Περίληψη της ομιλίας του Επίκουρου Καθηγητή Νεώτερης και Σύγχρονης Ελληνικής Ιστορίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών Σπυρίδωνα Γ. Πλουμίδη στην εκδήλωση του ΙΝΣΠΟΛ στις 24 Νοεμβρίου 2018.
Ο Εθνικός ∆ιχασµός (1915-17) υπήρξε µια πολύπλευρη, πολυεπίπεδη και πολυδιάσταση διαµάχη, η οποία έθεσε επί τάπητος κορυφαία πολιτειακά και συνταγµατικά ζητήµατα της ελληνικής πολιτείας. Ο πυρήνας αυτής της διαµάχης υπήρξε το ερώτηµα «πόλεµος ή ουδετερότητα», ένα ερώτηµα το οποίο ταλάνισε επίσης µια σειρά από άλλες χώρες των Βαλκανίων και της Νοτίου Ευρώπης εκείνα τα χρόνια (Βουλγαρία, Ρουµανία και Ιταλία). Το κρίσιµο αυτό ερώτηµα αναφορικά µε τον χειρισµό της εξωτερικής και της στρατιωτικής πολιτικής ξέφευγε εκ των πραγµάτων από τα στενά πλαίσια του interventismo και του neutralismo και άγγιζε το θεµελιώδες ζήτηµα τού που εδράζεται η «κυριαρχία» της Πολιτείας: «επί της Λαϊκής Κυριαρχίας ή εις την βασιλικήν εξουσίαν», και ποιος είναι «ο κυρίαρχος ιδρυτής του Συντάγµατος, ο λαός ή το Στέµµα», όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά στην αιτιολογική έκθεση για την ανασύσταση της Βουλής της Κ´ Περιόδου (εν Αθήναις 28 Ιουνίου 1917). Ως εκ τούτου, στα χρόνια του Α´ Παγκοσµίου Πολέµου και σε µια σειρά από χώρες συγκρούστηκαν περί της µορφής του Κράτους και των κυριαρχικών λειτουργιών του η µοναρχική και η εθνική αρχή. Η µεν πρώτη αρχή πρεσβεύει πως το Κράτος ταυτίζεται µε το πρόσωπο του µονάρχη (κι εποµένως ο πόλεµος είναι προσωπική υπόθεσή του), η δε δεύτερη ότι η κυριαρχία ενυπάρχει εις το «έθνος», τουτέστιν –κατά τα διδάγµατα του Αββά Σεγιές‒ στην Τρίτη Τάξη (le tiers état), δηλαδή στον λαό.
Στην Ελλάδα, και οι δύο πολιτικές παρατάξεις (οι βενιζελικοί και οι αντιβενιζελικοί) αναφέρονταν εξίσου στην έννοια «Έθνος» (ως φορέα της κρατικής κυριαρχίας) και κόπτονταν οµοίως για τη «σωτηρία του Έθνους», αλλά προσέδιδαν στην εν λόγω έννοια εντελώς διαφορετικό περιεχόµενο. Για παράδειγµα, ο εκλογικός συνδυασµός του ∆. Γούναρη ήταν ο «Εθνικός Συνδυασµός». Οι βενιζελικοί όµως µε τη λέξη «Έθνος» εννοούσαν τον λαό, ενώ οι αντίπαλοί του τον βασιλιά (βλέπε: µονάρχη). Πάνω σε αυτήν την πολιτειακή αντίληψη δοµήθηκε η αντιβενιζελική παράταξη, που είχε ως επίκεντρό της τον ∆. Γούναρη. Οι γουναρικοί «εθεώρουν ως πατρίδα τον Βασιλέα και ως Εθνικήν πολιτικήν τας προσωπικάς γνώµας αυτού». Στις (µονοµερείς) εκλογές της 6ης ∆εκεµβρίου 1915 «το σήµα των Γουναρικών υποψηφίων» ήτο «ο Αετός συµβολίζον τον Στρατηλάτην Βασιλέα». Ο Γουναρικός «εθνικός» (εκλογικός) συνδυασµός ήταν «ο Βασιλικός συνδυασµός», επίκεντρο της εκλογικής εκστρατείας ήταν «ο Άναξ», και ο ελληνικός λαός καλείτο τότε «να ψηφίση την πολιτικήν του Άνακτος» (δηλ. της «ουδετερότητος») και «πολίτας πονετούς και αγαπώντας τον θρόνον του Βασιλέως Κωνσταντίνου». Το Κόµµα των Εθνικοφρόνων ήταν εποµένως το Κόµµα των Βασιλοφρόνων, δηλ. µοναρχικό κόµµα. Οµοίως, το 1920 το raison d’être του γουναρικού κόµµατος ήταν η «βασιλοφροσύνη» (εφ. Καθηµερινή αρ. 385, 23 Οκτωβρίου 1920, σ. 1).