Πώς να είσαι ένας μη-φιλελεύθερος αντι-σοσιαλιστής συντηρητικός. Roger Scruton

κατάλογος

 

Μετάφραση: Δημήτρης Βερδελής

Επιμέλεια-διορθώσεις: Ομάδα συνεργατών του ΙΝΣΠΟΛ.

Ιδιαίτερες ευχαριστίες στον καλό φίλο Δημήτρη Βερδελή για την όμορφη αυτή πρωτοβουλία και στον Λ.Κ. για την υπομονή και τον χρόνο που αφιέρωσε στην επιμέλεια του κειμένου.

 

Οι μεταπολεμικοί διανοούμενοι έχουν κληρονομήσει δύο σημαντικά συστήματα πολιτικής σκέψης με τα οποία ικανοποιούν τη λαγνεία τους για το δόγμα: φιλελευθερισμός και σοσιαλισμός. Το γεγονός ότι, ακόμα και στην Ανατολική Ευρώπη, η «παγκόσμια σύγκρουση» που κράτησε για εβδομήντα χρόνια ειδώθηκε συχνά σε σχέση με την αντίθεση μεταξύ αυτών των συστημάτων μαρτυρεί την ανθεκτικότητα αυτής της νοοτροπίας διχοτόμησης.    Και επειδή πρόκειται για συστήματα, συχνά υποτίθεται ότι διαθέτουν οργανική ενότητα – ότι δεν μπορείτε να ασπαστείτε κάποιο μέρος ενός από αυτά χωρίς να το ασπαστείτε ολόκληρο. Αλλά ας πούμε εξαρχής ότι από την άποψη των σημερινών μας δεινών, τίποτα δεν είναι πιο προφανές για αυτά τα συστήματα από το γεγονός ότι είναι, ως προς τις προϋποθέσεις τους, ουσιαστικά τα ίδια.

Το κάθε σύστημα προτείνει μια περιγραφή της κατάστασής μας και μια ιδανική λύση για αυτήν, με όρους κοσμικούς, αφηρημένους, καθολικούς που διέπονται από την αρχή της πολιτικής ισότητας. Το κάθε ένα βλέπει τον κόσμο με «αποϊεροποιημένους» όρους, με όρους που, στην πραγματικότητα, δεν αντιστοιχούν σε μια διαρκή κοινή ανθρώπινη εμπειρία, αλλά μόνο στα ψυχρά, αποστεωμένα ερμηνευτικά παραδείγματα που στοιχειώνουν τους εγκεφάλους των διανοουμένων. Και τα δύο είναι αφηρημένα, ακόμη και όταν ισχυρίζονται ότι δίνουν μια θέαση της ανθρώπινης ιστορίας. Η ανθρώπινη ιστορία, όπως και η φιλοσοφία, αποσπάται από τη συγκεκριμένη συνθήκη του ανθρώπινου παράγοντα και, μάλιστα, στην περίπτωση του μαρξισμού,  φτάνει στο σημείο να αρνείται την αποτελεσματικότητα της ανθρώπινης  πράξης , προτιμώντας να βλέπει τον κόσμο ως συρροή απρόσωπων δυνάμεων. Οι ιδέες με τις οποίες οι άνθρωποι ζουν και βρίσκουν την τοπική τους ταυτότητα – ιδέες πίστης, χώρας ή έθνους, θρησκείας και χρέους – όλα αυτά είναι, για τον σοσιαλιστή, απλή ιδεολογία, και για τον φιλελεύθερο, θέματα «ιδιωτικής» επιλογής, σεβαστά από το κράτος μόνο επειδή δεν μπορούν να έχουν πραγματική σημασία στο κράτος.

Μόνο σε λίγα μέρη στην Ευρώπη και την Αμερική μπορεί κάποιος να αυτό-αποκαλείται συντηρητικός και να περιμένει να ληφθεί σοβαρά υπόψη. Επομένως, το πρώτο καθήκον του συντηρητισμού είναι να δημιουργήσει μια γλώσσα στην οποία ο όρος «συντηρητικός» δεν θα είναι πλέον υβριστικός. Αυτό το καθήκον είναι μέρος ενός άλλου, και μεγαλύτερου εγχειρήματος: του  εξαγνισμού της γλώσσας από την ύπουλη συνθηματοποίηση που την κατέλαβε . Δεν πρόκειται για απλό εγχείρημα  . Πράγματι, συνιστά, κατά μία έννοια, το σύνολο της πολιτικής.

Όπως οι κομμουνιστές συνειδητοποίησαν από την αρχή, ο έλεγχος της γλώσσας είναι ο έλεγχος της σκέψης – όχι της πραγματικής σκέψης, αλλά των δυνατοτήτων της σκέψης.

Οι γονείς μας σκέφτονταν με όρους θεμελιακών διχοτομιών, εν μέρει εξαιτίας των επιτυχημένων προσπαθειών των κομμουνιστών, οι οποίες ευνοήθηκαν από ένα παγκόσμιο πόλεμο τον οποίο οι κομμουνιστές επιτάχυναν.  Αριστερά-δεξιά, κομμουνιστής-φασίστας, σοσιαλιστής-καπιταλιστής και ούτω καθεξής. Αυτοί ήταν οι «όροι συζήτησης» που κληρονομήσαμε. Στο βαθμό που δεν είσαι «στην Αριστερά», υπονοούσαν, τότε σε αυτό το βαθμό είσαι «στην Δεξιά». Στον βαθμό που δεν είσαι κομμουνιστής, τότε τόσο πλησιέστερα βρίσκεσαι στο φασισμό. Εάν δεν είσαι σοσιαλιστής, τότε είσαι συνήγορος του «καπιταλισμού», ως οικονομικού και πολιτικού  συστήματος .

Αν υπάρχει μια βασική διχοτομία που μας φέρνει αντιμέτωπους  αυτή τη στιγμή, είναι μεταξύ ημών – των κληρονόμων  των σωζομένων τμημάτων του Δυτικού Πολιτισμού  και της δυτικής πολιτικής σκέψης – και των κομιστών των διχοτομιών. Δεν υπάρχει τέτοια αντίθεση όπως αυτή μεταξύ Αριστεράς και Δεξιάς, ή μεταξύ κομμουνισμού και φασισμού. Υπάρχει απλώς μια αιώνια συμμαχία μεταξύ εκείνων που σκέφτονται  με όρους διχοτομιών και ετικετών – αν και πρόκειται για μια «συμμαχία των φαύλων», οι οποίοι  είναι πάντα έτοιμοι να παραβιάσουν τους όρους που τους δεσμεύουν -. Είναι το νέο στυλ της πολιτικής, η επιστήμη που έχει αντικαταστήσει στην πραγματικότητα την «πολιτική» όπως ήταν πάντοτε γνωστή. Είναι ένας κόσμος «δυνάμεων» και «κινημάτων «. Ο κόσμος με τη μορφή που γίνεται αντιληπτός από αυτά τα παιδαριώδη μυαλά βρίσκεται σε συνεχή κατάσταση αναταραχής και σύγκρουσης, προχωρώντας τώρα προς την αριστερά, τώρα προς τα δεξιά, σύμφωνα με τις πρόχειρες προβλέψεις  του τάδε ή του δείνα θεωρητικού του κοινωνικού πεπρωμένου του ανθρώπου. Πάνω απ ‘όλα, το διχοτομικό μυαλό έχει ανάγκη από ένα σύστημα. Επιδιώκει μια  θεωρητική αποτύπωση της κοινωνικής και πολιτικής κατάστασης του ανθρώπου, από την οποία να προκύπτει ένα δόγμα που θα απαντά σε κάθε ουσιώδη περίσταση.

Κάθε ένα από αυτά τα δύο συστήματα  είναι επίσης παγκόσμιο. Ο διεθνής σοσιαλισμός είναι το δηλωμένο ιδανικό των περισσότερων σοσιαλιστών. Ένας διεθνής φιλελευθερισμός είναι η άδηλη τάση των φιλελεύθερων.  Κανένα από τα δύο συστήματα δεν μπορεί να διανοηθεί ότι οι άνθρωποι ζουν, όχι με καθολικές προσδοκίες αλλά με τοπικούς δεσμούς,  όχι από μια «αλληλεγγύη» που εκτείνεται σε ολόκληρο τον κόσμο από τη μια άκρη στην άλλη, αλλά από υποχρεώσεις που κατανοούνται με όρους που διακρίνουν τους ανθρώπους από τους περισσότερους από τους συνανθρώπους τους – με όρους όπως η εθνική ιστορία, η θρησκεία, η γλώσσα και τα έθιμα που παρέχουν νομιμοποιητική βάση. Τέλος – και η σημασία αυτού δεν πρέπει ποτέ να υποτιμηθεί – τόσο ο σοσιαλισμός όσο και ο φιλελευθερισμός είναι, σε τελευταία ανάλυση, εξισωτικοί. Και οι δύο υποθέτουν ότι όλοι οι άνθρωποι είναι ίσοι από κάθε άποψη που σχετίζεται με   το πολιτικό τους πλεονέκτημα. Για τον σοσιαλιστή, οι άνθρωποι είναι ίσοι στις ανάγκες τους και πρέπει να είναι ίσοι σε όλα όσα τους παρέχονται για την ικανοποίηση των αναγκών τους. Για τον φιλελεύθερο, είναι ίσοι στα δικαιώματά τους και πρέπει να είναι ίσοι σε όλα όσα επηρεάζουν την κοινωνική και πολιτική τους θέση.

Πρέπει να πω αμέσως ότι έχω περισσότερη συμπάθεια για τη φιλελεύθερη παρά για τη σοσιαλιστική θέση. Διότι βασίζεται σε μια φιλοσοφία που δεν σέβεται μόνο την πραγματικότητα του ανθρώπινου παράγοντα, αλλά προσπαθεί επίσης να συμβιβάσει την πολιτική μας ύπαρξη με τις στοιχειώδεις ελευθερίες που απειλούνται συνεχώς από αυτήν. Αλλά -όποια και αν είναι η αξία του ως φιλοσοφικό σύστημα- ο φιλελευθερισμός παραμένει, για μένα, απλά και  μόνο αυτό ένα σταθερό διορθωτικό της  συγκεκριμένης  πραγματικότητας, αλλά δεν συνιστά  μια πραγματικότητα από μόνη της. Πρόκειται για μια σκιά του φωτός της λογικής, της οποίας η ύπαρξη εξαρτάται από το τεράστιο  σώμα που εμποδίζει αυτό το φως, το σώμα της συγκεκριμένης πολιτικής ύπαρξης του ανθρώπου.

