του Δρ. Κωνσταντίνου Σαμπάνη
Η απήχηση και η επακόλουθη έντονη συζήτηση σε διάφορα διαδικτυακά fora η οποία προκλήθηκε από το δημοσιευθέν στο Nature άρθρο σχετικά με την γενετική συσχέτιση μεταξύ Μυκηναίων και Μινωιτών και την πληθυσμιακή συνέχεια του ελληνικού χώρου κατέδειξε ακόμη μια φορά το ενδιαφέρον μέρους της ελληνικής κοινωνίας για τα περί των ιστορικών καταβολών της, ενδιαφέρον ζωηρό και ειλικρινές μεν, εντούτοις ενίοτε επιστημονικά ανερμάτιστο και ως εκ τούτου ανήκον στην σφαίρα της παρα- και ψευδοεπιστήμης η οποία άλλωστε εμφανίζει μια ιδιαίτερη άνθιση τις τελευταίες δεκαετίες, ειδικά μέσω “εθνικόφρονων” ή νεοπαγανιστικών εκδόσεων. Περιττό να ειπωθεί ότι η επιστημονική εγκυρότητα αυτών των εκδόσεων είναι ιδιαιτέρως προβληματική. Αντιθέτα, το εν λόγω άρθρο στο Nature αποτελεί, προφανώς, μια επιστημονικά έγκυρη δημοσίευση και όπως συμβαίνει πάντα με τα πορίσματα μιας επιστημονικής έρευνας αυτά (πρέπει να) λαμβάνονται μεν σοβαρά υπ’ όψιν αλλά υπόκεινται στην ανάλογη κριτική για να επαληθευτούν, να απορριφθούν ή να εξελιχθούν. Δηλαδή, δεν πρόκειται ούτε για κάτι που μπορούμε να αγνοήσουμε, ούτε να θεωρήσουμε θέσφατο και τελικό συμπέρασμα. Ήδη άλλωστε υπήρξαν κριτικές ότι το πληθυσμιακό δείγμα είναι αρκετά μικρό για να έχουμε ασφαλή τελικά συμπεράσματα, επομένως οφείλουμε να αναμένουμε περαιτέρω ανάλογες έρευνες.
Ασφαλώς η επιστήμη διαφέρει από τα αφηγήματα τα οποία εξιστορούν την εμφάνιση και την πορεία ενός λαού και τα οποία στις περισσότερες περιπτώσεις βρίσκονται στην σφαίρα της μυθολογίας και αναφέρονται σε χρόνους μη-ιστορικούς, δηλαδή μη καταγεγραμμένους σε γραπτά κείμενα. Για να επιτύχουν τον σκοπό τους, οι εθνογενετικοί μύθοι είναι αυτό ακριβώς που προδίδει η ονομασία τους, δηλαδή μυθολογία, ένα διήγημα το οποίο εξελίσσεται σε ενοποιητικό αφήγημα το οποίο συντελεί στην εδραίωση του εθνικού συνανήκειν. Ο συμβολικός χαρακτήρας αυτών των αφηγημάτων σημαίνει ότι αυτά συχνά κείνται πέραν της όποιας ιστορικής αληθείας (ασχετώς του αν μεταφορικά απηχούν κάποια γεγονότα), εξ ου και η σύνδεση με το θείο (π.χ. ο εβραϊκός Γιαχβέ) ή με ένα μυθικό ον όπως είναι η μορφή της τροφοδότριας λύκαινας στην ρωμαϊκή ή την τουρκική μυθολογία.
Η ελληνική παράδοση υπήρξε περισσότερο πλουραλιστική με αποτέλεσμα την απουσία ενός ισχυρού συμβολικού ενοποιητικού αφηγήματος. Τέτοια αφηγήματα μπορεί να υπήρχαν στην γενεολογία των διαφόρων ελληνικών φύλων ή πιο συλλογικά τα ομηρικά έπη να είχαν μια παρόμοια λειτουργία, ενώ στην ελληνορθόδοξη παράδοση υπάρχουν ανάλογα μοτίβα (η Υπέρμαχος Στρατηγός, ο μαρμαρωμένος βασιλιάς κτλ.). Απουσιάζει ωστόσο ένα ισχυρό κεντρικό αφήγημα.
