*Στο πλαίσιο του δημοσίου διαλόγου για το ζήτημα ονομασία του κράτους των Σκοπίων, το Ινστιτούτο Συντηρητικής Πολιτικής δημοσιεύει κείμενα σχετικά με το ζήτημα. Κείμενα με διαφορετικά επιχειρήματα, τα οποία φωτίζουν διαφορετικές πτυχές του ζητήματος και τα οποία μπορεί να διαφοροποιούνται ως προς το ποια θα πρέπει να είναι η ενδεδειγμένη στάση της ελλαδικής κυβέρνησης. Σκοπός είναι η όσο το δυνατόν πληρέστερη παρουσίαση του εν λόγω θέματος και η συνεισφορά του ΙΝΣΠΟΛ, στα μέτρα των δυνατοτήτων του, στον δημόσιο διάλογο.
Με αφορμή την επικαιρότητα, όπου κυριαρχεί εδώ και εβδομάδες το ζήτημα της ονομασίας της ΠΓΔΜ και μετά το απρόσμενα μεγαλειώδες συλλαλητήριο στη Θεσσαλονίκη, η ανάγκη για μία περισσότερο βαθειά γνώση σχετικά με την ιστορία και με τις πτυχές εκείνες που αφορούν το συγκεκριμένο ζήτημα είναι επιτακτική. Οι τελευταίες εβδομάδες απέδειξαν έμπρακτα ότι το θέμα αυτό συνεχίζει να ευαισθητοποιεί τους Έλληνες, παρ’ότι έχουν περάσει περισσότερες από δύο δεκαετίες από τότε που ανέκυψε. Πολλοί συμπατριώτες μας (και πολιτικοί ανάμεσά τους) φαίνεται να θεωρούν αδιανόητη την όποια σύνδεση της σλαβικής καταγωγής με την Μακεδονία, η οποία όμως ιστορικά σε κάποιο βαθμό ισχύει. Από την άλλη μεριά υπάρχουν εκείνοι που χρησιμοποιούν ιστορικά στοιχεία εργαλειακά, προκειμένου να δικαιολογήσουν ενδοτικές θέσεις. Για να τεθεί το θέμα με ορθό τρόπο, καταρχάς, θα πρέπει να προσδιορισθεί το από που προκύπτει ο μακεδονισμός των Σλάβων ιστορικά.
Οι Σλάβοι, ως γνωστόν, κάνουν την εμφάνισή τους στην ιστορία τον 6ο μ.Χ. αιώνα εισβάλοντας στο Βυζάντιο, ενώ στη συνέχεια ακολουθείται από το Βυζάντιο πολιτική πολιτιστικής τους αφομοίωσης, με πρωτεργάτες τους Αγίους Κύριλλο και Μεθόδιο, οι οποίοι τους εκχριστιάνισαν και τους παραχώρησαν το γλαγολιτικό αλφάβητο. Κατά τη Βυζαντινή περίοδο ένα σημαντικό μέρος των Σλάβων κατοίκησε στη Μακεδονία και παρέμεινε εκεί μέχρι και τον 20ο αιώνα. Στη διάρκεια της οθωμανικής περιόδου οι Σλάβοι της Μακεδονίας υπάγονταν στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, στο Rum Millet των Χριστιανών Ορθοδόξων όπως και οι Έλληνες, κατά την εποχή που τα εθνικιστικά κινήματα δεν είχαν αναδυθεί και η ταυτότητα προσδιοριζόταν ως επί τo πλείστον με βάση τη θρησκεία. Εκείνη την περίοδο Έλληνες και Σλάβοι της Μακεδονίας δεν έχουν κάτι να χωρίσουν και ανήκουν στο ίδιο Γένος (των Ορθοδόξων υπηκόων της Οθωμανικής αυτοκρατορίας), το οποίο επαναστατεί το Φεβρουάριο του 1821 στις παραδουνάβιες ηγεμονίες. Η Πηνελόπη Δέλτα στα «Μυστικά του βάλτου» αναφέρει ότι «δύσκολα χώριζες Έλληνα από Βούλγαρο» που ήταν οι δύο κυρίαρχες φυλές και ότι «ήταν ένα κράμα των βαλκανικών εθνοτήτων τότε οι Μακεδονία» που «ζούσαν φύρδην μίγδην κάτω από το βαρύ ζυγό των Τούρκων», «ταυτότητα δεν είχαν παρά μόνο Μακεδονική» συνεχίζει.