Αυτή η συγκεκριμένη πολιτική ύπαρξη αψηφά τα τέσσερα αξιώματα του φιλελευθερισμού και του σοσιαλισμού. Δεν είναι κοσμική, αλλά πνευματική, ούτε αφηρημένη, αλλά συγκεκριμένη, όχι παγκόσμια αλλά ιδιαίτερη, και όχι ισότιμη αλλά γεμάτη από ποικιλότητα, ανισότητα, προνόμια και εξουσία. Και έτσι πρέπει να είναι. Λέω ότι είναι πνευματική, γιατί πιστεύω ότι ο κόσμος όπως τον καταλαβαίνει ο άνθρωπος – ο κόσμος της ζωής (Lebenswelt) – του δίνεται με όρους που φέρουν το ανεξίτηλο αποτύπωμα υποχρεώσεων που ξεπερνούν την κατανόησή του. Γεννιέται σε έναν κόσμο που τον καλεί να κάνει θυσίες, και ο οποίος του υπόσχεται ασαφή ανταμοιβή. Αυτός ο κόσμος είναι συγκεκριμένος-δεν μπορεί να περιγραφεί στην αφηρημένη ανιστορική γλώσσα του σοσιαλιστή ή φιλελεύθερου θεωρητικού χωρίς να αφαιρεθεί το δέρμα της σημασίας που τον καθιστά αντιληπτό. Ο κόσμος του σοσιαλιστή και ο κόσμος του φιλελεύθερου είναι σαν τους νεκρούς σκελετούς, από τους οποίους έχει αφαιρεθεί το ζωντανό δέρμα. Αλλά αυτός ο πραγματικός, ζωντανός, κοινωνικός κόσμος είναι ένα ιδιαίτερο πράγμα, ένα ζωτικό πράγμα και πρέπει, εάν πρόκειται να ανθίσει, να κατανείμει τη ζωή του με διαφορετικό και άνισο τρόπο στα διάφορα μέρη του. Η αφηρημένη ισότητα του σοσιαλιστή και του φιλελεύθερου δεν έχει θέση σε αυτόν τον κόσμο και θα μπορούσε να γίνει πραγματικότητα μόνο με την διεκδικητική επιβολή ελέγχων τόσο τεράστιων που θα αυτοκαταστρέφονταν.

Προκειμένου να δικαιολογήσει και μάλιστα να κερδίσει τον πόλεμό του με την πραγματικότητα, ο διανοητικός νους έχει αναπτύξει μια εκμηδενιστική γλώσσα για να τον περιγράψει. Όλες οι πολιτικές πραγματικότητες περιγράφονται ανιστορικά, σαν να μπορούσαν να εγκαθιδρυθούν  οπουδήποτε, ανά πάσα στιγμή. Έτσι, το συγκεκριμένα  πολωνικό φαινόμενο της «Αλληλεγγύης» συμπιέζεται στις αφηρημένες μορφές που υπαγορεύονται από τη θεωρία της «φιλελεύθερης δημοκρατίας». Θεωρείται ακόμη και ως ένα είδος σοσιαλισμού, ειδικά από γάλλους διανοούμενους για τους οποίους τίποτα δεν είναι καλό αν δεν μπορούν να του αποδώσουν σοσιαλιστικό όνομα. Το παράδειγμα είναι ασήμαντο. Αν θέλουμε να επιστρέψουμε στην πραγματικότητα, πρέπει να αναζητήσουμε μια γλώσσα που να είναι σχολαστική σε ο, τι αφορά τον ανθρώπινο κόσμο.

Μια γενικότητα, ωστόσο, είναι χρήσιμη για μας, ακριβώς επειδή, πίσω από αυτήν, κρύβονται χιλιάδες ιδιαιτερότητες. Αναφέρομαι στην ιδέα της νομιμότητας. Πρέπει να επαινέσουμε ιδιαιτέρως τους φιλελευθέρους διότι προσπάθησαν να παράσχουν μια εναλλακτική ιδέα νομιμότητας – με την οποία θα αμφισβητούσαν τα ιστορικά δικαιώματα που θα απαλείφονταν  από τον θρίαμβο του συστήματος τους. Η πρώτη και η τελική καταδίκη του κομμουνισμού είναι ότι απέρριψε ολόκληρη την ιδέα της νομιμότητας με ένα σκοτεινό και ηχηρό γέλιο. Το μέλημά μου δεν είναι να διαφωνήσω με τους φιλελεύθερους, μερικές από τις ιδέες των οποίων πρέπει τελικά να ενσωματωθούν σε οποιαδήποτε φιλοσοφική θεωρία νόμιμης διακυβέρνησης. Θα ήθελα μόνο να προτείνω μια μη-φιλελεύθερη εναλλακτική, που θα είναι απαλλαγμένη από το μόλυσμα της θεωρίας.

Μεταξύ των πολυάριθμων διχοτομιών που έχουν κονιορτοποιήσει τη σύγχρονη ευφυία, -εξαιτίας, υποθέτω  του Weber-  η διχοτομία μεταξύ νομιμοποίησης και νομιμότητας, μεταξύ «παραδοσιακών» και «νομικά-ορθολογικών» τρόπων εξουσίας, είναι η πιο επιζήμια. Μόνο αν ο νόμος  παρερμηνευθεί ως σύστημα αφαίρεσης, η νομιμότητα μπορεί να θεωρηθεί ως μια εναλλακτική λύση – και όχι ως μια συγκεκριμένη πραγματοποίηση – της νομιμοποίησης. Αλλά ο αφηρημένος νόμος στερείται, για τον λόγο αυτό, διαρκούς δύναμης.

Η νομιμοποίηση είναι, απλά, το δικαίωμα άσκησης της πολιτικής διοίκησης. Και αυτό το δικαίωμα περιλαμβάνει την άσκηση του νόμου. Τι αποδίδει αυτό το δικαίωμα σε έναν λαό; Κάποιοι θα έλεγαν η «επιλογή» τους. Αλλά αυτή η ιδέα παραβλέπει το γεγονός ότι έχουμε μόνο τα πιο πρωτόγονα εργαλεία με τα οποία μετριούνται οι επιλογές, και αυτές οι επιλογές αφορούν μόνο τα πιο τυχαία πράγματα. Εκτός αυτού, τι οδηγεί τους ανθρώπους να δεχτούν την «επιλογή» την οποία τους επιβάλλουν οι συνάνθρωποί τους , αν όχι μια  προϋπάρχουσα αίσθηση ότι συνενώνονται μεταξύ τους σε μια νομιμoποιημένη τάξη;

Το καθήκον του συντηρητικού είναι να βρει συγκεκριμένα τους λόγους της πολιτικής ύπαρξης και να εργαστεί για την αποκατάσταση της νόμιμης κυβέρνησης σε έναν κόσμο που έχει σαρωθεί από τις πνευματικές αφαιρέσεις. Το τελικό μοντέλο μας για μια νομιμοποιημένη τάξη είναι αυτό που δίνεται ιστορικά, σε ανθρώπους που ενώνονται με την αίσθηση ενός κοινού πεπρωμένου, ενός κοινού πολιτισμού και μιας κοινής πηγής των αξιών που διέπουν τη ζωή τους.

Η φιλελεύθερη διανόηση στη Δύση, όπως και η παλιά κομμουνιστική διανόηση στην Ανατολή, αρνείται επίμονα να δεχτεί τον δεδομένο χαρακτήρα της ανθρώπινης ύπαρξης. Έχει κάνει τη ζωή, και συγκεκριμένα την πολιτική ζωή, ένα είδος διανοητικού πειράματος. Βλέπει τη δυστυχία του ανθρώπου  και ρωτάει, «τι έχει πάει στραβά»; Και ονειρεύεται έναν κόσμο στον οποίο ένα αφηρημένο ιδανικό της δικαιοσύνης θα γίνει πραγματικότητα. Ψάχνει παντού για την ενιαία λύση που θα επιλύσει τις συγκρούσεις και θα αποκαταστήσει την αρμονία παντού, είτε στον Βόρειο Πόλο είτε στον Ισημερινό. Από εκεί προέρχεται και η πλήρης αδυναμία του φιλελευθερισμού να δώσει λύση σε όσους πλήττονται από την εκνομία του ολοκληρωτισμού. Ο φιλελεύθερος ξεκινά από την ίδια υπόθεση με τον  οπαδό του ολοκληρωτισμού, δηλαδή ότι η πολιτική είναι ένα μέσο  και ο σκοπός είναι η ισότητα – όχι, στα αλήθεια η υλική ισότητα, αλλά η ηθική ισότητα, η ισότητα των «δικαιωμάτων». το απαραίτητο αποτέλεσμα αυτού του φιλελεύθερου ιδεώδους, αφού η δημοκρατία είναι η τελική πραγματοποίηση της πολιτικής ισότητας. Για τους φιλελεύθερους, ο μόνος τρόπος να αντιταχθούμε στον ολοκληρωτισμό είναι ο αργός, σταθερός εκδημοκρατισμός της κοινωνικής τάξης.

Ποιος μπορεί να αμφισβητήσει την επίκληση αυτής της ιδέας; Αλλά παραγνωρίζει το ένα, αναπόφευκτο γεγονός. Δεν βλέπω την δική μου ζωή όπως ο φιλελεύθερος επιθυμεί να δει την πολιτική ζωή. Δεν βλέπω τη δική μου ζωή ως πείραμα. Ούτε μπορώ να θεωρήσω τις υποχρεώσεις μου ως δημιουργημένες εξ ολοκλήρου από τις ελεύθερες, υπεύθυνες ενέργειές μου. Εγώ γεννήθηκα σε μια κατάσταση που δεν δημιούργησα και είμαι βεβαρημένος από την γέννησή μου με υποχρεώσεις που δεν είναι δικές μου επινοήσεις. Το βασικό μου χρέος προς τον κόσμο δεν είναι η δικαιοσύνη αλλά η ευσέβεια, και μόνο όταν αναγνωρίζω αυτό το γεγονός μπορώ να είμαι πραγματικά ο εαυτός μου. Μόνο σε σχέση με τη δεδομένη κατάστασή μου μπορώ να διαμορφώσω εκείνες τις αξίες και τις κοινωνικές αντιλήψεις που μου δίνουν δύναμη, επιτέλους, να πειραματιστώ με την ελευθερία.

