Χρονολόγιο των σημείων τομής στις σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας / Σωτήρης Μητραλέξης

Χρονολόγιο των σημείων τομής στις σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας εξ ιδρύσεως ελληνικού κράτους

Σωτήρης Μητραλέξης

*

Μελέτη ΙΝΣΠΟΛ 30/B/19

*

2.8.1829: το ΙΑ΄ Ψήφισμα της Δ΄ Εθνοσυνέλευσης του Άργους αποφασίζει ότι το Κράτος θα αναλάβει την εκκλησιαστική περιουσία και από τα έσοδά της θα διατίθενται ποσά «εις βελτίωσιν του Ιερατείου» και για την εκπαίδευση των νέων.

 

17.4.18332.5.1833: Η Εκκλησιαστική Επιτροπή, που συγκρότησε ο Αντιβασιλέας Georg Maurer, εισηγείται ένα σχέδιο απόσπασης της Εκκλησίας στην Ελλάδα από το Οικουμενικό Πατριαρχείο και ίδρυσης αυτοκέφαλης Εκκλησίας του ελληνικού βασιλείου

 

15.7.1833: Αρχίζει τις εργασίες στο Ναύπλιο Σύνοδος 22 Επισκόπων, που συγκάλεσε με πρωτοβουλία της η Αντιβασιλεία, με συμμετοχή από εν ενεργεία Ιεράρχες που βρίσκονταν μέσα στο ελληνικό βασίλειο, καθώς περισσότερους Ιεράρχες διωγμένους από την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Ο Σπυρίδων Τρικούπης παρουσιάζει τις προτάσεις της Αντιβασιλείας για δημιουργία αυτοκέφαλης Εκκλησίας, οι οποίες υπογράφονται από τους επισκόπους χωρίς γνώση και συναίνεση του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως. Τις επόμενες μέρες και άλλοι Επίσκοποι συνυπέγραψαν (οι περισσότεροι από τους οποίους ήταν «εμπερίστατοι», διωγμένοι από τα οθωμανικά εδάφη).

 

23.7.1833: Η Αντιβασιλεία εκδίδει, χωρίς απόφαση του Οικουμενικό Πατριαρχείου, βασιλικό διάταγμα που ανακηρύσσει την «ανεξαρτησία» της ορθόδοξης Εκκλησίας στην Ελλάδα, η οποία έχει πλέον δογματική και όχι διοικητική ενότητα με το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Καθορίζει ως διοικητικό αρχηγό της τον καθολικό Βασιλέα Όθωνα, ενώ η Εκκλησία διοικείται πνευματικά από συλλογικό όργανο Επισκόπων («Ιερά Σύνοδο του Βασιλείου του Ελλάδος») και στις συνεδριάσεις του υποχρεωτικά παρευρίσκεται ο Βασιλικός Επίτροπος καθώς «κάθε πράξις γενομένη εν απουσία του είναι άκυρος». Καμία απόφαση της Ιεράς Συνόδου δεν εκτελείται χωρίς την έγκριση της Κυβερνήσεως. Η παρουσία της Κυβέρνηση στις συνεδριάσεις της Ιεράς Συνόδου μέσω του Βασιλικού Επιτρόπου καταργήθηκε το 1977 με τον νέο Καταστατικό Χάρτη της Εκκλησίας (νόμος 590/1977). Η Εκκλησία βρίσκεται πλέον σε απόλυτη εξάρτηση από το Κράτος.

 

25.9.1833: Με διάταγμα της Αντιβασιλείας διαλύονται οι Ιερές Μονές που έχουν κάτω και δημεύεται η περιουσία τους χωρίς αποζημίωση. Ο αριθμός τους υπολογίζεται από 426 έως 440 Μονές. Ο Αντιβασιλέας Maurer υπολόγιζε ότι το 1833 η έκταση της μοναστηριακής περιουσίας ανερχόταν στο 1/3 των «γαιών» της τότε ελληνικής επικράτειας. Προκαλούνται λαϊκές αντιδράσεις, ιδίως στην Πελοπόννησο, καθώς μοναχοί εκδιώκονται από τα μοναστήριά τους ή παραμένουν σε αυτά ως ενοικιαστές της Κυβέρνησης, ιερά σκεύη εκποιούνται από το Κράτος και τα μοναστηριακά κτήματα περιέρχονται στις Νομαρχίες.

 

1.12.1834: Η Αντιβασιλεία ιδρύει κρατικό φορέα («Εκκλησιαστικόν Ταμείον») για τη διαχείριση της περιουσίας των διαλελυμένων Μονών

 

29.6.1850: Το Οικουμενικό Πατριαρχείο παραχωρεί καθεστώς αυτοκεφαλίας και ιδρύει την αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ελλάδος με εδαφική δικαιοδοσία τα όρια του τότε Ελλ. Βασιλείου (παλαιά Ελλάδα). Προβλέπει ότι η Εκκλησία αυτή θα πρέπει να διοικείται «ελευθέρως και ακωλύτως από πάσης κοσμικής επεμβάσεως».

