
Οι στρατιωτικές προκλήσεις από την Άγκυρα είναι συνεχείς. Οι δε βασικές παραδοχές βάσει των οποίων δομήθηκε η άσκηση της εξωτερικής πολιτικής της χώρας (ισχύς διεθνούς δικαίου/διεθνών οργανισμών, ευρωπαϊκός προσανατολισμός της Τουρκίας, αμυντική κάλυψη από συμμάχους και ΕΕ) τις τελευταίες δεκαετίες έχουν πλήρως διαψευστεί. Παραδοχές, οι οποίες έγιναν ασμένως αποδεκτές από την κοινωνία καθώς η συγκεκριμένη προσέγγιση νομιμοποιούσε ιδεολογικά την ανέξοδη επιλογή της μη επιδίωξης αυτοδύναμης ισχύος και το κόστος που αυτή συνεπαγόταν με αντάλλαγμα τον τρυφηλό βίο μιας παρασιτικής ευμάρειας.
Η συνειδητοποίηση της στρατιωτικής ισχύος ως του μόνου πραγματικού εγγυητή της ασφάλειας της χώρας μόνο αναιμικά φαίνεται να γίνεται αποδεκτή χωρίς να υποστασιοποιείται σε συγκεκριμένες πράξεις πέραν των ανέξοδων συναισθηματικών αναρτήσεων στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης χάριν εκτόνωσης και μόνο. Η ελλαδική κοινωνία φαίνεται ότι αναζητά το λαχείο. Στρατηγική συμμαχία με μια Μεγάλη Δύναμη, κοιτάσματα τρισεκατομμυρίων και ούτω καθεξής. Οτιδήποτε θα απαλλάξει του συβαρίτες Ελλαδίτες από το να καταβάλουν το κόστος ανεξάρτητου εθνικού βίου γίνεται δεκτό…
Στο παραπάνω πλαίσιο καθίσταται υπαρξιακή ανάγκη η πλήρης κινητοποίηση της κοινωνίας. Η καθιέρωση, μόνιμης εισφοράς άμυνας, πέραν της υπάρχουσας φορολογίας και του τακτικού αμυντικού προϋπολογισμού, προορισμένη αποκλειστικά για αγορά οπλικών συστημάτων και ανάπτυξη εγχώριας έρευνας προσφέρει διέξοδο στην σημερινή οικονομική καχεξία. Το υπάρχον Ταμείο Εθνικής Άμυνας (ΦΕΚ 130Α’, 1904) δεν αρκεί καθώς περιορίζεται στην αξιοποίηση της ακίνητης περιουσίας των Ενόπλων Δυνάμεων.
Παράλληλα, το προηγούμενο του κυπριακού Νόμου περί Εκτάκτου Εισφοράς για την Άμυνα της Δημοκρατίας, όπου τα έσοδα χρησιμοποιήθηκαν για κάλυψη άσχετων δημοσιονομικών αναγκών πρέπει να αποφευχθεί. Επίσης, τυχόν μισθολογικές απαιτήσεις των στελεχών των Ε.Δ. θα καλύπτονται από τον τακτικό προϋπολογισμό.
Η εισφορά δύναται να προέλθει ως πολύ μικρό ποσοστό (ενδεικτικά 0,50%) επί των τόκων καταθέσεων, επί των κερδών ιδιωτικών επιχειρήσεων και δημοσίων οργανισμών, επί των ενοικίων και αγοραπωλησιών ακινήτων, επί κάθε εμπορικής συναλλαγής, επί των μισθών ιδιωτικών και δημοσίων υπαλλήλων, επί των μερισμάτων και εταιρικών κερδών και τέλος, επί των συντάξεων. Λίγα από πολλούς. Το αποτέλεσμα θα είναι αρκετές εκατοντάδες εκατομμύρια κάθε έτος. Ταυτόχρονα πρόνοιες για δωρεές και έκδοση κουπονιών για την Ομογένεια. Κινητοποίηση πανεθνική μη περιοριζόμενη σε λίγους δωρητές. Η επιβίωση της πατρίδας αφορά όλους, ίσως περισσότερο τους πολλούς από τους λίγους ισχυρούς χορηγούς.
Δεν γίνεται λόγος για κάποιο περίπλοκο νομικό σχήμα με διοικητική γραφειοκρατία μέσω του οποίου η εγγενής τάση των Ελλήνων πολιτικών για προσωπικό προσπορισμό και τακτοποίηση ημέτερων θα απαξιώσει, αλλά στην ουσία για έναν λογαριασμό εις τον οποίο θα κατευθύνονται τα προαναφερόμενα έσοδα και τη διαχείριση του οποίου θα αναλάβει ανώτατος δικαστικός και ανώτατοι υπάλληλοι του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους. Μη συμμόρφωση στις παραπάνω κρατήσεις θα συνεπάγεται επιβολή πολλαπλάσιου προστίμου της αξίας της εισφοράς.
Παρέλκει να τονιστεί η σημασία της διαφάνειας ενός τέτοιου εγχειρήματος. Το πολιτικό προσωπικό της χώρας θα πρέπει να προβεί σε δύο υπερβάσεις. Αφ’ ενός να εμπνεύσει επιπρόσθετες θυσίες στον ελληνικό λαό προβαίνοντας πρώτα το ίδιο σε αυτές, αφ’ ετέρου να αντισταθεί στη διεφθαρμένη φύση του να απαξιώνει την οποιαδήποτε εθνική προσπάθεια.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Δημοκρατία στις 13 Αυγούστου 2020.