Κάθε γνήσια περιγραφή του αισθήματος που έχουμε για τη νομιμότητα πρέπει να ξεκινά από την αναγνώριση ότι ο σεβασμός προηγείται της δικαιοσύνης, τόσο στη ζωή μας όσο και στη σκέψη μας, και μέχρι να προσκολληθούμε σε ένα μέρος και τους ανθρώπους και να αρχίσουμε να τους θεωρούμε ως ‘’δικούς μας’’, οι ισχυρισμοί της δικαιοσύνης και η δεισιδαιμονία της ισότητας δεν έχουν νόημα για μας. Αλλά αυτή η προσήλωση στον τόπο και στους ανθρώπους δεν είναι επιλεγμένη, δεν είναι αποτέλεσμα κάποιου φιλελεύθερου στοχασμού για τα ανθρώπινα δικαιώματα, ούτε είναι σχεδιασμένη στο πειραματικό πνεύμα που είναι τόσο σημαντικό για το σοσιαλιστικό πρόγραμμα. Μας δίνεται, στην ίδια την υφή της κοινωνικής ύπαρξής μας. Γεννιόμαστε με υποχρεώσεις της οικογένειας και με  εμπειρία του εαυτού μας ως τμήμα ενός μεγαλύτερου συνόλου. Το να μην αναγνωρίσουμε την προτεραιότητα αυτής της εμπειρίας είναι σαν να παραδεχόμαστε την  βασική προϋπόθεση της ολοκληρωτικής σκέψης, δηλαδή ότι η πολιτική ύπαρξη δεν είναι παρά ένα μακροπρόθεσμο πείραμα. Υπάρχει μια συγκεκριμένη άποψη, ακόμα δημοφιλής μεταξύ των αριστερών διανοουμένων στη Δύση, ότι το σοβιετικό σύστημα ήταν «ο σοσιαλισμός που πήγε στραβά». Αυτή η σκέψη εκφράζει ακριβώς τον σημαντικότερο πολιτικό κίνδυνο της εποχής μας, που είναι η πεποίθηση ότι η πολιτική ενέχει μια επιλογή ανάμεσα τα συστήματα, τα οποία αποτελούν μέσα για την επίτευξη ενός σκοπού, έτσι ώστε ένα σύστημα μπορεί να «πάει στραβά» ενώ ένα άλλο «πηγαίνει καλά». Η αλήθεια είναι ότι ο σοσιαλισμός είναι λάθος, ακριβώς επειδή πιστεύει ότι μπορεί να πάει καλά – ακριβώς επειδή βλέπει την πολιτική σαν μέσο για ένα σκοπό. Η πολιτική είναι ένας τρόπος κοινωνικής ύπαρξης, της οποίας το υπόβαθρο είναι οι δεδομένες υποχρεώσεις από τις οποίες διαμορφώνονται οι κοινωνικές μας ταυτότητες. Η πολιτική είναι μια μορφή σχέσεων που δεν αποτελεί μέσο για ένα τέλος, αλλά ένα αυτοσκοπό. Βασίζεται στις αντιλήψεις μας για το δίκαιο και οι αντιλήψεις μας για το δίκαιο ενοικούν στην αίσθηση ότι διαμορφωνόμαστε από την κληρονομιά μας.

Ως εκ τούτου, αν θέλουμε να ανακαλύψουμε ξανά τις ρίζες της πολιτικής τάξης, πρέπει να προσπαθήσουμε να υποστηρίξουμε τις ακούσιες υποχρεώσεις που μας προσδίδουν την πολιτική μας ταυτότητα και οι οποίες καθορίζουν ότι είναι αδύνατον ένας Πολωνός  να κυβερνηθεί από τη Μόσχα και ότι ένας κάτοικος των Νήσων Φώκλαντ, δεν μπορεί να κυβερνάται νόμιμα από το Μπουένος Άιρες.

Αξίζει να σταματήσουμε να αναφέρουμε μια άλλη και ανταγωνιστική γενίκευση   που ήταν χρήσιμη στον αριστερό φιλελεύθερο διανοούμενο στην εποχή μας, στην προσπάθειά του να εξαλείψει το παρελθόν και να βρει μια βάση για πολιτική υποχρέωση που προσβλέπει μόνο προς το παρόν και το μέλλον. Αυτή είναι η ιδέα του «λαού», ως πηγή της νόμιμης τάξης. Η ιδέα συνδυάζεται συνήθως με τη φαντασίωση ότι ο διανοούμενος έχει κάποια ιδιόμορφη ικανότητα  να ακούει και να εκφράζει τη «φωνή του λαού». Αυτή η αυταπάτη, η οποία έχει παραμείνει αναλλοίωτη από τις ημέρες της Γαλλικής Επανάστασης, εκφράζει την διανοητική επιδίωξη  να επανασυνδεθεί με την κοινωνική τάξη από την οποία ο δικός του τρόπος σκέψης τον τράβηξε τόσο τραγικά. Θέλει να λυτρώσει τον εαυτό του από την «εξωτερική του θέση». Δυστυχώς, όμως, καταφέρνει να ενώσει τον εαυτό του όχι με την κοινωνία, αλλά μόνο με μια άλλη διανοητική αφαίρεση  – «τον λαό» – που σχεδιάστηκε σύμφωνα με άψογες θεωρητικές προδιαγραφές, ακριβώς για να καλύψει με ένα πέπλο την απαράδεκτη πραγματικότητα της καθημερινής ζωής. «Ο λαός δεν υπάρχει». Ακόμη και αν υπήρχε, δεν θα εξουσίαζε τίποτα, δεδομένου ότι δεν θα είχε συγκεκριμένη βάση για την οικοδόμηση της νομιμότητάς του. Κανείς δεν μπορεί να μιλήσει για λογαριασμό του λαού. Κανείς δεν μπορεί να μιλήσει για λογαριασμό κανενός. Η αλήθεια, ωστόσο, προσπαθεί να  ειπωθεί  και μπορεί να βρει έκφραση, τώρα στα χείλη του ενός,  κάποια άλλη στιγμή στα χείλη κάποιου άλλου.

Σε αντίθεση με τον «λαό», το έθνος δεν είναι αφαίρεση. Είναι μια δεδομένη ιστορική πραγματικότητα. Γίνεται συγκεκριμένη και άμεση στη γλώσσα, το έθιμο, τη θρησκεία και τον πολιτισμό. Περιέχει μέσα του την υπόρρητη δήλωση μιας νομιμοποιημένης τάξης. Αυτό, νομίζω, θα πρέπει πάντα να θυμόμαστε, ακόμη και αυτοί – και αυτό περιλαμβάνει και τους περισσότερους από εμάς τώρα – που διστάζουν να υιοθετήσουν τον μονοκόμματο εθνικισμό που προέκυψε από το συνέδριο της Βιέννης και που αρχικά επέβαλε την ειρήνη, αλλά στην συνέχεια κατέστρεψε την ήπειρό μας.

Αλλά σίγουρα, θα πείτε, δεν υπάρχει άλλη πηγή νομιμότητας – η οποία  να μην απαιτεί την υποστήριξη αυτών των ευσεβών υποχρεώσεων που φαίνεται να μας δεσμεύουν τόσο πολύ επί τη βάσει τόσων λίγων; Δεν μπορούμε να βρούμε νομιμοποίηση στη δημοκρατία, που θα αντικαταστήσει μια μέρα την έκκληση προς την ευσέβεια; Αυτή είναι ένα μεγάλο ερώτημα. Αλλά δύο πράγματα πρέπει να ειπωθούν ως απάντηση σε αυτό. Πρώτον, η «δημοκρατία» είναι ένας αμφιλεγόμενος όρος και κανείς δεν γνωρίζει τί στο καλό σημαίνει ή πώς να την εξασφαλίσει. Πρέπει να περιμένουμε μέχρι να επιλυθούν όλα τα παράδοξα της κοινωνικής επιλογής πριν διαμορφώσουμε τις πολιτικές δεσμεύσεις μας;

Δεύτερον, αυτό που εκτιμούν οι πολίτες στη δημοκρατία δεν είναι μια περιοδική συλλογική επιλογή – γιατί τί είναι τόσο αξιοθαύμαστο στο γεγονός ότι η άγνοια της πλειοψηφίας κάθε φορά επιλέγει να καθοδηγείται από ένα νέο κόμμα, προς στόχους που δεν καταλαβαίνει καλύτερα από ό, στόχους του προηγούμενου;  Εκτιμώνται ορισμένες πολιτικές αρετές, τις οποίες σωστά συνδέουμε με τη βρετανική και αμερικανική δημοκρατία, αλλά που υπήρχαν πριν από τη δημοκρατία και θα μπορούσαν να εδραιωθούν αλλού χωρίς τη βοήθειά της. Αυτές οι αρετές είναι οι εξής:

(i) Περιορισμένη εξουσία: κανείς δεν μπορεί να ασκεί απεριόριστη εξουσία όταν τα σχέδιά του μπορούν να σβήσουν με μια εκλογή.

(ii) Συνταγματική κυβέρνηση: όμως ποιο είναι το στήριγμα του συντάγματος;

(iii) Δικαιολόγηση μέσω της συναίνεσης.

(iv) Την ύπαρξη αυτόνομων θεσμών και την  ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι   που τους καθιστά δυνατούς.

(v) Κράτος δικαίου: με άλλα λόγια, η δυνατότητα ελέγχου νομιμότητας κάθε πράξης, ακόμη και όταν πρόκειται για πράξη ενός υπαλλήλου – ακόμη και όταν πρόκειται για πράξη στο όνομα της κυριαρχικής εξουσίας.

(vi) Νόμιμη αντιπολίτευση: με άλλα λόγια, το δικαίωμα να σχηματίζονται κόμματα, να δημιουργούνται πολιτικοί σχηματισμοί και να δημοσιεύονται απόψεις που αντιτίθενται στην κυβέρνηση. Και το δικαίωμα να διεκδικούμε  ανοιχτά για εξουσία.