 

10.7.1852: Παρά την έκδοση του Πατριαρχικού Τόμου του 1850 η Κυβέρνηση εκδίδει νόμους με αντίθετες ρυθμίσεις για τη διοίκηση της αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Ελλάδος

 

22.11.1875: Μετά την αποκάλυψη του σκανδάλου των «Σιμωνιακών» από την Κυβέρνηση Χαρ. Τρικούπη, η Βουλή παραπέμπει σε δίκη 2 μέλη της προηγούμενης Κυβέρνησης Δημ. Βούλγαρη (Υπουργούς Εκκλησιαστικών και Δικαιοσύνης, Ιωάννη Βαλασόπουλο και Βασίλειο Νικολόπουλο) και τους 3 Μητροπολίτες Κεφαλληνίας (Σπυρίδωνα Κομποθέκρα), Πατρών και Ηλείας (Αβέρκιο Λαμπίρη) και Μεσσηνίας (Στέφανο Αργυριάδη) με την κατηγορία ότι οι Υπουργοί δωροδοκήθηκαν από 4 υποψηφίους μητροπολίτες, ώστε να εκλεγούν στις 3 κενές Μητροπόλεις (Μεσσηνίας, Κεφαλληνίας, Πατρών). Καταδικάζονται σε ποινές φυλάκισης και προστίμου για τα αδικήματα της δωροδοκίας, εκβίασης και σιμωνίας (χειροτονίας με οικονομικό αντάλλαγμα). Οι τρεις Μητροπολίτες αργότερα παραιτήθηκαν (18.11.1877).

 

ΟκτώβριοςΝοέμβριος 1901 (Ευαγγελικά): Η Εφημερίδα «Ακρόπολις» δημοσιεύει σε συνέχειες την Καινή Διαθήκη μεταφρασμένη στη δημοτική από τον Αλέξανδρο Πάλλη. Φοιτητές παρακινούμενοι από καθηγητές του Πανεπιστημίου Αθηνών, που υποστηρίζουν την καθαρεύουσα, ετοιμάζουν κινητοποιήσεις, καθώς θεωρούν βέβηλη την πρωτοβουλία της εφημερίδας. Γίνονται μεγάλες διαδηλώσεις στην Αθήνα (3-4.11.1901) που λαμβάνουν και πολιτικές διαστάσεις με την συμμετοχή του κόμματος Θεοδ. Δηλιγιάννη και κατά τη διαδήλωση στους Στύλους Ολυμπίου Διός (7.11.1901) η Χωροφυλακή πυροβολεί το πλήθος, που προσπάθησε να κινηθεί προς την έδρα της Αρχιεπισκοπής Αθηνών με νεκρούς και πολλούς τραυματίες. Η εφημερίδα ζήτησε δημοσίως συγγνώμη, ενώ ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Προκόπιος, όπως και η Κυβέρνηση Γ. Θεοτόκη αναγκάσθηκαν να παραιτηθούν. Η αναθεωρητική Βουλή προσέθεσε διάταξη στο Σύνταγμα του 1911 κατά την οποία απαγορεύεται η μετάφραση της Αγίας Γραφής χωρίς την άδεια της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως και αργότερα στο Σύνταγμα του 1927 ότι απαιτείται και η άδεια της αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Ελλάδος.

 

19.11.1909: Το κράτος ιδρύει δημόσιο φορέα το «Γενικό Εκκλησιαστικό Ταμείον», και ορίζει ως προσόδους του τα εισοδήματα των διατηρουμένων Μονών, που δεν διαλύθηκαν το 1833-1834, ενώ αποφασίζει και συγχωνεύσεις Μονών που είχαν τότε (1909) λιγότερους των έξι μοναχών. Δεν καταργείται ωστόσο το Εκκλησιαστικό Ταμείο του Όθωνα που κατέχει από το 1834 την περιουσία των διαλελυμένων 426 Μονών (μετονομάζεται σε «Παλαιό Εκκλησιαστικό Ταμείο»).

 

1916: Κατά τη διάρκεια του Εθνικού Διχασμού οι Μητροπολίτες χωρίζονται σε βενιζελικούς και βασιλόφρονες. Το Κίνημα Εθνικής Άμυνας (Προσωρινή Κυβέρνηση Θεσσαλονίκης) κατά τη διάρκεια του 1916 φυλακίζει, περιορίζει ή και εξορίζει αντιφρονούντες Επισκόπους σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας, που έχει υπό τον έλεγχό του.

 

11.12.1916: η «Εντολοδόχος Επιτροπή του Πανελληνίου Συνδέσμου Συντεχνιών» απευθύνει δια του τύπου πρόσκληση συμμετοχής του λαού και του κλήρου σε «Ανάθεμα» κατά του Ελευθέριου Βενιζέλου στο Πεδίο του Άρεως. Η Ιερά Σύνοδος αποφασίζει ότι είναι αναρμόδια να εκδώσει απόφαση αφορισμού του Ελ. Βενιζέλου, αλλά επιτρέπει την παρουσία μελών της Ιεράς Συνόδου και του κλήρου της Αθήνας στην συμβολική τελετή λιθοβολισμού–αναθέματος κατά του Βενιζέλου (Πολύγωνο 12.12.1916).