Αυτός είναι ένας από τους λόγους, κατά την γνώμη μου, για τους οποίους η (νεο)ελληνική κοινή γνώμη στρέφεται σε επιστημονικές και παραεπιστημονικές θεωρίες. Ο άλλος είναι η αρχαιολατρεία / αρχαιοπληξία και η απόλυτη προτεραιότητα η οποία δίνεται στην αρχαιότητα έναντι άλλων περιόδων της ελληνικής ιστορίας. Σε συνδυασμό,αυτά τα αίτια έχουν δημιουργήσει μια σχεδόν εμμονική θεώρηση σχετικά με τις απαρχές του ελληνικού έθνους όπου έμφαση δίνεται στην αυτοχθονία, την γενετική συνοχή (κοινώς την φυλετική καθαρότητα) και την παλαιότητα του ελληνικού πολιτισμού και της ελληνικής γλώσσας. Η διατύπωση, για παράδειγμα, ότι η ελληνική είναι η αρχαιότερη γλώσσα της υφηλίου δεν ακούγεται ως παράλογη πεποίθηση στα αυτιά πολλών συμπατριωτών μας.
Η έρευνα του Nature λοιπόν κολακεύει τα ώτα μας και αυτό δεν είναι αναγκαστικά κάτι κακό. Τουναντίον, εάν όντως στοιχειοθετείται και βιολογικά η συνέχεια του ελληνικού πληθυσμού από την αρχαιότητα, θεωρίες τύπου Falmerayer και η γενικότερη δυτικότροφη εντύπωση περί “άριου” αρχαίου πολιτισμού καθώς και η διαρκώς αμφισβητούμενη (και από Έλληνες διανοητές) συνέχεια του ελληνικού πολιτισμού μπορούν να αντικρουστούν επιστημονικά, δίνοντας μια ιστορική αυτοπεποίθηση στον Νεοέλληνα του οποίου η (καλώς ή κακώς ούτως) διαμορφωθείσα ταυτότητα τίθεται υπό αίρεσιν.
Το προβληματικό στοιχείο στην πρόσληψη τέτοιων ερευνών προκύπτει όταν τα πορίσματά της ξεχειλώνουν για να χωρέσουν σε ένα εθνικό αφήγημα που θέλει να θεωρείται επιστημονικά εδρασμένο αλλά εν τέλει τείνει προς την μυθολογία ή έστω την αυθαιρεσία και την υπερβολή. Τέτοια είναι η περίπτωση της όλης παραφιλολογίας περί “Πελασγών”, ενός εθνολογικού όρου ασαφούς ήδη από την αρχαιότητα για τους οποίους όμως έχουν γραφεί βιβλία με αναγνωσιμότητα υψηλότερη έγκυρων ακαδημαϊκών εκδόσεων, φαινόμενο στο οποίο σε έναν βαθμό έχω αναφερθεί σε αυτήν την ανακοίνωση.
Το ερώτημα λοιπόν που μας απασχολεί και για το οποίο επιθυμούμε ως εθνική κοινωνία να δώσουμε μια απάντηση που, παράλληλα με την ενασχόληση με το “υπαρξιακό” ζήτημα της εθνογένεσης, θα τονώνει τα αισθήματά μας είναι το “πόθεν και πότε οι Έλληνες” (έκφραση δανεισμένη από τον τίτλο του εξαιρετικού, παρά τις όποιες επιμέρους ενστάσεις,έργου του αρχαιολόγου Θ. Γιαννόπουλου), δηλ. ποια είναι η καταγωγή των Ελλήνων και οι απαρχές της ιστορίας μας.
Στην σύντομη αυτή ανάρτηση δεν σκοπεύουμε (και δεν δυνάμεθα) να παραθέσουμε τις σχετικές επιστημονικές (ιστορικές, αρχαιολογικές, γλωσσολογικές και βιολογικές) θεωρίες που σχετίζονται με την προέλευση των Ελλήνων και την δημιουργία ενός ενιαίου ελληνικού έθνους. Δεδομένο είναι όμως, ότι αναφερόμενοι σε “Έλληνες” πρέπει να ορίσουμε τι αντιλαμβανόμαστε με το εθνώνυμο που χρησιμοποιούμε έως σήμερα. Ήδη από την αρχαιότητα γίνονται αναφορές στην διαφορετική καταγωγή Ιώνων και Δωριέων, όπου οι πρώτοι θεωρούνται εξελληνισθέντες Πελασγοί και οι δεύτεροι οι “κατεξοχήν” Έλληνες[1] ενώ και η ελληνική γενεολογία φαίνεται να έχει ετερογενείς καταβολές (όπως διαπιστώνει για παράδειγμα η Finkelberg).