Βέβαια, είναι κάπως άτοπο να μιλήσει κανείς για μακεδονική εθνότητα επικαλούμενος τα παραπάνω, καθώς οι Σλάβοι κάτοικοι της Μακεδονίας δεν είχαν εθνική συνείδηση τον 18ο και 19ο αιώνα, και η μόνη ταυτότητα που μπορεί κάποιος να τους προσδώσει είναι αυτή που αφορά όλους τους Χριστιανούς της αυτοκρατορίας, δηλαδή το γένος που αναφέρεται στο Οικουμενικό Πατριαρχείο. Αυτό που όμως κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί, είναι πως οι Σλάβοι της Μακεδονίας, οι οποίοι ανέπτυξαν και δική τους ιδιαίτερη διάλεκτο, είχαν την περιοχή της Μακεδονίας ως τόπο καταγωγής και πατρίδα τους. Η περιπλοκότητα του Μακεδονικού ζητήματος ξεκινά στα τέλη του 19ου αιώνα, όταν οι Βούλγαροι στα πλαίσια του Πανσλαβισμού αποκόπτονται εκκλησιαστικά από το Φανάρι με την δημιουργία του αυτόνομου βουλγάρικου πατριαρχείου, της «Εξαρχίας».
Οικουμενικό Πατριαρχείο και Εξαρχία ανταγωνίζονταν για το ποιος θα προσεταιριστεί τους πληθυσμούς της Μακεδονίας. Τα επόμενα χρόνια, μέχρι και τους Βαλκανικούς πολέμους, ο μακεδονισμός των Σλάβων εξελίσσεται σε όχημα απόσχισης τους -αφενός- από τη σφαίρα επιρροής που αναφερόταν στο Πατριαρχείο Κωνσταντινούπολης, και υπαγωγής τους -αφετέρου- στα σχέδια των Βουλγάρων για έξοδο στη Μακεδονία του Αιγαίου μετά τη Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου, παρά το γεγονός ότι υπήρξαν και Σλαβομακεδόδες που δεν αποκόπηκαν από το Φανάρι. Έτσι, η εξέγερση του Ίλιντεν που ακολουθεί το 1903, οργανωμένη από την Εσωτερική Μακεδονο-Ανδιανουπολίτικη Επαναστατική οργάνωση, έχει ως στόχο τη δημιουργία ανεξάρτητου Μακεδονικού κράτους που θα λειτουργεί ως δορυφόρος της Βουλγαρίας.
Γίνεται αντιληπτό, πως η ανάδυση του βουλγαρικού εθνικισμού αποτέλεσε το έναυσμα για την σταδιακή ανάπτυξη του μακεδονικού εθνικισμού των σλαβόφωνων πληθυσμών της Μακεδονίας. Ωστόσο, στον μεσοπόλεμο υπήρχαν σλαβομακεδόνες στην περιοχή της Μακεδονίας που εξακολουθούσαν να παραμένουν πιστοί στο Φανάρι. Στο μυθιστόρημα «Ζωή εν τάφω» ο Στρατής Μυριβήλης το 1923 γράφει : «Και κυττάνε με αρκετά συμπαθητική περιέργεια εμάς τους περαστικούς Ρωμιούς επειδή είμαστε οι γνήσιοι πνευματικοί υπήκοοι του Πατρίκ, δηλαδή του «Ορθόδοξου Πατριάρχη της Πόλης»[…] Ως τόσο δε θέλουν νάναι μήτε «Μπουλγκάρ»,μήτε «Σρρπ» μήτε «Γκρρτς». Μοναχά «Μακεντόν ορτοντόξ». Ακολουθεί το 1934 η συνεδρίαση της «Γραμματείας βαλκανικών κρατών» της κομμουνιστικής διεθνούς, όπου για λόγους αναχαίτισης των βουλγαρικών βλέψεων επί της Μακεδονίας -εν όψει της διαφαινόμενης συμμαχίας τους με τη ναζιστική Γερμανία- , υιοθετήθηκε η υπόθεση ύπαρξης ενός «μακεδονικού» έθνους, που θα αγωνιζόταν για την ανεξαρτησία του στα πλαίσια μίας «Μακεδονικής Δημοκρατίας των Εργαζόμενων Μαζών». Στη διάρκεια της κατοχής πολλοί Σλαβομακεδόνες της Ελλάδας συνεργάστηκαν με τη φασιστική Βουλγαρία και την οργάνωση «Οχράνα», ενώ στη συνέχεια ίδρυσαν το ΣΝΟΦ, το κομμουνιστικό κίνημα που απέβλεπε στην ίδρυση ανεξάρτητης «Λαϊκής Δημοκρατίας της Μακεδονίας». Μεταπολεμικά, ως τμήμα της ενιαίας «Ομοσπονδιακής Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας», το σημερινό κράτος των Σκοπίων ονομάστηκε «Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Μακεδονίας». Με αυτόν τον τρόπο ολοκληρώνεται και παγιώνεται η ανάπτυξη της μακεδονικής εθνικής συνείδησης, για να φτάσουμε στην σημερινή έξαρση των αγαλμάτων του Μεγάλου Αλεξάνδρου στην κεντρική πλατεία των Σκοπίων και του αλυτρωτικού συντάγματος.