 

28.4.1917-10.5.1917: Ο πρόεδρος της Προσωρινής Κυβέρνησης Ελ. Βενιζέλος συγκαλεί στην Θεσσαλονίκη συνέλευση Επισκόπων («Συνέλευση Ιεραρχών της Νέας Ελλάδος») με συμμετοχή ιεραρχών κυρίως από τις Νέες Χώρες (Μακεδονία, Ήπειρο κλπ) και την Κρήτη και λιγότερους από την υπόλοιπη Ελλάδα. Η φιλοβασιλική Ιερά Σύνοδος της Αθήνας δεν αναγνώρισε ως σύμφωνη με τους ιερούς κανόνες της Εκκλησίας την «Συνέλευση Ιεραρχών της Νέας Ελλάδος» και ξεκίνησε διαδικασίες πειθαρχικών διώξεων σε βάρος φιλοβενιζελικών κληρικών.

 

1917: Η νέα Κυβέρνηση Βενιζέλου αρνείται να ορκισθεί από τον φιλοβασιλικό Αρχιεπίσκοπο Αθηνών Θεόκλητο και ορκίζεται από τον Αρχιμανδρίτη (μετέπειτα Αρχιεπίσκοπο Αθηνών Χρυσόστομο Παπαδόπουλο). Ο Ελ. Βενιζέλος τροποποιεί τον καταστατικό νόμο της Εκκλησίας, εκδιώκει από τα καθήκοντά τους τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών Θεόκλητο και τους 4 Αρχιερείς, μέλη της Ιεράς Συνόδου, που ενέκριναν το Ανάθεμα, οι οποίοι εκτοπίζονται σε μοναστήρια όπου μένουν φρουρούμενοι. Η Κυβέρνηση διόρισε νέα Ιερά Σύνοδο («αριστίνδην» Σύνοδο) μήνυσε όσους Αρχιερείς συμμετείχαν σε Αναθέματα στην Αθήνα και στις επαρχίες τους και συγκρότησε εκκλησιαστικό δικαστήριο με φιλοβενιζελικούς Επισκόπους, το οποίο τιμώρησε τους αντιφρονούντες Αρχιερείς.

 

29.12.1919: Η Κυβέρνηση κηρύσσει ως απαλλοτριωτέα όλα τα τότε αγροτικά μοναστηριακά ακίνητα προκαλώντας αντιδράσεις της Εκκλησίας προς τον σκοπό αποκατάστασης των γεωργών, με πρόβλεψη αποζημίωσης σε προπολεμικές τιμές, η οποία σε πολλές περιπτώσεις δεν καταβλήθηκε.

 

28.2.1920: Η ψήφιση νέου Αγροτικού Νόμου (2052/1920), που επαναλαμβάνει τις απαλλοτριώσεις μοναστηριακών κτημάτων του 1917 και τις επεκτείνει σε όλη την χώρα

 

1922: Η Επαναστατική Κυβέρνηση αποφασίζει μαζικἐς απαλλοτριώσεις μοναστηριακών ακινήτων για την αποκατάσταση των προσφύγων. Απαλλοτριώνονται μεγάλα κτήματα, που δεν καταλήγουν ολόκληρα στους πρόσφυγες.

 

16.11.1920: Η νέα φιλομοναρχική Κυβέρνηση καθαιρεί την φιλοβενιζελική Ιερά Σύνοδο και τον Αρχιεπίσκοπο Μελέτιο (Μεταξάκη) και διορίζει νέα «αριστίνδην» Σύνοδο και επαναφέρει τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών Θεόκλητο. Διενεργούνται αντίστοιχες πειθαρχικές διαδικασίες σε βάρος των έκπτωτων φιλοβενιζελικών Επισκόπων, όπως έπραξαν και πριν το 1920 οι βενιζελικοί σε βάρος των φιλομοναρχικών Επισκόπων.

 

1926: Η Βουλή αναστέλλει το Σύνταγμα του 1911 και παραχωρείόλες τις εξουσίες στον δικτάτορα Θ. Πάγκαλο, ο οποίος προβαίνει σε απαλλοτριώσεις περιουσιών Μονών χωρίς καταβολή αποζημίωση

 

12.7.1928: Η Κυβέρνηση έχοντας πληροφόρηση ότι επίκειται η παραχώρηση από το Οικουμενικό Πατριαρχείο στην Εκκλησία της Ελλάδος «επιτροπικώς» της διοίκησης των Νέων Χωρών (Ήπειρος, Μακεδονία Θράκη) σπεύδει και εκδίδει νόμο για την υπαγωγή τους στην Εκκλησία της Ελλάδος και θέτει όρους χωρίς συνεννόηση με το Οικουμενικό Πατριαρχείο

 

4.9.1928: Το Οικουμενικό Πατριαρχείο εκδίδει Πράξη παραχωρεί «επιτροπικώς» στην Εκκλησία της Ελλάδος τη διοίκηση των Νέων Χωρών θέτοντας στην Εκκλησία της Ελλάδος 10 όρους