Οι πολιτικοί θεωρητικοί είναι φυσικά εξοικειωμένοι με αυτά τα θέματα και εδώ   δεν είναι το μέρος για να τα συζητήσουμε λεπτομερώς. Αλλά αξίζει να συνοψίσουμε την εισαγωγή τους. Συνολικά, αυτά τα έξι χαρακτηριστικά της κυβέρνησης σημαίνουν όχι τη δημοκρατία, αλλά τον συνταγματικό περιορισμό. Για να το θέσουμε πιο ευθέως, υποδηλώνουν το χωρισμό του κράτους (που είναι ο τόπος της νόμιμης εξουσίας) από εκείνους που κατέχουν την εξουσία μέσω του κράτους. Όσοι ασκούν την εξουσία μπορούν να κριθούν με βάση τα ίδια τα αξιώματα που κατέχουν. Αυτό είναι σίγουρα ένα ουσιαστικό μέρος της αληθινής πολιτικής τάξης. Είναι επίσης ένα αναπόσπαστο κομμάτι μιας πλήρως επεξεργασμένης νομιμοποιημένης τάξης. Πράγματι, μπορούμε να δούμε τη νομιμοποίηση στο σύγχρονο κράτος ως αποτελούμενο από δύο μέρη: μια ρίζα, η οποία είναι η ευσεβής προσήλωση που προσελκύει τους ανθρώπους σε μια ενιαία πολιτική οντότητα. και ένα δέντρο που εξελίσσεται από τη ρίζα αυτή, η οποία είναι το κυρίαρχο κράτος, το οποίο είναι διατεταγμένο σύμφωνα με τις αρχές που έχω υποστηρίξει. Σε αυτή την κατάσταση, η εξουσία γίνεται αντικείμενο κατοχής υπό συνθήκες που την περιορίζουν και με τρόπο που την καθιστά υποκείμενη λογοδοσίας σε όσους μπορεί να υποφέρουν από την άσκησή της. Αυτό το κράτος δείχνει την πραγματική άνθηση μιας «κοινωνίας των πολιτών» – μιας δημόσιας ζωής που είναι ανοιχτή, αξιοπρεπής και εμποτισμένη με μια ενστικτώδη νομιμοποίηση. Αυτή η νομιμοποίηση μεγαλώνει και εκφράζει τη νομιμοποίηση που είναι συσσωρευμένη στη ρίζα της. Είναι αυτό το ανώτερο, ορατό τμήμα της πολιτικής νομιμότητας που καταστρέφεται τόσο προφανώς από τα πολιτικά δόγματα της εποχής μας. Αλλά η καταστροφή της είναι δυνατή, όχι τόσο από την εξάλειψη της δημοκρατίας, όσο και από την κατάπνιξη της αυθόρμητης πηγής του νόμιμου αισθήματος από το οποίο τροφοδοτείται.

Η δημοκρατία έχει βέβαια την δυνατότητα να υποστυλώσει τις έξι πολιτικές αρετές που ανέφερα. Αλλά μπορεί επίσης να τα καταστρέψει. Γιατί όλες αυτές εξαρτώνται  από το ένα πράγμα που δεν μπορεί να προσφέρει η δημοκρατία και το οποίο υπαινίσσεται το ερώτημα που έχω προσθέσει στον υπ’ αριθμόν (ii): αυθεντία -εξουσία . Τι προτρέπει τους ανθρώπους να αποδεχθούν και να δεσμεύονται από τα αποτελέσματα μιας δημοκρατικής εκλογής ή από τον ισχύοντα νόμο ή από τους περιορισμούς που ενσωματώνονται σε ένα αξίωμα; Τι εν ολίγοις, δημιουργεί το «δημόσιο πνεύμα» που έχει εξαφανιστεί από τα θεσμικά όργανα κυβέρνησης σε ένα μεγάλο μέρος της σύγχρονης Ευρώπης; Σίγουρα είναι ο σεβασμός – για τα θεσμικά όργανα, για τις διαδικασίες, για τις εξουσίες και τα προνόμια που πραγματικά απολαμβάνουν. Ο σεβασμός αυτός προκύπτει από την αίσθηση ότι αυτές οι εξουσίες, τα προνόμια και οι διαδικασίες αντανακλούν κάτι που είναι πραγματικά «δικό μας», κάτι που μεγαλώνει από τον κοινωνικό δεσμό που καθορίζει την κατάστασή μας. Εδώ βρίσκεται η εξουσία του πραγματικού: ότι φαίνεται ότι περιέχει μέσα του τα κατάλοιπα της αφοσίωσης και πίστης που καθορίζει τη θέση μου.

Τι είναι τώρα αληθινή νομιμότητα; Έχω ήδη υπαινιχθεί τη διάκριση μεταξύ αφηρημένου και συγκεκριμένου νόμου και υπονόησα ότι μόνο αυτός μπορεί να γεμίσει πραγματικά το κενό της νομιμοποίησης που βρίσκεται σήμερα μπροστά μας. Η παράδοση του κοινού δικαίου  αποτελεί παράδειγμα της καλύτερης μορφής του συγκεκριμένου νόμου. Οι δικαστές δημιουργούν αυτό το δίκαιο ως απόκριση στα συγκεκριμένα προβλήματα που έρχονται ενώπιον τους και στο πλαίσιο του οποίου οι αρχές αναδύονται με πολύ αργούς ρυθμούς και από την στιγμή της ανάδυσής τους υπόκεινται στην σκληρή δοκιμασία του πραγματικού. Κάθε νόμος που αποτελεί το αποτέλεσμα σοβαρών δικαστικών συλλογισμών, θεμελιωμένος  σε προηγούμενα και αρχές, φέρει τη σφραγίδα μιας ιστορικής τάξης. Διατηρεί την ικανότητά του ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα των ανθρώπινων συγκρούσεων και αποτελεί μια πραγματική προσπάθεια επίλυσης αυτών, αντί να υπαγορεύει μια διανοητικά ικανοποιητική λύση η οποία μπορεί να είναι μη αποδεκτή στα μέρη. Αυτός ο τύπος νόμου περικλείει την πραγματική πηγή της νομικής εξουσίας, η οποία είναι η πεποίθηση του ενάγοντος ότι θα αποδοθεί  δικαιοσύνη όχι αφηρημένα, αλλά στη συγκεκριμένη περίπτωσή του, υπό το πρίσμα των ιδιαίτερων περιστάσεων της περίπτωσης του, και οι οποίες ίσως είναι μάλιστα μοναδικές του. Για να υπάρχει συγκεκριμένη νομοθεσία υπό οποιαδήποτε μορφή, πρέπει να υπάρχει δικαστική ανεξαρτησία. Και όταν υπάρχει δικαστική ανεξαρτησία, υπάρχει οτιδήποτε έχει ποτέ επιδιωχθεί κάτω από το λάβαρο των «δικαιωμάτων του ανθρώπου». Γιατί σε αυτό το σημείο υπάρχει η διαβεβαίωση ότι μπορεί να αποδοθεί δικαιοσύνη, ανεξάρτητα από τη δύναμη που επιδιώκει να την σβήσει.

Υπάρχουν δύο σημαντικές απειλές για συγκεκριμένο δίκαιο. Το ένα είναι η κατάργηση της δικαστικής ανεξαρτησίας. Αυτό επιτεύχθηκε από το Κομμουνιστικό Κόμμα, προς το συμφέρον μιας «αφηρημένης» δικαιοσύνης – μιας «ισότητας» της ανταμοιβής – η οποία πρέπει αναπόφευκτα να έρχεται σε σύγκρουση με τις συγκεκριμένες συνθήκες της ανθρώπινης ύπαρξης. Η δεύτερη απειλή είναι ο πολλαπλασιασμός των γραπτών νομοθετημάτων , του νόμου μέσω διαταγμάτων: πρόκειται για δίκαιο το οποίο δημιουργείται ξανά  και ξανά σύμφωνα με τι απαιτήσεις των ανεπεξέργαστων ιδεών των πολιτικών και των συμβούλων τους. Όλοι αυτοί οι νόμοι είναι ανεπανόρθωτα  ελαττωματικοί : το Κομμουνιστικό Κόμμα στήριξε ολόκληρη την διεκδίκηση νομιμότητας στη δημιουργία τέτοιων νόμων,  εκριζώνοντας παράλληλα το μοναδικό όργανο, την νομική ανεξαρτησία – που θα μπορούσε να τους κάνει πραγματικούς νόμους και όχι στρατιωτικές διαταγές.

Ο φιλελευθερισμός ανέκαθεν εκτιμούσε τη σημασία της νομιμότητας. Αλλά η φιλελεύθερη νομιμότητα είναι μια αφηρημένη νομιμότητα που ασχολείται με την προώθηση μιας καθαρώς φιλοσοφικής ιδέας των «ανθρωπίνων δικαιωμάτων». Τι αξία έχουν τα ανθρώπινα δικαιώματα, χωρίς τη δικαστική διαδικασία που θα τα υποστηρίξει; Και εκτός από το γεγονός ότι, στηρίζοντας την πίστη του σε αυτή την απατηλή αφαίρεση, δεν μπορεί κανείς να δώσει στον εχθρό του άλλο ένα προπύργιο κατά της αναγνώρισης της παρανομίας του;  Δεν είναι δυνατόν να πει ότι υποστηρίζει τα ανθρώπινα δικαιώματα – μόνο διαφορετικά δικαιώματα; (Το δικαίωμα εργασίας, για παράδειγμα, ή το δικαίωμα συμμετοχής στην ιδιοκτησία των μέσων  παραγωγής.) Αν στρέψουμε το βλέμμα μας  πίσω στη Γαλλική Επανάσταση, βλέπει κανείς πόσο εύκολο είναι να γίνει το δόγμα των «ανθρωπίνων δικαιωμάτων» ένα όργανο της πιο τρομακτικής τυραννίας. Αρκεί να κάνουμε αυτό που έκαναν οι Ιακωβίνοι – να καταργήσουν τη δικαστική εξουσία και να την αντικαταστήσουν με «λαϊκά δικαστήρια». Κατόπιν, οτιδήποτε μπορεί να γίνει σε οποιονδήποτε, στο όνομα των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.

Ως εκ τούτου, ως απάντηση στον φιλελευθερισμό είναι απαραίτητο να εργαστούμε για την αποκατάσταση των συγκεκριμένων συνθηκών της δικαιοσύνης. Ωστόσο, ο συγκεκριμένος νόμος που υποστηρίζω είναι πολύ διαφορετικός από αυτόν που θα επιδοκίμαζε  ένας σοσιαλιστής ή  ένας φιλελεύθερος. Διατηρεί τις ανισότητες, επιδαψιλεύει προνόμια, δικαιολογεί την εξουσία. Αυτό όμως είναι και η δύναμή του. Γιατί πάντα θα υπάρχουν ανισότητες: πάντα θα υπάρχει προνόμιο και εξουσία. Αυτά δεν είναι παρά τα χαρακτηριστικά στοιχεία της κάθε πραγματικής πολιτικής τάξης. Δεδομένου ότι υπάρχουν ανισότητες, προνόμια και εξουσίες, είναι σωστό να συνυπάρχουν με το νόμο που μπορεί να τα δικαιολογεί. Αλλιώς καταλύονται αδικαιολόγητα και επίσης ανεξέλεγκτα.

 

*O Roger Vernon Scruton (1944-2020) ήταν Άγγλος φιλόσοφος και συγγραφέας.