Με βάση τα παραπάνω, είναι αναγκαίο για την κατανόηση του φαινομένου του μακεδονισμού των Σλάβων να βγάλουμε δύο συμπεράσματα : α) Ότι η σλάβικη καταγωγή, ιστορικά, δεν είναι ασυμβίβαστη με τη μακεδονική ταυτότητα, όπως πιστεύει η πλειοψηφία των συμπατριωτών μας, που επικαλείται απλώς την αρχαία Μακεδονία, τον Αλέξανδρο και τον Αριστοτέλη και β) ότι όμως η χρήση της ταυτότητας αυτής προς δημιουργία μακεδονικού έθνους και ομώνυμης κρατικής οντότητας -διαφοροποιούμενης από την ελληνική-ρωμαίικη ταυτότητα, που ιστορικά και πολιτισμικά συμπεριλαμβάνει την μακεδονική- είναι ουσιαστικά προϊόν «σχισματικής» ενέργειας που επιβουλεύεται τον ελληνισμό εδαφικά και πολιτισμικά. Οι ρίζες αυτής της ενέργειας ανάγονται στον βουλγαρικό εθνικισμό, με τον οποίον «φλερτάρει» σήμερα το κράτος και η εκκλησία των Σλαβομακεδόνων.
Αναφορικά με το όνομα της γείτονος χώρας, η όποια σύνθετη ονομασία εμπεριέχει τον όρο Μακεδονία, με γεωγραφικό ή χρονικό προσδιορισμό, εγείρει τις επεκτατικές διαθέσεις των Σκοπίων και δεν λύνει το πρόβλημα. To «nova» (νέα) ως προσδιορισμός, όσες φορές έχει χρησιμοποιηθεί στην ιστορία παραπέμπει ταυτοτικά ή νοσταλγικά σε κάτι παλαιότερο. Είναι κάτι νέο που πατάει όμως στο παλιό, εθνικά και πολιτισμικά (στην περίπτωση των Σκοπίων μπορεί κάλλιστα να πατάει στη νοσταλγία για τη Μακεδονία του Αιγαίου). Το «άνω» από την άλλη, αποτελεί από μόνο του αιτία για επανασύνδεση με το «κάτω», προς την πραγμάτωση του «όλου». Πολύ περισσότερο μάλιστα, όταν η κάτω χώρα (Ελλάδα) δεν συμπεριλαμβάνει στο όνομά της το όνομα της άνω χώρας (Μακεδονία), αφού η Μακεδονία είναι απλά μία περιφέρεια στο «όλον» της Ελλάδας. Συνεπώς -δεδομένου του ότι είναι δύσκολο η χώρα μας να επιβάλλει αλλαγές στο σύνταγμα και κυρίως στις συνειδήσεις των γειτόνων-, η μόνη σύνθετη ονομασία που θα κατοχύρωνε τα συμφέροντα της ελληνικής πλευράς και συνιστούσε ουσιαστική λύση του θέματος συμβάλλοντας στην ειρήνη και στην σταθερότητα , είναι αυτή που θα έχει εθνοτικό προσδιορισμό, πχ. «Σλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας». Με αυτόν τον τρόπο υπάρχει σαφής διαχωρισμός Ελλήνων και Σλάβων που έχουν μακεδονική καταγωγή. Με τα υπόλοιπα σύνθετα ονόματα που κυκλοφορούν ως πιθανές λύσεις, ο μακεδονισμός ουσιαστικά εκχωρείται σχεδόν αποκλειστικά στους Σλάβους.
Κλείνοντας, είναι ανάγκη να απαντηθεί και η άποψη ότι η Ελλάδα θα πρέπει να υποκύψει στις πιέσεις και να κλείσει αυτό το μέτωπο, προκειμένου να προσεταιριστεί η ίδια το κράτος αυτό, ως δορυφόρο της στα βαλκάνια. Αυτή η άποψη αγνοεί ή υποβιβάζει το γεγονός ότι η ΠΓΔΜ φαίνεται να παίζει ήδη αυτόν τον ρόλο προς όφελος της Βουλγαρίας. Το να κάνει η χώρα μας τέτοια παραχώρηση, δεδομένης αυτής της πραγματικότητας, προκειμένου να διεκδικήσει κάτι που πραγματολογικά δεν υφίσταται ως προοπτική, συνιστά αυτοακρωτηριασμό. Η ελληνική πλευρά οφείλει να αναπροσαρμόσει την «εθνική γραμμή», στοχαζόμενη με ρεαλισμό την πραγματικότητα και τα συμφέροντα της περισσότερο προσεκτικά. Δεν έχει λόγο να βιάζεται για λύση. Δεν ισχύει το ίδιο για την ΠΓΔΜ, που επιθυμεί διακαώς να γίνει μέλος του ΝΑΤΟ. Επομένως, τα αναγκαία βήματα προς μία βιώσιμη λύση, που θα εξασφαλίζει την εξομάλυνση των σχέσεων και τη σταθερότητα στην περιοχή, πρέπει να γίνουν από εκείνους.
Μιχάλης Ρέττος
Τελειόφοιτος Φιλολογίας ΕΚΠΑ