 

10.5.1930: Με εισήγηση του Υπουργού Παιδείας Γεωργίου Παπανδρέου καταργείται το Γενικό Εκκλ. Ταμείο και ιδρύεται ο κρατικός «Οργανισμός Διαχειρίσεως Εκκλησιαστικής και Μοναστηριακής Περιουσίας» (ΟΔΕΠ). Το Δ.Σ. του Ο.Δ.Ε.Π. αποτελείται από 3 εκπροσώπους της Εκκλησίας και 4 εκπροσώπους της Πολιτείας. Με σειρά διαταγμάτων η περιουσία των Μονών διαιρείται σε «ρευστοποιητέα», η οποία περιέρχεται στη διαχείριση του κρατικού ΟΔΕΠ και «διατηρούμενη», που κρίνεται ότι πρέπει στη διαχείριση των Μονών για τις ανάγκες τους. Η ρευστοποιητέα περιουσία καταγράφεται από τον ΟΔΕΠ με τη βοήθεια των τοπικών υποκαταστημάτων της Εθνικής Τραπέζης, γίνονται εκποιήσεις της και τα χρηματικά ποσά επενδύονται σε καταθέσεις και μετοχές της Εθνικής Τραπέζης της Ελλάδος. Έτσι προκύπτει το χαρτοφυλάκιο μετοχών του Ο.Δ.Ε.Π. στην Εθνική Τράπεζα. Επίσης, γίνονται πάλι νέες συγχωνεύσεις Μονών (που είχαν λιγότερους των 6 μοναχών).

 

5.11.1938: Εκλέγεται Αρχιεπίσκοπος ο Δαμασκηνός (Παπανδρέου), αλλά η εκλογή του ακυρώνεται μετά από αίτηση ακυρώσεως 3 Μητροπολιτών από το Συμβούλιο Επικρατείας, το οποίο πιέζει η Δικτατορία Μεταξά. Κατά την νέα ψηφοφορία εκλέγεται Αρχιεπίσκοπος Αθηνών ο Χρύσανθος (Φιλιππίδης).

 

30.4.1941: Ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χρύσανθος αρνείται να ορκίσει την Κυβέρνηση Τσολάκογλου απομακρύνεται από το αξίωμά του και στις 2.7.1941 εκλέγεται Αρχιεπίσκοπος ο Δαμασκηνός

 

5.9.1945: Ο Κλήρος βρίσκεται σε άθλια οικονομική κατάσταση και ζει από προσφορές πιστών. Ο αναγκαστικός νόμος 536/1945 απαγόρευσε την πληρωμή των κληρικών σε είδος από τους ενορίτες και προβλέπει για πρώτη φορά ότι το Δημόσιο ενισχύει την μισθοδοσία του Κλήρου. Η Εκκλησία συνεισφέρει στην μισθοδοσία μέσω της ενοριακής εισφοράς των χριστιανικών οικογενειών (αργότερα καταργήθηκε) και της εισφοράς ποσοστού 25% και αργότερα 35% από τα έσοδα των Ναών

 

18.9.1952: Το Σύνταγμα του 1952 προέβλεψε κατ’ εξαίρεση για το διάστημα 1952-1955 τη δυνατότητα απαλλοτριώσεων με μειωμένη αποζημίωση (στο 1/3 της αξίας τους), ώστε να αποκατασταθούν οι ακτήμονες γεωργοκτηνοτρόφοι της Κατοχής και του Εμφυλίου. Στις 15.8.1952 η Κυβέρνηση Νικολάου Πλαστήρα με διάταγμα ορίζει ότι η Εκκλησία της Ελλάδος υποχρεούται να παραχωρήσει στο Δημόσιο όλη την αγροτολιβαδική περιουσία της εντός 2 μηνών με σύμβαση και με μειωμένη αποζημίωση στο 1/3 της αξίας της –αλλιώς το Κράτος θα προχωρήσει σε απαλλοτριώσεις. Συνάπτονται στις 18.9.1952 2 συμβάσεις μεταξύ Εκκλησίας, ΟΔΕΠ και Πολιτείας και παραχωρούνται στο Δημόσιο 770.000 στρέμματα αγροτολιβαδικής γης των Μονών, ενώ το Δημόσιο υποχρεούται να δώσει στην Εκκλησία μειωμένο αντάλλαγμα (με παραχώρηση δημόσιων ακινήτων και καταβολή χρήματος) ίσο με το 1/3 της αξίας των μοναστηριακών ακινήτων. Οι συμβάσεις αποδεικνύονται προβληματικές στη φάση εκτέλεσής τους, καθώς από τα 164 αστικά ακίνητα του Δημοσίου, που έπρεπε να λάβει η Εκκλησία από το Δημόσιο, η Εκκλησία ουδέποτε παρέλαβε τα 41 από αυτά, καθ’ όσον είτε ανήκαν εξαρχής σε τρίτους είτε ήταν καταπατημένα ή μη οικοδομήσιμα.