Μεταξύ άλλων δικτυακών τόπων το παραπάνω κείμενο στην αγγλική διαθέσιμο εδώ,  https://isi.org/intercollegiatereview/howtobeanonliberalantisocialistconservative/?fbclid=IwAR0X_4Y2bNBeFZA4YryHNm7pFiDMtSYHtQcSCP2UaNYc70Q3twsVYU89As

 

Advertisement
Posted in Uncategorized | Δεν επιτρέπεται σχολιασμός στο Πώς να είσαι ένας μη-φιλελεύθερος αντι-σοσιαλιστής συντηρητικός. Roger Scruton

Άλλος ο Λαϊκισμός στην Ελλάδα, ‘Αλλος στην Ευρώπη: συνέντευξη του προέδρου του ΙΝΣΠΟΛ Άγγελου Χρυσόγελου στην Καθημερινή της Κυριακής, 16/2/2020

Πώς θα περιγράφατε τη σημερινή κρίση της δημοκρατίας; Ως μια υπαρξιακή απειλή ή ως ένα χρήσιμο εργαλείο υγιούς επανεκκίνησης, τουλάχιστον δυνητικά; 
Όταν ένα σύστημα νοσεί η κρίση αποτελεί έκκληση να προσαρμοστεί αυτό σε νέα λαϊκά αιτήματα. Υπό αυτήν την έννοια, η σημερινή κρίση της δημοκρατίας έχει την θετική διάσταση ότι θέτει το αίτημα της αλλαγής στο τραπέζι. Πέραν αυτής της συνειδητοποίησης όμως, δεν είναι ξεκάθαρο τι ακριβώς πρέπει να γίνει ή τι θα ικανοποιούσε τους δυσαρεστημένους ψηφοφόρους. 
Υπάρχει η άποψη ότι τα προβλήματα της σύγχρονης δημοκρατίας είναι συστημικού χαρακτήρα. Αφορούν πχ την θεμελιώδη αδυναμία του έθνους-κράτους, μέσα στα όρια του οποίου λειτουργεί η δημοκρατία, να διαχειριστεί προβλήματα υπερεθνικού χαρακτήρα. Ή τον ρόλο των ΜΜΕ και του διαδικτύου, που συντελεί στον κατακερματισμό της δημόσιας σφαίρας και τον αναχωρητισμό των πολιτών από την πολιτική διαδικασία. Ο λαϊκισμός αποτελεί σύμπτωμα όλων αυτών των διαδικασιών, δεν προτείνει όμως συγκεκριμένες λύσεις. Το πιθανότερο σενάριο επομένως είναι η διατήρηση αυτής της λανθάνουσας αίσθησης κρίσης της δημοκρατίας με παροδικές εξάρσεις με διάφορες αφορμές (πχ οικονομικές ή μεταναστευτικές κρίσεις).

 

Λαϊκισμός. Πώς έχει επιδράσει τα τελευταία χρόνια στα συστήματα των δυτικών χωρών; Έχει ταβάνι;

Η βασική επίπτωση του λαϊκισμού είναι ο κατακερματισμός, η πολιτική αστάθεια και η αδυναμία σχηματισμού ισχυρών κυβερνήσεων. Πλέον στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες χρειάζονται τρία ή και περισσότερα κόμματα για να σχηματιστούν κυβερνήσεις, βλέπουμε νέους και περίεργους συνδυασμούς όπως ο συνασπισμός Χριστιανοδημοκρατών-Πρασίνων στην Αυστρία, ενώ έχουμε παρατεταμένες περιόδους πολιτικού κενού όπως στην Ισπανία. Πλέον στις περισσότερες χώρες με ισχυρές μονοκομματικές κυβερνήσεις κυβερνούν κόμματα με ισχυρά λαϊκιστικά ή εθνοσυντηρητικά χαρακτηριστικά, όπως η Βρετανία, η Πολωνία και η Ουγγαρία. Η σύνθεση και το ιδεολογικό προφίλ της σημερινής ελληνικής κυβέρνησης αποτελεί την εξαίρεση πανευρωπαϊκά. 

Σχετικά με το αν ο λαϊκισμός έχει ‘ταβάνι’: αυτό εξαρτάται από τις συνθήκες κάθε χώρας. Είναι πιθανό κάπου να δούμε υποχώρηση του λαϊκισμού, αλλού ενίσχυσή του. Αυτό που πιστεύω είναι μη-αναστρέψιμο είναι η πολυδιάσπαση, η πολυκομματικότητα και οι ασταθείς κυβερνήσεις. Αυτό είναι πια μια μόνιμη κατάσταση που κάνει την λήψη αποφάσεων στην ΕΕ μια ιδιαίτερα δύσκολη υπόθεση.
 
Για την Ελλάδα έχει διατυπωθεί η άποψη ότι είναι η ευρωπαϊκή χώρα η οποία πρώτη ήρθε αντιμέτωπη με την έξαρση του λαϊκισμού και τις επιπτώσεις του. Ποιο κενό ήρθε να καλύψει η διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ και ποια είναι η «παρακαταθήκη» της για την ελληνική δημοκρατία;
Όσο περνάει ο καιρός σχηματίζω την άποψη ότι ο ελληνικός ‘αντιμνημονιακός’ λαϊκισμός ήταν ένα φαινόμενο που ναι μεν συνέπεσε αλλά ήταν θεμελιωδώς διαφορετικός από ό,τι συνέβη αλλού στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ, με εξαίρεση ίσως τις χώρες του ευρωπαϊκού Νότου. Λόγω της έντασης της οικονομικής κρίσης, ο δικός μας λαϊκισμός είχε κυρίως ένα αριστερό πρόσημο και στηριζόταν σε οικονομικά-υλικά αιτήματα. Αντίθετα στο εξωτερικό είδαμε σχεδόν παντού κυρίως δεξιόστροφους λαϊκισμούς με έμφαση σε ζητήματα μετανάστευσης και εθνικής κυριαρχίας.
 
Θα φανεί παράξενο, αλλά ίσως τελικά ο ελληνικός λαϊκισμός της κρίσης ήταν ένα λιγότερο δραματικό και περισσότερο παροδικό φαινόμενο σε σχέση με αυτά που ζουν άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Ήταν ένας λαϊκισμός που, μέσα από παλινδρομήσεις και περιπέτειες, απορρόφησε την λαϊκή δυσαρέσκεια χωρίς τελικά να ανατραπούν ούτε η θέση της χώρας στην ΕΕ ούτε το πολίτευμά της. Σε σχέση πχ με την Βρετανία που έφυγε από την ΕΕ ή την Ουγγαρία που έχει διολισθήσει σε ένα ημι-αυταρχικό πολίτευμα, η Ελλάδα διατήρησε τις σταθερές της . 
 
Αντί λοιπόν να βλέπουμε την Ελλάδα ως την πρώτη χώρα που ‘πέρασε λαϊκισμό’ , θα πρέπει να σκεφτούμε ότι η Ελλάδα ακόμα δεν έχει γνωρίσει έναν λαϊκισμό πραγματικά ανάλογο με ό,τι συνέβη στον υπόλοιπο δυτικό κόσμο, που θα αφορά πχ την μετανάστευση, τις επιπτώσεις της αυτοματοποίησης και της τεχνολογικής αλλαγής στην αγορά εργασίας, ή την αλλαγή στον τρόπο ζωής και την ανασφάλεια της μεσαίας τάξης που επιφέρει το άνοιγμα της οικονομίας σε επενδύσεις και διεθνείς πιέσεις. Υπό μια έννοια, η πραγματική λαϊκιστική έκρηξη ακόμα εκκρεμεί στην Ελλάδα. 
 
Γίνεται λόγος σήμερα για την ελληνική «επιστροφή στην κανονικότητα»; Ποια είναι η γνώμη σας; Σε κάθε περίπτωση, θα λέγατε ότι η Ελλάδα κινείται σήμερα κόντρα στο ρεύμα που επικρατεί στην Ευρώπη; 
Το σύνθημα της ‘κανονικότητας’ έχει ένα διττό νόημα. Από την μια μεριά υπονοεί την επιστροφή σε μια πιο ομαλή λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος και της δημόσιας συζήτησης, χωρίς τις υπερβολές και την πόλωση της προηγούμενης περιόδου. Αυτό είναι κάτι που ήταν όντως αίτημα της κοινωνίας και το οποίο η νέα κυβέρνηση υπήρετει όσο οι συνθήκες της το επιτρέπουν. 
 
Το άλλο νόημα της ‘κανονικότητας’ που υπονοείται είναι η επιστροφή στις προ κρίσης πολιτικές και αξίες. Αν όμως κάποιοι ευελπιστούν στην επιστροφή στο οικονομικό και κοινωνικό φιλελεύθερο κονσένσους των πρώτων δυο μεταψυχροπολεμικών δεκαετιών, φοβάμαι ότι οι εξελίξεις τους έχουν ξεπεράσει. Η οικονομική κρίση, η άνοδος της Κίνας, η μετανάστευση και οι νέες ψηφιακές τεχνολογίες είναι όλες εξελίξεις που συντείνουν σε έναν πιο ενεργό ρόλο του κράτους, προστασία των συνόρων, γενικά σε μια επαναφορά της πρωτοκαθεδρίας της πολιτικής έναντι της αγοράς και του εθνικού έναντι του υπερεθνικού.
 
Δεν γίνεται επομένως να συζητούμε πια για τον Τραμπ και το Μπρέξιτ σαν να είναι παροδικά φαινόμενα ή αποτελέσματα εκλογικών ‘ατυχημάτων’. Είναι γεγονότα που ήδη παράγουν αποτελέσματα στα οποία άλλωστε βλέπουμε και την νέα ηγεσία της ΕΕ να αντιδρά, με την συζήτηση περί ‘Ευρωπαίων βιομηχανικών πρωταθλητών’, ‘ψηφιακής κυριαρχίας’ και ‘γεωπολιτικής Ευρώπης’. Πλέον όλες οι μεγάλες δυνάμεις ενσωματώνουν τα λαϊκά αιτήματα για κυριαρχία, σύνορα και ρύθμιση στις εξωτερικές, οικονομικές και τεχνολογικές πολιτικές τους. Αν υπάρχει πια ‘κανονικότητα’ στην διεθνή πολιτική, εκεί πρέπει να την αναζητήσουμε
 
Νομίζω, ή τουλάχιστον ελπίζω, ότι η ελληνική κυβέρνηση είναι πολύ πιο συνειδητοποιημένη και καταλαβαίνει ότι οι σταθερές του παρελθόντος δεν ισχύουν πια. Αυτή που εμφανίζεται πλήρως ασύγχρονη με τις διεθνείς εξελίξεις είναι η διανόηση σε πανεπιστήμια, ΜΜΕ και δεξαμενές σκέψης που παραμένει στην πλειοψηφία της προσκολημένη σε μια νοσταλγία για μια εποχή φιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης που όμως έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί.
Posted in Uncategorized | Δεν επιτρέπεται σχολιασμός στο Άλλος ο Λαϊκισμός στην Ελλάδα, ‘Αλλος στην Ευρώπη: συνέντευξη του προέδρου του ΙΝΣΠΟΛ Άγγελου Χρυσόγελου στην Καθημερινή της Κυριακής, 16/2/2020

Μπόρις, Brexit και υπερβολές

Άρθρο του προέδρου του ΙΝΣΠΟΛ Άγγελου Χρυσόγελου που δημοσιεύτηκε στα Νέα της 17ης Δεκεμβρίου 2019

Η εκλογική νίκη του Μπόρις Τζόνσον στην Μεγάλη Βρετανία παρουσιάστηκε από την μεγάλη πλειοψηφία του ξένου τύπου με τον, γνώριμο πια, συνδυασμό κινδυνολογίας και ηθικολογίας που συνοδεύει κάθε επιτυχία αυτού που ο δημόσιος διάλογος έχει ονομάσει «λαϊκισμό». Στην περίπτωση Τζόνσον, η εκλογική του νίκη παρουσιάστηκε ως ένα ακόμα βήμα προς την κατάρρευση της δημοκρατίας στην Βρετανία, την διάλυση του Ηνωμένου Βασιλείου (βλ. Σκωτία), την ύφεση της οικονομίας και την ρήξη με την ΕΕ.

