Άρθρο του προέδρου του ΙΝΣΠΟΛ Άγγελου Χρυσόγελου που δημοσιεύτηκε στα Νέα στις 8 Ιανουαρίου 2021.
Οι ευρωατλαντικές σχέσεις ζουν την πρώτη κρίση της εποχής Μπάιντεν προτού καν ο επόμενος Αμερικάνος πρόεδρος ορκιστεί. Ο λόγος είναι η επενδυτική συνθήκη που η Ευρωπαϊκή Ένωση έσπευσε να υπογράψει με την Κίνα λίγες ημέρες πριν εκπνεύσει το 2020 και μερικές μόλις εβδομάδες από όταν οι Βρυξέλλες καλούσαν τον νικητή των Αμερικανικών εκλογών σε μια νέα συνεργασία μετά την ταραχώδη περίοδο Τραμπ. Οι αντιδράσεις στις ΗΠΑ υπήρξαν εντονότατες.
Από την Ουάσιγκτον επισημαίνεται η σπουδή της ΕΕ να ολοκληρώσει τις διαπραγματεύσεις πριν αναλάβει ο Τζο Μπάιντεν, εκθέτοντας έτσι τον νέο πρόεδρο που είχε κάνει την βελτίωση των σχέσεων με τους συμμάχους των ΗΠΑ μια από τις «σημαίες» της προεκλογικής του εκστρατείας ενάντια στον Τραμπ. Εμμέσως η ΕΕ κατηγορείται ότι δικαιώνει τον απερχόμενο πρόεδρο που πάντα έβλεπε την Ευρώπη ως αναξιόπιστο σύμμαχο. Η συνθήκη ΕΕ-Κίνας, αφήνεται να εννοηθεί με απειλητικό τόνο, δημιουργεί μια καλή δικαιολογία για τον Μπάιντεν να καθυστερήσει την ακύρωση των εμπορικών μέτρων του Τραμπ κατά της ΕΕ. Τέλος, στελέχη της επόμενης αμερικανικής κυβέρνησης εγκαλούν την ΕΕ για το ότι δεν πίεσε το Πεκίνο σε ζητήματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων όπως το Χονγκ Κονγκ ή οι διώξεις των Ουιγούρων.
Η ΕΕ ανταπαντά ότι η συνθήκη περιλαμβάνει πολύ πιο ισχυρές ρήτρες για τα ανθρώπινα δικαιώματα από ανάλογες συμφωνίες που έχει υπογράψει η Κίνα. Υπενθυμίζει επίσης ότι με αυτήν την συμφωνία απλά αποκτά τους ίδιους όρους πρόσβασης στην κινεζική αγορά με αυτούς που συμφώνησαν οι ΗΠΑ με το Πεκίνο στην αρχή του 2020 στην ενδιάμεση συνθήκη που είχε υπογράψει ο Τραμπ. Τέλος, οι Βρυξέλλες στέλνουν το μήνυμα ότι ο στόχος της «στρατηγικής αυτονομίας» δεν ήταν κενού περιεχομένου ρητορική ή μια αντίδραση στην προεδρία Τραμπ, αλλά μια νέα σταθερή αρχή της ευρωπαϊκής εξωτερικής πολιτικής. Οι ΗΠΑ πρέπει να μάθουν, ανεξάρτητα από το ποιος είναι ο ένοικος του Λευκού Οίκου, να συνυπάρχουν με μια ΕΕ που θα υποστηρίζει τα συμφέροντά της στην διεθνή σκηνή, ιδιαίτερα σε οικονομικούς ζητήματα.
Κάπως έτσι, ο Μπάιντεν βρίσκεται με το «καλημέρα» αναγκασμένος να αποδείξει ότι το συναινετικό του στυλ είναι αποτελεσματικότερο από την επιθετικότητα του Τραμπ για να βρουν οι ΗΠΑ διεθνή στηρίγματα κατά της Κίνας. Αλλά και η Ευρώπη είναι αντιμέτωπη με τα δικά της ερωτήματα. Η συμφωνία με την Κίνα είναι ξεκάθαρα αποτέλεσμα γερμανικών πιέσεων και ιδιαίτερα της Άγκελα Μέρκελ, η οποία για άλλη μια φορά χρησιμοποίησε την ΕΕ για να προωθήσει γερμανικά οικονομικά συμφέροντα. Από κοντά και η Γαλλία, με τον Μακρόν να παρευρίσκεται μαζί με την Μέρκελ (που ασκούσε την προεδρία της ΕΕ) στην διαδικτυακή τελετή υπογραφής με τον Σι Τζινπίνγκ. Ήδη ακούγονται παράπονα σε Ιταλία, Ισπανία και Πολωνία ότι παραγκωνίστηκαν από Βερολίνο και Παρίσι, όπως και ότι η ΕΕ κινήθηκε βιαστικά χωρίς να λάβει υπόψη της τις αμερικανικές αντιρρήσεις. Αντί να σφυρηλατεί την ενότητα, η «στρατηγική αυτονομία» φαίνεται να λειτουργεί ως πηγή νέων διαιρέσεων μέσα στην ΕΕ.
Αυτό το επεισόδιο αποδεικνύει ότι οι ελπίδες ότι με την αποχώρηση Τραμπ θα επανερχόταν η κανονικότητα στις διατλαντικές σχέσεις ήταν εξαρχής αβάσιμες. Φαίνεται πια ξεκάθαρα ότι οι εντάσεις μεταξύ Ευρώπης-ΗΠΑ τα τελευταία χρόνια δεν οφείλονταν στον Τραμπ αλλά αντανακλούσαν βαθιές διαφορές στο πώς οι δυο πλευρές βλέπουν την Κίνα. Παρά το ανορθόδοξο στυλ του, ο απερχόμενος πρόεδρος τουλάχιστον είχε καταφέρει, μέσα από απειλές και πιέσεις, να δημιουργήσει ένα μέτωπο κατά της Κίνας υπό την ηγεσία των ΗΠΑ, ενώ ο απρόβλεπτος χαρακτήρας του λειτουργούσε συγκολλητικά για την ΕΕ. Υπάρχει το σοβαρό ενδεχόμενο η ήττα του Τραμπ τελικά να αποδειχθεί όχι η απαρχή ενός νέου ευρωατλαντικού ειδυλλίου, όπως πολλοί πίστευαν και διατείνονταν, αλλά επιταχυντής κεντρόφυγων τάσεων τόσο στις σχέσεις Ευρώπης-ΗΠΑ όσο και στο εσωτερικό της ΕΕ.