 

11.9.1962: Η Κυβέρνηση Γεωργίου Παπανδρέου αποφασίζει την σύσταση μιας μεικτής (κληρικολαϊκής) Επιτροπής για να καταρτίσει νέο καταστατικό νόμο της Εκκλησίας της Ελλάδος. Το σχέδιο που παρέδωσε στην Κυβέρνηση (1964) δεν ψηφίσθηκε όμως στοιχεία του χρησιμοποιήθηκαν για τον Καταστατικό Χάρτη της Εκκλησίας του 1969.

 

27.4.1967: Η Δικτατορία των Συνταγματαρχών εκδίδει σειρά νομοθετημάτων και διοικητικών πράξεων και πετυχαίνει την πραξικοπηματική αλλαγή στην ηγεσία της Εκκλησίας της Ελλάδος. Αναστέλλει επ’ αόριστον (κατ’ ουσίαν απαγορεύει) την επικείμενη συνεδρίαση (11.5.1967) της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας, καταργεί την υφιστάμενη σύνθεση της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου, και με νόμο (10.5.1967) θεσπίζει διαδικασία διορισμού 8μελούς Ιεράς Συνόδου της επιλογής της Κυβέρνησης (γνωστή ως «αριστίνδην» Σύνοδος), που διορίζεται από την Κυβέρνηση την επόμενη ημέρα. Επίσης αφαιρεί από την Ιερά Σύνοδο της Ιεραρχίας της Εκκλησίας το δικαίωμα να εκλέγει τους Μητροπολίτες της και επιβάλλει ηλικιακό όριο αποχώρησης (80 ετών) για τους Μητροπολίτες πετυχαίνοντας έτσι την αποχώρηση του Αρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου Β΄ (Χατζησταύρου). Στις 13.5.1967 η διορισθείσα από την Κυβέρνηση «αριστίνδην» Σύνοδος προτείνει στην Κυβέρνηση 3 πρόσωπα για την κενή θέση του Αρχιεπισκόπου Αθηνών και επιλέγεται με βασιλικό διάταγμα ο Αρχιμανδρίτης Ιερώνυμος (Κοτσώνης). Κατά το διάστημα 1967–1971 η «αριστίνδην» Σύνοδος εκλέγει και χειροτονεί 29 νέους Μητροπολίτες και 6 Επισκόπους. Κατά την περίοδο εκείνη 2 Μητροπολίτες εκδιώχθηκαν με αποφάσεις «Συνοδικού Δικαστηρίου» της Εκκλησίας, 5 Μητροπολίτες εξαναγκάσθηκαν σε παραίτηση και 9 Αρχιερείς (ο Αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος Β΄ καί 8 Μητροπολίτες) αποχώρησαν υποχρεωτικά λόγω του θεσπισμένου ορίου ηλικίας.

 

24.7.1968: Το κράτος αναλαμβάνει να συμπληρώνει τον μισθό του κληρικού τόσο ώστε να ισούται με τον μισθό του δημοσίου υπαλλήλου

 

Νοέμβριος 1973Ιούλιος 1974: Μετά την εξέγερση του Πολυτεχνείου και την ανατροπή του συνταγματάρχη Γεώργιου Παπαδόπουλου από τον ταξίαρχο Δημήτριο Ιωαννίδη (25.11.1973), παραιτείται και ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Ιερώνυμος Α΄ (Κοτσώνης). Με Συντακτική Πράξη (3/1974) προβλέφθηκε η εκλογή νέου Αρχιεπισκόπου Αθηνών και αποκλείονται από τις εκλογές οι Μητροπολίτες, που συνέπραξαν ως μέλη της «αριστίνδην» Ιεράς Συνόδου για την εκλογή του Αρχιεπισκόπου Ιερωνύμου Α΄ (1967), καθώς και όσοι Μητροπολίτες εξελέγησαν από την «αριστίνδην» Σύνοδο (1967-1972). Η Ιερά Σύνοδος της Ιεραρχίας καταλήγει σε 3 υποψηφίους (τριπρόσωπο δελτίο υποψηφίων) και επιλέγεται από το Υπουργικό Συμβούλιο ο Μητροπολίτης Ιωαννίνων Σεραφείμ (Τίκας). Μετά από αλληλοδιάδοχες αποφάσεις, η Ιερά Σύνοδος της Ιεραρχίας έκρινε τους 10 από τους 29 εκλεγέντες Μητροπολίτες της περιόδου 1967-1972 ως αντικανονικούς και τους κήρυξε μαζί με άλλους 2 Μητροπολίτες της «πρεσβυτέρας» Ιεραρχίας ως έκπτωτους και έκρινε τους υπόλοιπους κατ’ οικονομίαν (επιείκεια), ρητώς ή σιωπηρώς, ως κανονικούς.