Χωρίς να υποβαθμίζονται οι συνέπειες του Μπρέξιτ, οφείλουμε να δούμε τις πρόσφατες εξελίξεις με περισσότερη ψυχραιμία. Αυτό υπαγορεύει να αναγνωρίσουμε πχ ότι η ρητορική της καμπάνιας του Τζόνσον ήταν πολύ πιο μετριοπαθής από αυτήν του Leave στο δημοψήφισμα του 2016. Η εκστρατεία υπέρ του Μπρέξιτ τότε ήταν μια πραγματική λαϊκιστική εξέγερση που συνάρθρωσε μια σειρά οικονομικών και ταυτοτικών (βλ. μετανάστευση) αντισυστημικών αιτημάτων. Η εκστρατεία του Τζόνσον φέτος δεν παρουσίασε το Μπρέξιτ ως ευκαιρία και ιδεώδες αλλά ως εκκρεμότητα με την οποία πρέπει να τελειώνουμε («get Brexit done»).

Οφείλουμε επίσης να δούμε πίσω από την ρητορική και τα αχτένιστα ξανθά μαλλιά για να αξιολογήσουμε τα μέχρι στιγμής δείγματα γραφής της κυβέρνησης Τζόνσον. Και αυτό που βλέπουμε είναι ότι στους λίγους μήνες παραμονής του στην εξουσία, ο Τζόνσον επαναδιαπραγματεύτηκε την συμφωνία αποχώρησης από την ΕΕ κάνοντας παραχωρήσεις στο ζήτημα της Ιρλανδίας, με ελάχιστες αντιδράσεις στο εσωτερικό του κόμματος και της χώρας του.

Ο υποτιθέμενος «λαϊκισμός» του Τζόνσον επομένως του επέτρεψε να περάσει μια συμφωνία που περιορίζει τα άμεσα κόστη του Μπρέξιτ, κάτι που προϊδεάζει και για την εξέλιξη των διαπραγματεύσεων για την μελλοντική σχέση με την ΕΕ. Δεν είναι τυχαίο ότι οι άλλοι Ευρωπαίοι ηγέτες, που μέχρι πρότινος αντιμετώπιζαν σκωπτικά τον κωμικό Μπόρις, χαιρέτισαν την νίκη του με ανακούφιση, αν όχι ενθουσιασμό που η Βρετανία απέκτησε σταθερή κυβέρνηση.

Αν κάποιος θέλει να βρει στις βρετανικές εκλογές μια πραγματική περίπτωση αντισυστημικού λαϊκισμού, αυτή δεν ήταν ο Τζόνσον αλλά ο Τζέρεμυ Κόρμπυν, το πρόγραμμα του οποίου υποσχόταν ριζοσπαστικές αλλαγές και αναδιανομή από τους «λίγους» στους «πολλούς». Κι όμως, το Μπρέξιτ και η απέχθεια προς τον Τζόνσον έκαναν ακόμα και τον Κόρμπυν να παρουσιάζεται από πολλά κατεστημένα διεθνή ΜΜΕ με συμπάθεια, ή εν πάση περιπτώσει ως μικρότερη απειλή από τον Τζόνσον.

Το ερώτημα τελικά είναι αν, πέραν από τον εντυπωσιασμό και την κινδυνολογία, η επιτυχία του Μπόρις Τζόνσον είναι απλά μια κλασική περίπτωση νίκης ενός συντηρητικού κόμματος που χρησιμοποίησε στρατηγικά τις αξίες του πατριωτισμού και της κοινωνικής ιεραρχίας για να υπερκεράσει τον ταξικό ριζοσπαστισμό των αντιπάλων του. Αν αυτό ισχύει, ίσως πρέπει πια να αναρωτηθούμε αν η εμμονή με τον «λαϊκισμό» στην διεθνή συζήτηση δεν εκφράζει τόσο ειλικρινείς φόβους για το μέλλον της δημοκρατίας, όσο δυσανεξία με την εκλογική επιτυχία και την ικανότητα κεντροδεξιών κομμάτων να απαντούν σε λαϊκές ανησυχίες.

Posted in Uncategorized | Δεν επιτρέπεται σχολιασμός στο Μπόρις, Brexit και υπερβολές

Πολυπολιτισμικότητα και εθνική ταυτότητα Ιωάννης Σ. Λάμπρου

πολυπολιτισμικότητα

 

Η έννοια της πολυπολιτισμικής  κοινωνίας έχει καταστεί κυρίαρχη τις  τελευταίες δεκαετίες στον δημόσιο διάλογο της χώρας. Η προσέγγιση πολλών συμπατριωτών μας στη συγκεκριμένη  έννοια είναι επιφανειακή περιορίζοντάς  της στην συμβίωση με ανθρώπους διαφορετικής καταγωγής, θρησκείας και πολιτιστικού υπόβαθρου. Προσεγγίζεται, ίσως, με όρους εξερεύνησης του αγνώστου ή και περιπέτειας αγνοώντας τις βαθύτερες επιπτώσεις.

Επί παραδείγματι  πως θα γίνει η εξιστόρηση της 28ης Οκτωβρίου σε έναν μαθητή αλβανικής καταγωγής; Θα τονιστεί η συνέργεια των Τιράνων στην ιταλική εισβολή, η εργαλειοποίηση των Τσάμηδων  από την Ρώμη, η συνεργασία των τελευταίων  με τις  δυνάμεις κατοχής και τα εγκλήματα τους στην Θεσπρωτία, η τρίτη απελευθέρωση της Βορείου Ηπείρου από τον Ελληνικό Στρατό, σε διάστημα είκοσι  ετών, και η καταπίεση της εκεί Ελληνικής Μειονότητας, από το αλβανικό κράτος μέχρι τις ημέρες μας;  Όλα τα παραπάνω αποτελούν ενιαίο σύνολο και η αποσιώπηση κάποιων στοιχείων  συνιστά ακρωτηριασμό της εθνικής μνήμης.

Παράλληλα, τονίζεται από τους υποστηρικτές της πολυπολιτισμικότητας, η ανάγκη πλουραλιστικής κοινωνίας συγχέοντας συνειδητά  τους όρους «πλουραλισμός» – «πολυπολιτισμικότητα»  αποκρύβοντας ότι και στο πλαίσιο  μιας εθνικά ομοιογενούς κοινωνίας  μπορεί κάλλιστα να υφίσταται πλουραλισμός (πολυκομματισμός, πολιτιστικές τάσεις, διαφορετικές προσεγγίσει σε πληθώρα ζητημάτων). Μια εθνικά ομοιογενής, μονοπολιτισμική κοινωνία δεν αποκλείει τις διαφοροποιήσεις, ούτε επιβάλλει μια  τυραννική ομοείδεια σε κάθε πτυχή της κοινωνικής ζωής. Τουναντίον, εντός της  σφυρηλατούνται στενότεροι δεσμοί  μεταξύ των μελών της κοινωνίας,  τέτοιοι ώστε η παρούσα γενιά πιο πρόθυμα να αποδεχθεί θυσίες χάριν μελλοντικών γενεών στο πλαίσιο της διαγενεακής δικαιοσύνης, όπως ακριβώς ο παππούς και ο πατέρας για το εγγόνι και το παιδί του  αντίστοιχα. Αντίθετα, η πολυύμνητη πολυπολιτισμική κοινωνία καταλήγει  στη δημιουργία «παράλληλων κόσμων» στην καλύτερη περίπτωση περιορίζοντας την ενιαία νοηματοδότηση στον καταστατικό χάρτη της χώρας (συνταγματικός πατριωτισμός)  χωρίς ευρύτερες συνδηλώσεις ταυτότητας, και στην χειρότερη στην λειτουργία βάσει ποσοστώσεων (εθνοτικών, θρησκευτικών) όπως ο Λίβανος.

Παράλληλα, γίνεται ανηλεής  απόπειρα  επιβολής ενοχών και τύψεων στην ελλαδική κοινωνία και απαίτησης από την τελευταία να σηκώσει συνειδησιακά βάρη τέως αποικιοκρατικών χωρών. Η δε  συλλήβδην κατηγορία του «ρατσισμού» – «φασισμού», προς διασυρμό όσων πρεσβεύουν  αντίθετη άποψη  απονομιμοποιώντας τα τυχόν θεμιτά επιχειρημάτων που μπορεί να έχουν, αν και μπορεί να καταδεικνύει μερικές μεμονωμένες  περιπτώσεις, δεν στοιχειοθετεί  την ύπαρξη συγκροτημένου ρατσιστικού-φασιστικού φαινομένου  στην ελλαδική κοινωνία.

Αν  η ελλαδική κοινωνία καταλήξει  συνειδητά να αποδεχθεί το αναπότρεπτο της  έλευσης της πολυπολιτισμικής κοινωνίας  οφείλει να αποδεχθεί και την λογική της απόληξη, η οποία συνίσταται στην απουσία κυρίαρχου συνεκτικού πολιτιστικού άξονα. Οι διαφορετικές παραδόσεις θα είναι ισότιμες  και  ισόκυρες μεταξύ τους λαμβάνοντας ίση μεταχείριση από τη νομοθεσία της πολιτείας. Η έννοια δε της πολυπολιτισμικής συμβίωσης θα διαπερνά κάθε  πτυχή της κοινωνίας, από το  αν τα τοστ στα σχολικά κυλικεία θα περιέχουν χοιρινό μέχρι τον τρόπο με τον οποίο αναγιγνώσκουμε την ιστορία μας και συνεπώς  με ποιους όρους νοηματοδοτούμε την εθνική μας ταυτότητα. Επιπτώσεις απτές,  διαστατές τόσο στην καθημερινή πρακτική, όσο και στην ευρύτερη θέαση της πατρίδας.

Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Δημοκρατία την Παρασκευή 15 Νοεμβρίου 2019.

 

 

Posted in Uncategorized | Δεν επιτρέπεται σχολιασμός στο Πολυπολιτισμικότητα και εθνική ταυτότητα Ιωάννης Σ. Λάμπρου

 

 

 

Posted in Uncategorized | Δεν επιτρέπεται σχολιασμός στο

Ο αγώνας κατά των αφαιρέσεων και η ανάδειξη ενός εθνικού σχεδίου. Η προβληματική της νεοελληνικής ιδιομορφίας στο βιβλίο του Αρίστου Δοξιάδη, το Αόρατο Ρήγμα.

Του Λεωνίδα Σταματελόπουλου

Πριν λίγα χρόνια εκδόθηκε ένα πολύ σημαντικό βιβλίο που βρέθηκε για εβδομάδες, στην κορυφαία θέση των πωλήσεων στην κατηγορία του δοκιμίου. Πρόκειται για το έργο του Αρίστου Δοξιάδη, Το Αόρατο Ρήγμα. Θεσμοί και συμπεριφορές στην ελληνική οικονομία, εκδ. Ίκαρος, Αθήνα 2013. Το βιβλίο αυτό εκδόθηκε τρία χρόνια μετά το ξέσπασμα της κρίσης αλλά ανακινεί ζητήματα που όφειλαν να ανήκουν στην ημερήσια διάταξη κάθε σοβαρής συζήτησης για τον ελλαδικό κοινωνικό σχηματισμό. Ο λόγος είναι ότι ο Δοξιάδης θέτει ορισμένους καταστατικούς όρους ως προϋπόθεση σύλληψης του τρόπου λειτουργίας της ελλαδικής κοινωνίας που η σημασία τους υπερβαίνει την τρέχουσα κρίση, όσο σοβαρή κι αν είναι αυτή. Υπό αυτή την έννοια, η κρίση δεν είναι παρά μία αφορμή για να ξεδιπλώσει την προβληματική του· το βιβλίο άλλωστε, όπως μας πληροφορεί ο ίδιος στον πρόλογο, ξεκίνησε να συγγράφεται πολύ πριν από την κρίση.

Πέρα από τις καθ’ ύλην, οικονομολογικής υφής, παρατηρήσεις, η σημαντικότερη εισφορά του βιβλίου είναι ο τρόπος με τον οποίο πραγματεύεται τα ζητήματα που θέτει. Στην αρχή του βιβλίου ο ορίζοντας που προσανατολίζει τον συγγραφέα εκφράζεται με γενικούς, οιωνεί γνωσιολογικούς, όρους. Το πρόβλημα που ο συγγραφέας θέτει στο εαυτό του είναι –με τα ίδια του τα λόγια– η ανάγκη του να καταλάβει «πώς ταιριάζουν οι εμπειρικές παρατηρήσεις» του «με τις αναλύσεις των θεωρητικών οικονομολόγων και με τον λόγο των πολιτικών παρατάξεων» (σελ. 11). Η γενικότητα των όρων δεν πρέπει να μας παραπέμψει στο κοινότοπο, αλλά θεμελιώδες ούτως ή άλλως, πρόβλημα της σχέσης μεταξύ θεωρίας και πραγματικότητας ή ιδεολογίας και πρακτικών. Στα όσα έπονται ο συγγραφέας στέκεται στο χάσμα ανάμεσα σε θεωρία και πραγματικότητα που έχει διανοιχθεί ειδικά στον τόπο μας. Τα στοιχεία της γενικής οικονομικής θεωρίας που θα αξιοποιηθούν στην εργασία τους καλούνται να συναρμοστούν με την παρατήρηση του συγκεκριμένου. Το βιβλίο του Δοξιάδη δεν κομίζει μόνον ένα διαφορετικό τρόπο πραγμάτευσης του υλικού του, αρθρώνει συγχρόνως κριτική κατέναντι των κυρίαρχων εξηγήσεων της κρίσης, γεγονός που εξ ανάγκης θα οδηγήσει σε διαφορετική πρόταση για την ανασυγκρότηση της ελλαδικής οικονομίας. Γνώμονας είναι πάντοτε ότι οι όροι θα ταιριάζουν, κατά την έκφραση του συγγραφέα, στον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό (σ. 19).

Εκείνο που είναι σημαντικό στην περίπτωση μας είναι ο διαφορετικός διανοητικός προσανατολισμός του συγγραφέα, ο οποίος για να το πούμε σχηματικά έγκειται στην κατ’αρχάς αποκοπή του από κανονιστικές προθέσεις που έρχονται έξωθεν στην ελλαδική κοινωνία και στην προσπάθεια του διαγνώσει την ιδιαίτερη ορθολογικότητα που τη διαπερνά. Με άλλα λόγια, η βασική πρόθεση του έργου του είναι η διατύπωση μιας συνεκτικής πρότασης για την αξιοποίηση των υφιστάμενων κοινωνικών δομών και δυναμικών, ιδεολογιών και νοοτροπιών προς την κατεύθυνση της ανατίμησης της Ελλάδας στον διεθνή καταμερισμό της εργασίας.

Στα εισαγωγικά μας σχόλια τονίστηκε η διάσταση του διανοητικού προσανατολισμού του συγγραφέα. Είναι και αυτή που θέλουμε να αναδείξουμε στο σύντομο αυτό σημείωμα. Εύλογα μπορεί να σκεφτεί κάποιος ότι ο προσανατολισμός αποτυπώνεται κυρίως στη μέθοδο· δηλαδή, στον τρόπο πραγμάτευσης του υλικού. Ο Δοξιάδης συντάσσεται με μία συγκεκριμένη ερευνητική παράδοση, αναφερόμενος ρητά στη νεοθεσμική προσέγγιση. Δεν θα ήταν ιδιαίτερα γόνιμο να προβούμε εδώ σε λεπτομερή ανάλυση της θεωρητικής αυτής μεθόδου. Από τη σκοπιά που μας ενδιαφέρει –και με πολύ γενικούς όρους– η νεοθεσμική θεωρία, δεν συνιστά παρά έναν άλλον όρο για μία πολυπαραγοντική ανάλυση, στην οποία εμπεριέχονται και οι άτυπες πρακτικές, δίχως μία εξ υπαρχής δοσμένη ιεράρχηση των παραγόντων αυτών. Σε γενικές γραμμές η νεοθεσμική προσέγγιση προσπαθεί να συνθέσει την οικονομική ανάλυση με την ανάλυση των θεσμών και ιδιαίτερα την αλληλεπίδραση των οικονομικών συμπεριφορών και θεσμών ως προς την οικονομική επίδοση της κάθε εθνικής οικονομίας. Οι θεσμοί αποτελούν τους επίσημους κανόνες που την ορίζουν αλλά στην περίπτωση της νεοθεσμικής ανάλυσης περιλαμβάνονται σε αυτούς και οι άτυποι κανόνες που διέπουν τις κοινωνικές συμπεριφορές. Σημαντική διάσταση της ερευνητικής μεθόδου είναι, επίσης, η έμφαση που αποδίδει στο συγκεκριμένο ατομικό, στους συγκεκριμένους δρώντες και όχι στην όλη κοινωνία. Η εικόνα της τελευταίας θα προκύψει μετά τη μελέτη των ατομικών δρώντων. Συνεπώς, η νεοθεσμική παράδοση εντάσσεται στην θεωρητική παράδοση του μεθοδολογικού ατομισμού, ο οποίος αρνείται τον μεθοδολογικό ολισμό που ξεκινά από την εκ των προτέρων σύλληψη του γενικού για να φωτίσει τα επιμέρους. Εδώ, δηλαδή, η πορεία είναι αντίστροφη, καθώς δίδεται έμφαση στις συγκεκριμένες πρακτικές των συγκεκριμένων οικονομικών δρώντων για να προχωρήσει κατόπιν στις θεωρητικές γενικεύσεις. Έπειτα από τα παραπάνω δεν είναι συμπτωματική η αποστροφή του συγγραφέα προς τις αφαιρέσεις των υψιπετών γενικών θεωρήσεων που, το κυριότερο, εφαρμόζονται άκριτα στην ελλαδική περίπτωση. Ο συγγραφέας αποδύεται σε έναν διμέτωπο, τρόπον τινά, θεωρητικό αγώνα ο οποίος έχει πολιτικές απολήξεις. Ήδη από τη αρχή του βιβλίου του κάνει λόγο για τις τεχνοκρατικές αλλά και για τις αριστερές αφαιρέσεις (σελ. 20-26). Ο σκοπός του δεν είναι αυστηρά θεωρητικός. Μέριμνά του είναι να τις εντοπίσει, σχηματικά σίγουρα αλλά με διανοητική εντιμότητα, να αναδείξει τις ιδεολογικές τους χρήσεις και τις παρεπόμενες ψευδαισθητικές τους λειτουργίες –ιδίως στον δημόσιο διάλογο.

Η τεχνοκρατική αφαίρεση ταυτίζεται στην ουσία της με το νεοκλασικό υπόδειγμα. Οι θεράποντες της διανοητικής αυτής παράδοσης προχώρησαν σε διαδοχικές αφαιρέσεις αποβάλλοντας κατ’ αρχάς από την ανάλυση τους τις τάξεις, όπως και κάθε κοινωνικό προσδιορισμό· εξοβέλισαν την ύλη από τα προϊόντα διακρίνοντας μονάχα μείξεις αφηρημένων συντελεστών, και, τέλος, παρέκαμψαν την κρατική εντοπιότητα, δηλαδή το εθνικό κράτος, ωσάν αυτό να είχε καταργηθεί. Τα ιδεώδη τους υποκατέστησαν την πραγματικότητα –θα μπορούσαμε να συμπληρώσουμε. Απέναντι σε αυτές τις αφαιρέσεις ο Δοξιάδης κρατάει το νήμα των κοινωνικών προσδιορισμών και τη θέση των υποκειμένων στον καταμερισμό της εργασίας, προσδίδει στα προϊόντα την υλικότητά τους, σκέπτεται γύρω από τις διαδικασίες παραγωγής τους, όπως και γύρω από τις συνέπειές τους στον χώρο των νοοτροπιών και της ιδεολογίας. Τέλος, επαναφέρει την έννοια της εθνικής οικονομίας που αντιστοιχεί σε μία διαστατή πραγματικότητα και η οποία αλληλεπιδρά με άλλες οικονομίες υπενθυμίζοντάς μας συγχρόνως ότι η Ευρώπη «δεν είναι πολιτικό υποκείμενο. Είναι ένα σύνολο από εθνικές κυβερνήσεις, κόμματα, κοινοβούλια, ψηφοφόρους, καθώς και από υπερεθνικούς θεσμούς, όπως η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, που έχουν αυστηρά ορισμένες αρμοδιότητες» (σ. 234).

