Μόνιμη επωδός του μεταπολιτευτικού πλαισίου άσκησης εξωτερικής πολιτικής η επίκληση τους διεθνούς δικαίου. Έννοια την οποία μονότονα επαναλαμβάνουν διπλωμάτες, κυβερνητικοί αξιωματούχοι, μέλη του κοινοβουλίου. Παβλοφικά, ενστικτωδώς χωρίς, πολλές φορές, να αντιλαμβάνονται τις συνέπειες των λόγων τους.
Το πρόβλημα έγκειται στον τρόπο με τον οποίο η Αθήνα αντιλαμβάνεται την εν λόγω έννοια. Το διεθνές δίκαιο προσεγγίζεται ως εργαλείο ανατροπής των συσχετισμών ισχύος στη διεθνή πολιτική. Ένα εξιδανικευμένο πλαίσιο από το οποίο αποβάλλεται κάθε έννοια στρατιωτικής ισχύος. Ένας διαγωνισμός όπου το καλύτερο νομικό επιχείρημα κερδίζει…
Στην πραγματικότητα το διεθνές δίκαιο αποτυπώνει νομικά, νομιμοποιεί τον στρατιωτικό, οικονομικό, και πολιτικό καταμερισμό ισχύος μακριά από διακηρύξεις καθολικής ισότητας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο Ο.Η.Ε. η διαρρύθμιση του Συμβουλίου Ασφαλείας του οποίου απηχεί τον συσχετισμό ισχύος (στρατιωτικής, οικονομικής) του τέλους του Β΄ΠΠ όπως επίσης και τα αιτήματα μεταρρύθμισής του από δυνητικά μόνιμα μέλη (Ινδία, Βραζιλία) εδράζονται, κατά κύριο λόγο, σε πληθυσμιακά, γεωγραφικά και οικονομικά κριτήρια. Η ισχύς, και μάλιστα στην αρχέγονή καταγωγική της προέλευση (στρατιωτική, πληθυσμιακή, γεωγραφική, οικονομική) δεν μπορεί να αγνοηθεί από το διεθνές δίκαιο αλλά επικυρώνεται από αυτό. Ακόμα, όμως, και στον βαθμό που η Αθήνα αναγνωρίζει τις δυνατότητες του τελευταίου, δεν υιοθετεί μια ενεργητική ερμηνεία του αλλά περιορίζεται σε μονότονες επικλήσεις –άνευ άλλων ενεργειών – των προνοιών του. Η Αθήνα διακηρύττει urbi et orbi την προσήλωσή της στη διεθνή νομιμότητα. Και όμως είναι έτοιμη να εισέλθει σε διάλογο με χώρα που την απειλεί με πόλεμο για άσκηση νόμιμου δικαιώματός της παραβιάζοντας υποχρεωτικό έναντι όλων κανόνα του διεθνούς δικαίου (jus cogens) όπως η απειλή χρήση βίας (άρθρο 2.4 του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών). Πως, επίσης, αξιοποίησε η Αθήνα τις ευνοϊκές για αυτήν πρόνοιες του διεθνούς δικαίου για το δίκαιο της θάλασσας μένοντας άπραγη στο κλείσιμο των κόλπων, την υιοθέτηση ευθειών γραμμών βάσης, τη συνορεύουσα ζώνη και τέλος, την επέκταση των χωρικών υδάτων; Τι χρήση έκανε η Ελλάς των διεθνοδικαιϊκών διατάξεων για την προστασία του Βορειοηπειρωτικού Ελληνισμού και παλαιότερα των Ελλήνων της Ίμβρου και Τενέδου; Το επιχείρημα δε – χρήση του οποίου γίνεται κατά κόρον σχετικά με τις γερμανικές πολεμικές επανορθώσεις – ότι η Ελλάς επιφυλάσσεται να κάνει χρήση εκείνου ή του άλλου δικαιώματος διατηρώντας στο ακέραιο το τελευταίο – αγνοεί την πραγματικότητα. Η χρόνια μη εφαρμογή κανόνων του διεθνούς δικαίου – επέκταση χωρικών υδάτων επί παραδείγματι- παγιώνει μια δική της πραγματικότητα. Η πραγματικότητα αυτή διαθέτει «δικαιοπαραγωγική ικανότητα» όχι υπό την έννοια ότι αποδίδεται άμεση κανονιστική δύναμη στην πραγματικότητα αυτή – την μη άσκηση κανόνων διεθνούς δικαίου εκ μέρους των Αθηνών και άρα οριστική στέρηση για την Αθήνα των ευμενών προνοιών του διεθνούς δικαίου – αλλά ότι η διαχρονική πρακτική της Αθήνας να απέχει από την εφαρμογή των κανόνων αυτών παγιώνει ένα πλαίσιο όπου αν και όταν επέλθει μεταβολή στην πολιτική της Ελλάδος τούτο να προσεγγίζεται με όρους ξαφνικής αλλαγής και διασάλευσης της επικρατούσας κατάστασης και άρα να αντιμετωπίζεται ως κίνηση αστάθειας και απρόβλεπτων εξελίξεων. Αν στα παραπάνω προστεθούν οι απειλές της Άγκυρας και η αγορά πλωτών γεωτρύπανων και ερευνητικών πλοίων από την τελευταία τότε η διαχρονική απραξία δεν διαγράφει μεν τις πρόνοιες του διεθνούς δικαίου, αλλά ουσιωδώς μεταβάλλει το πλαίσιο εφαρμογής τους…
Δημοσιεύθηκε με ελάχιστες λεκτικές διαφοροποιήσεις στην εφημερίδα Δημοκρατία στις 17 Ιουνίου 2020.