Αυτός οπροβληματισμός περί του τι ορίζουμε ως “ελληνικό”είναι έκδηλος στο ζήτημα της γλώσσας. Στις περιπτώσεις ετυμολόγησης, οι γλωσσολόγοι ονομάζουν“ελληνικές” τις λέξεις που είναι Ινδο-ευρωπαϊκής προέλευσης και ανήκουν σε έναν κοινό κλάδο (στην Πρωτοελληνική από την οποία προέκυψαν μεαγενέστερα οι διάφορες διάλεκτοι) και “προ-ελληνικές” τις λέξεις που δεν ανήκουν σε αυτόν τον κλάδο, αλλά στο γλωσσικό υπόστρωμα που προϋπήρχε, κατά την κυρίαρχη εκδοχή, του ερχομού των “Άριων” Ελλήνων. Είναι δύσκολο να πούμε εάν αυτό το υπόστρωμα αποτελείτο από μία ή περισσότερες γλώσσες Ινδο-ευρωπαϊκές ή μη. Ενδεχομένως η εικόνα να ήταν περίπλοκη και να είχαμε ένα γλωσσολογικό και πολιτιστικό μωσαϊκό όπου πολλαπλές ζυμώσεις και αλληλοεπιδράσεις ελάμβαναν χώρα, δεδομένης και της γεωγραφικής δομής του Αρχιπελάγους. Γεγονός είναι σε κάθε περίπτωση ότι λέξεις και τοπωνύμια με τα επιθήματα -σσ- / -ττ- και -νθ- (π.χ. κυπάρισσος, Λυκαβηττός, Κόρινθος, λαβύρινθος, Παρνασσός) ανήκουν σε αυτό το “προελληνικό” υπόστρωμα και επομένως η παρουσία τους συνιστά επιχείρημα υπέρ της απόψεως ότι πρίν της ελεύσεως των Ελλήνων ο ελληνικός χώρος εκατοικείτο από έναν λαό ή και περισσότερους λαούς διαφορετικής καταγωγής.
Αν και είναι δόκιμο να κάνουμε την διάκριση μεταξύ Ελλήνων και Προ-Ελλήνων γλωσσολογικά και πολιτιστικά, είναι ωστόσο εύλογο να ονομάζουμε μια ελληνικότατη λέξη όπως είναι η ‘θάλασσα’ (η οποία δεν έχει ΙΕ ετυμολόγηση) “προελληνική” δηλαδή μη-ελληνική; Και εδώ διαφαίνεται ο προβληματισμός περί του τι θεωρούμε ελληνικό. Η εμφάνιση και η διαμόρφωση της ελληνικότητας δεν μπορεί να ειδωθεί παρά ως η διαδικασία όπου εντός ενός ιστορικού και γεωγραφικού πλαισίου επιτελέστηκε η ελληνική εθνογένεση ως σύζευξη λαών, πολιτισμών, γλωσσών και παραδόσεων που συνυπήρξαν, ειρηνικά ή βίαια, στον χώρο του Αιγαίου.
Πέρα λοιπόν από τις διάφορες, ενίοτε αντικρουόμενες μεταξύ τους, επιστημονικές θεωρήσεις περί της καταγωγής και προέλευσης του ελληνικού πολιτισμού, αυτό που χρειάζεται ένα αφήγημα εθνογένεσης είναι να εμπνέει έναν λαό. Η ελληνική περίπτωση, ιδιάζουσα λόγω του χρονικού βάθους και των ποικίλων διαδρομών της ιστορίας μας, μπορεί και οφείλει να συνδεθεί με την διαδρομή όσων έζησαν και μοιράστηκαν κοινή μοίρα στην περιοχή του Αιγαίου και της Ανατολικής Μεσογείου ώστε η ελληνική εθνογένεση να αποκοπεί από εμμονικούς μαξιμαλισμούς απόλυτης καθαρότητας, αυτοχθονίας και χρονολογικής υπερβολής και να λάβει τις διαστάσεις τις οποίες όντως έχει. Εάν απαλλαγούμε από αυτήν την ημιμάθεια, η ίδια η ιστορία θα μας οδηγήσει στην δημιουργία ενός αφηγήματος αιγαιακής και μεσογειακής υπερηφάνειας η οποία είναι αναγκαία όχι μόνο για την κατανόηση της ιστορίας αλλά και για την ορθή αντιμετώπιση σύγχρονων διλημμάτων και γεωστρατηγικών προκλήσεων.
Dr. Phil. Κωνσταντίνος Σαμπάνης, γλωσσολόγος, απόφοιτος του Salzburg Universität, μεταδιδακτορικός ερευνητής του Πανεπιστημίου Αιγαίου, Τμήμα Μεσογειακών Σπουδών.
[1] Το γνωστό απόσπασμα στον Ηρόδοτο (1.56): «ἱστορέων δὲ εὕρισκε Λακεδαιμονίους καὶ Ἀθηναίους προέχοντας τοὺς μὲν τοῦ Δωρικοῦ γένεος τοὺς δὲ τοῦ Ἰωνικοῦ. ταῦτα γὰρ ἦν τὰ προκεκριμένα, ἐόντα τὸ ἀρχαῖον τὸ μὲν Πελασγικὸν τὸ δὲ Ἑλληνικὸν ἔθνος. καὶ τὸ μὲν οὐδαμῇ κω ἐξεχώρησε, τὸ δὲ πολυπλάνητον κάρτα»