 

1987: Ο νόμος 1700/1987 που εισηγήθηκε ο Υπουργός Παιδείας Αντώνης Τρίτσης προβλέπει ότι όσα ακίνητα νέμεται η Εκκλησία χωρίς τίτλο, θεωρούνται με αμάχητο τεκμήριο ως ακίνητα του Δημοσίου και περιέρχονται στον κρατικό ΟΔΕΠ. Ορίζεται νέα διοίκηση του ΟΔΕΠ, ενώ η Ιερά Σύνοδος επιβάλλει στα μέλη της νέας διοίκησης «επιτίμιο ακοινωνησίας» (μικρό αφορισμό, προσωρινή αποκοπή από τα μυστήρια της Εκκλησίας).

 

11.5.1988: Γίνονται διαδηλώσεις της Εκκλησίας με συμμετοχή κληρικών και λαού στην Αθήνα κατά του «νόμου Τρίτση». Τελικά ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Σεραφείμ με τον Πρωθυπουργό Ανδρέα Παπανδρέου συμφωνούν ότι για όσα αγροτικά και δασικά και αγροτολιβαδικά ακίνητα νέμονται και κατέχουν οι Μονές μετά το 1952 χωρίς να διαθέτουν τίτλο ιδιοκτησίας θα παραχωρηθούν στην Πολιτεία με σύμβαση, ενώ οι Μονές θα παρακρατήσουν ορισμένα ακίνητα ως ζώνη περιβαλλοντικής προστασίας γύρω από τις Μονές. Μετά την αλλαγή πολιτικής της Κυβέρνησης ο Αντ. Τρίτσης παραιτείται (Φεβρουάριο 1988) αλλά η παραίτηση δεν γίνεται δεκτή. 149 Μονές αποδέχονται τον διακανονισμό και στις 11.5.1988 υπογράφεται η σύμβαση Εκκλησίας και Πολιτείας για τις Μονές αυτές και η Πολιτεία αναλαμβάνει την υποχρέωση να καταβάλλει στις Μονές το 1% του προϋπολογισμού του Υπουργείου Παιδείας. Ωστόσο η παραχώρηση της μοναστηριακής περιουσίας απαιτεί σύμπραξη Κράτους–Εκκλησίας (επιτροπές καθορισμού περιουσίας, αποφάσεις Νομαρχών κλπ). Ο μοναδικός Μητροπολίτης που συμμορφώθηκε με την Σύμβαση του 1988 ήταν ο τότε Θηβών και Λεβαδείας Ιερώνυμος, σημερινός Αρχιεπίσκοπος. Η σύμβαση κυρώθηκε με νόμο, και προβλεπόταν ότι όσες Μονές δεν προσχώρησαν στην σύμβαση, διέπονται από τον «νόμο Τρίτση».

 

1990-1993: Οι 11 έκπτωτοι («Ιερωνυμικοί») Μητροπολίτες, που αποπέμφθηκαν με Συντακτικές Πράξεις το 1974 και χωρίς δικαίωμα δικαστικής προστασίας, προσφεύγουν στο Συμβούλιο της Επικρατείας (ΣτΕ) κατόπιν της τροπολογίας Ιωάννη Παλαιοκρασά, που τους έδωσε (μετά από 26 χρόνια) το σχετικό δικαίωμα. Οι αποφάσεις έκπτωσής τους ακυρώνονται από το ΣτΕ για τυπικό λόγο (δεν τους δόθηκε δικαίωμα απολογίας), οπότε η διαδικασία πρέπει να επαναληφθεί νομότυπα. Ο Αρχιεπίσκοπος Σεραφείμ αρνείται να εφαρμόσει τις αποφάσεις του ΣτΕ. Παράλληλα ακυρώνονται από το ΣτΕ και οι εκλογές νέων Μητροπολιτών στις έδρες των δικαιωθέντων έκπτωτων Μητροπολιτών. Προκαλείται έκρυθμη κατάσταση στο εσωτερικό της Εκκλησίας, καθώς οι δικαιωθέντες Μητροπολίτες επιδιώκουν να επανέλθουν στις Μητροπόλεις τους. Η Πολιτεία αναγκάζεται να δημιουργήσει νέες «προσωποπαγείς» Μητροπόλεις (1991) για να τακτοποιήσει την εκκρεμότητα. Μετά από βίαια επεισόδια από υποστηρικτές του έκπτωτου Μητροπολίτη Αττικής Νικοδήμου Γκατζιρούλη (5.8.1993, Ιερός Ναός Μεταμορφώσεως Σωτήρος, Κεφαλάρι), ο Αρχιεπίσκοπος Σεραφείμ συγκαλεί τη Διαρκή Ιερά Σύνοδο (10.8.1993), η οποία τιμωρεί με επιτίμιο ακοινωνησίας τους έκπτωτους Μητροπολίτες (Αττικής) Νικόδημο, (Λαρίσης) Θεολόγο και (Θεσσαλιώτιδος) Κωνσταντίνο λόγω της υποκίνησης επεισοδίων και της πρόκλησης «εν τοις πράγμασιν σχίσματος» μέσα στην Εκκλησία. Το 1996 το ΣτΕ απέρριψε τις αιτήσεις ακυρώσεώς τους θεωρώντας ότι η ποινή που τους επιβλήθηκε ήταν «πνευματική» και δεν υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο από πολιτειακό δικαστήριο.

