανατολισμό του κόμματος. Και όλα τούτα στην προοπτική της ένταξης στην Ε.Ο.Κ.
Παραμένει σημαντικό για την περίοδο 1974-1981 ότι το κράτος και οι μηχανισμοί του βρίσκονται ακόμη στα χέρια της Δεξιάς και από εκεί ακόμη μπορεί να αντλεί μέρος των στελεχών της και να διαθέτει την όποια επιρροή στην κοινωνία. Η απώλειά του κρατικού μηχανισμού θα οδηγήσει και στην απώλεια ενός σημαντικού ερείσματος που τροφοδοτούσε την κομματική έκφραση της Δεξιάς με τεχνογνωσία αλλά και καλλιεργούσε τη νοοτροπία ενός πραγματισμού στις τάξεις της. Το κράτος όμως θα αποτελέσει πεδίο ιδιαίτερης πραγμάτευσης σε επόμενο σημείωμα.
Οι φράσεις του Γεώργιου Ράλλη το βράδυ των εκλογών του 1981 δεν είναι απόρροια, μόνον, της μελαγχολίας ενός ευγενούς αστού, όπως αυτάρεσκα θέλει να πιστεύει ο μέσος δεξιός, αλλά εκφράζουν τη βαθιά, την ιστορική, κόπωση της ηγεσίας ενός κόμματος, τα μέλη της οποίας γεννήθηκαν και ανδρώθηκαν μέσα στην πολιτική εξουσία και την κοινωνική ισχύ και τώρα καλούνταν να παραδώσουν την κυβέρνηση στους νεήλυδες:
«Σε μία δημοκρατία ο λαός αποφασίζει κυριαρχικά. Και ο ελληνικός λαός απεφάσισε. Η ετυμηγορία του είναι για όλους σεβαστή. Δεν πιστεύω ότι ήταν η καλύτερη επιλογή. Εύχομαι ο λαός να μη χρειαστεί να το μετανοιώσει» .
Τουλάχιστον υπήρχε ακόμη ηγεσία που πίστευε ότι ο λαός δεν πράττει κατ’ ανάγκην το καλύτερο. Ακόμη και τέτοια στοιχεία σκέψης θα πάψουν σταδιακά να εκφράζονται από την ηγεσία αυτής της παράταξης. Σε επόμενες αναρτήσεις θα σημειωθούν, ακροθιγώς και πάλι, οι επιπτώσεις της κομματικής δομής της Νέας Δημοκρατίας στον αγώνα για ιδεολογική ηγεμονία στη μεταπολιτευτική Ελλάδα καθώς και στα εκλογικά αποτελέσματα όχι μόνον των τελευταίων εκλογών αλλά και αυτών του 2009. Άλλωστε, η περίοδος από το 2004 έως σήμερα είναι ενιαία στη βάση του ακόλουθου γνώμονα: η ελλαδική κοινωνία αναζητά ηγεμονία.
Το παραπάνω κείμενο αναρτήθηκε, για πρώτη φορά, σε δύο συνέχειες, το Μάιο του 2012, στην ιστοσελίδα Μέσα Ελλάδα, https://mesaellada.wordpress.com.