 

9.12.1994: Οκτώ Μονές, που δεν υπέγραψαν την Σύμβαση της 11.5.1988 προσέφυγαν στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων παραπονούμενες κατά του «νόμου Τρίτση» (ν. 1700/1987), ο οποίος συνέχιζε να ισχύει ως προς αυτές. Δικαιώνονται και το ΕΔΔΑ κάνει δεκτό ότι οι Μονές αν και είναι νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου δεν είναι κρατικοί φορείς και ο νόμος Τρίτση είναι αντίθετος με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, καθώς απαγόρευε ειδικά στις Μονές να αποδεικνύουν τα ιδιοκτησιακά τους δικαιώματα επικαλούμενες χρησικτησία, τεκμαίροντας ότι τα ακίνητά τους ανήκουν στο Δημόσιο, ενώ το ελληνικό δίκαιο επέτρεπε γενικά την επίκληση χρησικτησίας σε κάθε άλλο ιδιοκτήτη.

 

17.7.2000: Μετά από γνωμοδότηση της Αρχής Προστασίας Δεδομένων (15.5.2000) οι Υπουργοί Οικονομικών και Δημόσιας Τάξης Γιώργος Δρυς και Μιχάλης Χρυσοχοΐδης εκδίδουν απόφαση, που εξαιρεί το θρήσκευμα από τα αναγραφόμενα στοιχεία των αστυνομικών ταυτοτήτων. Προκαλείται μέγιστη διαμάχη μεταξύ Εκκλησίας και Πολιτείας, η Εκκλησία προβαίνει σε συγκέντρωση υπογραφών κατά της νέας ρύθμισης, ενώ στις 21.6.2000 μεγάλη συγκέντρωση, με παρουσία και μελών της Ιεράς Συνόδου, στην πλατεία Συντάγματος, όπου απευθύνει λόγο ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χριστόδουλος

 

28.1.2004: Λίγο πριν τις βουλευτικές εκλογές (7.3.2004) η Κυβέρνηση Κώστα Σημίτη καταργεί την υποχρεωτική εισφορά της Εκκλησίας προς το Κράτος για την μισθοδοσία του Κλήρου (35% από τα έσοδα των παγκαριών των Ναών).

 

11.2.2014: Η Κυβέρνηση Αντ. Σαμαρά με νόμο προβαίνει ρητά σε διοικητικό χωρισμό Κράτους και Εκκλησίας. Διαχωρίζει από το Δημόσιο Τομέα και τη Γενική Κυβέρνηση του Κράτους την Εκκλησία, η οποία πλέον υπόκειται μόνο στον Καταστατικό της Χάρτη και στους Κανονισμούς που ψηφίζει η Ιερά Σύνοδος. Η Εκκλησία υποχρεούται να εφαρμόζει την κρατική νομοθεσία, μόνο όταν διαχειρίζεται κρατικό χρήμα (π.χ. επιχορηγήσεις) ή κοινοτικούς πόρους (π.χ. ΕΣΠΑ).

 

7.10.2014: Η Κυβέρνηση Αντ. Σαμαρά με νόμο αναγνωρίζει ότι τα διατάγματα που εξέδωσε το κράτος τη δεκαετία του 1930 για την υπαγωγή της μοναστηριακής περιουσίας στον κρατικό ΟΔΕΠ και η σύμβαση Κράτους και Εκκλησίας της 18.9.1952 αποτελούν τίτλους ιδιοκτησίας για τα μοναστηριακά ακίνητα.

 

5.10.2016: Από τον Ιανουάριο 2016 ο Υπουργός Παιδείας Νίκος Φίλης είχε ανακοινώσει ότι θα τεθούν σε ισχύ νέα Προγράμματα για το μάθημα των Θρησκευτικών, που εισάγουν ένα μη ομολογιακό μάθημα. Στις 13.9.2016 δημοσιεύονται οι νέες υπουργικές αποφάσεις για το μάθημα. Ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Ιερώνυμος στέλνει στις 28.9.2016 υπόμνημα κατά των νέων Προγραμμάτων, με παραλήπτη τον Υπουργό Ν. Φίλη και τα κόμματα, ζητώντας διάλογο για το μάθημα. Στις 5.10.2016 γίνεται συνάντηση Πρωθυπουργού και Αρχιεπισκόπου και συμφωνείται η έναρξη επιστημονικού διαλόγου των 2 πλευρών. Στον επόμενο ανασχηματισμό ο Νίκης Φίλης αποπέμπεται από την Κυβέρνηση.

 

Ιούλιος 2017: Ο Υπουργός Παιδείας Ν. Γαβρόγλου εκδίδει νέες υπουργικές αποφάσεις για τα Προγράμματα Σπουδών του μαθήματος των Θρησκευτικών μετά από διάλογο αντιπροσωπείας της Εκκλησίας και του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής, ο οποίος συνεχίζεται και το 2018.

 

6 Νοεμβρίου 2018: Κοινό ανακοινωθέν Πολιτείας–Εκκλησίας της Ελλάδος και κοινές δηλώσεις του Πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα με τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και πάσης Ελλάδος, κ. Ιερώνυμο. Σύμφωνα με την ανακοινωθείσα πρόθεση συμφωνίας:

 

  1. Το Ελληνικό Δημόσιο αναγνωρίζει ότι μέχρι το 1939 οπότε εκδόθηκε ο αναγκαστικός νόμος 1731/1939 απέκτησε εκκλησιαστική περιουσία έναντι ανταλλάγματος που υπολείπεται της αξίας της.
  2. Το Ελληνικό Δημόσιο αναγνωρίζει ότι ανέλαβε τη μισθοδοσία του κλήρου, ως με ευρεία έννοια, αντάλλαγμα για την εκκλησιαστική περιουσία που απέκτησε.
  3. Το Ελληνικό Δημόσιο και η Εκκλησία αναγνωρίζουν ότι οι κληρικοί δεν θα νοούνται στο εξής ως δημόσιοι υπάλληλοι και ως εκ τούτου διαγράφονται από την Ενιαία Αρχή Πληρωμών.
  4. Το Ελληνικό Δημόσιο δεσμεύεται ότι θα καταβάλλει ετησίως στην Εκκλησία με μορφή επιδότησης ποσό αντίστοιχο με το σημερινό κόστος μισθοδοσίας των εν ενεργεία ιερέων, το οποίο θα αναπροσαρμόζεται ανάλογα με τις μισθολογικές μεταβολές του Ελληνικού Δημοσίου.
  5. Η Εκκλησία αναγνωρίζει ότι μετά τη Συμφωνία αυτή παραιτείται έναντι κάθε άλλης αξίωσης για την εν λόγω εκκλησιαστική περιουσία.
  6. Η ετήσια επιδότηση θα καταβάλλεται σε ειδικό ταμείο της Εκκλησίας και προορίζεται αποκλειστικά για τη μισθοδοσία των κληρικών,με αποκλειστική ευθύνη της Εκκλησίας της Ελλάδος και σχετική εποπτεία των αρμόδιων ελεγκτικών κρατικών αρχών.
  7. Με τη Συμφωνία διασφαλίζεται ο σημερινός αριθμός των οργανικών θέσεων κληρικών της Εκκλησίας της Ελλάδος, καθώς και ο σημερινός αριθμός των λαϊκών υπαλλήλων της Εκκλησίας της Ελλάδος.
  8. Πιθανή επιλογή της Εκκλησίας της Ελλάδος για αύξηση του αριθμού των κληρικών δεν δημιουργεί απαίτηση αύξησης του ποσού της ετήσιας επιδότησης.
  9. Το Ελληνικό Δημόσιο και η Εκκλησία της Ελλάδος αποφασίζουν τη δημιουργία Ταμείου Αξιοποίησης Εκκλησιαστικής Περιουσίας.
  10. Το Ταμείο αυτό θα διοικείται από πενταμελές διοικητικό συμβούλιο. Δύο μέλη του Ταμείου θα διορίζονται από την Εκκλησία της Ελλάδος, δύο μέλη θα διορίζονται από την Ελληνική Κυβέρνηση, ενώ ένα μέλος θα διορίζεται από κοινού.
  11. Το Ταμείο Αξιοποίησης Εκκλησιαστικής Περιουσίας θα αναλάβει τη διαχείριση και αξιοποίηση των από το 1952 και μέχρι σήμερα ήδη αμφισβητούμενων μεταξύ Ελληνικού Δημοσίου και Εκκλησίας της Ελλάδος περιουσιών, αλλά και κάθε περιουσιακού στοιχείου της Εκκλησίας που εθελοντικά η ίδια θα θελήσει να παραχωρήσει στο εν λόγω Ταμείο προς αξιοποίηση.
  12. Τα έσοδα και οι υποχρεώσεις του ΤΑΕΠ επιμερίζονται κατά ίσο μέρος στο Ελληνικό Δημόσιο και την Εκκλησία της Ελλάδος.
  13. Τα ανάλογα ισχύουν και για τις περιουσίες των επιμέρους Μητροπόλεων, ήτοι των αμφισβητούμενων περιουσιών, αλλά και όσων οι Μητροπόλεις εθελοντικά παραχωρήσουν στο ΤΑΕΠ.
  14. Η ήδη συσταθείσα με τον Ν.4182/2013 Εταιρεία Αξιοποίησης Ακίνητης Εκκλησιαστικής Περιουσίας μεταξύ Ελληνικού Δημοσίου και Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αθηνών εντάσσεται επίσης στο ΤΑΕΠ και διοικείται με το σημερινό κατά νόμο καθεστώς.
  15. Οι παραπάνω δεσμεύσεις των δύο μερών θα ισχύουν υπό την προϋπόθεση τήρησης της Συμφωνίας στο σύνολό της.
Advertisement

About inspol

Γεννήτρια πολιτικής σκέψης, αιτία πολιτικής πράξης. conservatives.gr
This entry was posted in έρευνες_δημοσιεύσεις. Bookmark the permalink.