Από την άλλη πλευρά, οι αριστερές αφαιρέσεις εκφράστηκαν, και συνεχίζουν να εκφράζονται, μέσα από τρία βασικά θεωρητικά και ιδεολογικά σχήματα. Καταγωγικά, στην κλασική μαρξιστική εκδοχή τους, τοποθετούσαν στο επίκεντρο τη βασική αντίθεση ανάμεσα σε κεφάλαιο και εργασία βλέποντας μόνον την ταξική αντίθεση ανάμεσα σε κεφαλαιοκρατία και εργατική τάξη. Η ανάδυση της ευρωπαϊκής, πολύμορφης μεσαίας τάξης καθώς και το κοινωνικό συμβόλαιο μεταξύ του κράτους, της εργοδοσίας και της εργατικής τάξης έθεσε στο πολιτικό περιθώριο την παραπάνω διαίρεση. Μεταπολεμικά αναδείχθηκε εξ αριστερών μία νέα διαίρεση· αυτή ανάμεσα στην ανεπτυγμένη μητρόπολη και την εξαρτημένη περιφέρεια, για να περάσουμε στα τελευταία χρόνια στην αντίθεση του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου και τους εργαζόμενους, τους πραγματικούς παραγωγούς. Οι αριστερές αφαιρέσεις, εν συνόλω θεωρούμενες, παρακάμπτουν το γεγονός ότι η ελληνική κοινωνία δεν είναι ιδιαίτερα πολωμένη ταξικά, ενώ συγχρόνως την χαρακτηρίζει η «πολυσθένεια» των υποκειμένων (όρο που ο Δοξιάδης αντλεί από τον Κ. Τσουκαλά). Ακόμη περισσότερο, δεν αναλύονται οι σχέσεις παραγωγής και ιδιοποίησης στην Ελλάδα κι ως εκ τούτου δεν διαμορφώνεται ένα αντίστοιχο πολιτικό σχέδιο.

Οι κριτικές ενστάσεις του Δοξιάδη έναντι των αφαιρέσεων είτε τεχνοκρατικής, είτε αριστερής κοπής δεν εξαντλούνται στα παραπάνω. Αποτελούν στόχους τις κριτικής του είτε σε ιδιαίτερες υποενότητες, είτε σε παρεκβάσεις καθιστώντας με αυτόν τον τρόπο συχνά διαλογική την υφή του έργου του.

Ο Α. Δ. δίνει έμφαση στον όρο νεοθεσμική προσέγγιση αλλά η μεθοδολογική καινοτομία της εργασίας του εδράζεται αλλού. Καταφάσκει στην έννοια της ελληνικής ιδιομορφίας την οποία δεν ανάγει στον απόλυτο βαθμό που θα την έκανε ευεπίφορη στην απλώς ιδεολογική της αξιοποίηση – άλλωστε ο ίδιος ο Δοξιάδης κάνει λόγο για την ιδιομορφία του καπιταλισμού σε κάθε χώρα. Η ελληνική ιδιομορφία τίθεται στην προοπτική ενός συγκεκριμένου πλαισίου που προϋποθέτει, και παραπέμπει, στη συγκριτική ανάλυση. Σημειώνει ο συγγραφέας: «Μια καλή προσέγγιση είναι να εντοπίσουμε σε τι διαφέρουμε (η υπογράμμιση του ιδίου) από τις ανεπτυγμένες δυτικές οικονομίες, που συνειδητά ή ασυνείδητα τις έχουμε για πρότυπο. Ακόμα κι όταν τις επικρίνουμε, αυτές έχουμε ως μέτρο σύγκρισης, τόσο για την ιδιωτική κατανάλωση όσο και για τις κοινωνικές υπηρεσίες» (σελ. 37). Με την παρατήρησή του αυτή αναγνωρίζεται ότι η έννοια της ιδιομορφίας δεν τίθεται στο κενό. Η ιδιαιτερότητα προκύπτει από τη σύγκριση με τις «ανεπτυγμένες δυτικές κοινωνίες». Στο ερώτημα γιατί να επιλεγούν οι δυτικές κοινωνίες ως μέτρο σύγκρισης δίνεται και η απάντηση ότι θέλουμε να συγκλίνουμε με αυτές στο επίπεδο της ιδιωτικής κατανάλωσης και των κοινωνικών υπηρεσιών. Από τη σύγκριση αυτή θα ανακύψει και η εννοιολογία αφού εννοιολογικές μορφές που προέκυψαν από τη μελέτη των δυτικών κοινωνιών θα συγκριθούν με εννοιολογικές μορφές που αναδεικνύονται από τη μελέτη της ελλαδικής συνθήκης. Με τον τρόπο αυτό θα προκύψει η ελλαδική ιδιαιτερότητα της οικονομικής και κοινωνικής μας οργάνωσης. Από την άλλη πλευρά, διαμορφώνεται μία ένταση στο εσωτερικό της λογικής του. Αν κάθε χώρα έχει τον δικό της ιδιόμορφο καπιταλισμό, τότε σε τι συνίσταται η κατασκευή της έννοιας «ανεπτυγμένες δυτικές κοινωνίες»; Σε ποιο ιδεότυπο αναφέρεται; Θα μπορούσε να ενταχθεί κάθε χώρα σε αυτόν τον ιδεότυπο; Απαντούμε εμείς· φυσικά και όχι. Η «ιδιομορφία» έχει νόημα ως όρος όταν τα χαρακτηριστικά μιας χώρας είναι τέτοια που αποκλίνουν σε κρίσιμες όψεις της έννοιας «ανεπτυγμένη δυτική κοινωνία». Και η Ελλάδα προδήλως ανήκει σε αυτές –δίχως αυτό να σημαίνει ότι οι αποκλίσεις της είναι τέτοιας έκτασης όσο οι αποκλίσεις άλλων χωρών. Αλλά το πρόβλημα δεν τίθεται μόνο με αφηρημένους όρους· η προϊούσα ενσωμάτωση της Ελλάδας στον διεθνή καπιταλισμό το έθεσε με οξύτητα στην ιστορική διαχρονία. Η ενσωμάτωση στην ανάλυσή των άτυπων, αλλά όχι λιγότερο θεσμισμένων, πρακτικών, αυτών που δεν έχουν θέση στο δημόσιο λόγο τον οδηγεί σε συμπεράσματα που υπερβαίνουν τις θεωρητικές ορθοδοξίες και τούτο γιατί αναδεικνύει όψεις του κοινωνικού βίου που καλούν σε θεματοποίηση και εννοιολογική εκλέπτυνση. Ακόμη περισσότερο θα πρέπει να αξιοποιηθούν για την ανάταξη της οικονομίας: «Έχουμε επιλογές και πρακτικές των οικογενειών και των ατόμων, που είναι άτυπες νόρμες που θα μπορούσαν να είναι πηγές ανάπτυξης αν η δημόσια πολιτική τις αναγνώριζε και τις αξιοποιούσε. Το “μυστικό του κεφαλαίου” στον επιτυχημένο δυτικό καπιταλισμό, όπως γράφει ο De Soto, είναι ότι οι νομοθέτες “ανακάλυψαν” το νόμο που υπάρχει μέσα στις κοινωνικές πρακτικές, δεν τον κατασκεύασαν μέσα στη γυάλα. Αντίθετα, στον Τρίτο κόσμο συχνά η νομοθεσία έρχεται εισαγόμενη από τις δυτικότροπες ελίτ που δεν βλέπουν καθαρά τι συμβαίνει στη δική τους οικονομία» (σ. 175). Αυτή όμως η προβληματική δεν έχει την καταγωγή της στη νεοθεσμική θεωρία αλλά συνοδεύει το ελλαδικό κράτος σχεδόν από τη σύστασή του –έστω κι αν λαμβάνει χώρα σε διαφορετικά συμφραζόμενα, με ποικίλα περιεχόμενα και άλλες στοχεύσεις.

Η εκ μέρους του Δοξιάδη διακηρυγμένη (μερική) ελευθερία έναντι της μεθόδου του επιτρέπει μιαν ορισμένη ευελιξία στην απόπειρα σύλληψης του προς έρευνα αντικειμένου. «Αντικείμενο» εδώ είναι οι βαρύνουσας σημασίας όψεις των οικονομικών και κοινωνικών πρακτικών εν σχέσει προς την κρίση και η απόπειρα διατύπωσης προτάσεων για την εν καιρώ υπέρβασή της. Υπό την έννοια αυτή πέραν της μεθόδου και της ιδιαίτερης ματιάς του συγγραφέα σημασία έχει η δοκιμασία τους στο συγκεκριμένο. Είναι η τελευταία που προσδιορίζει και τη λεπταισθησία της κρίσης ενός εκάστου. Εύλογο είναι βέβαια ότι δεν γίνεται εδώ να λάβει χώρα μία λεπτομερή ανάλυση των αναλύσεων του στα επιμέρους. Αυτό που μπορεί να σημειωθεί είναι ότι η μικρή επιχείρηση και οι συνεταιρισμοί, ο τουρισμός και η ναυτιλία, η γεωργία και η παιδεία, η διοίκηση, η εκπαίδευση και οι συνοδές νοοτροπίες αναλύονται και πάντοτε συγκρίνονται με αντίστοιχες των ανεπτυγμένων χωρών, όχι για να κριθούν και καταδικασθούν, αλλά για να αναφανούν οι ιδιαίτερες λειτουργίες τους, καθώς και να υποδειχθούν τρόποι αξιοποίησης τους. Το ελλαδικό κράτος ακολουθεί έναν άλλον δρόμο και τούτο κατοπτρίζεται κυρίως στη νομοθεσία μέσα από την οποία εκφράζονται οι δημόσιες πολιτικές του. Προσπαθεί να ρυθμίσει την κοινωνία καταρτίζοντας (πιθανόν και μεταφράζοντας θα σχολιάζαμε εμείς) νόμους που δεν μπορούν να εφαρμοστούν στα καθ’ημάς, δίχως καμία μελέτη των επιπτώσεων που θα έχουν. Όμως «το πρόβλημα με τους ανεφάρμοστους νόμους είναι ότι κάνουν ζημιά και όταν εφαρμόζονται και όταν δεν εφαρμόζονται» (σ. 82). Όταν με τη σειρά του ο δημόσιος διάλογος διεξάγεται γύρω από τις κατ’ όνομα προτεραιότητες που θέτουν οι νόμοι – κι αφού έχουν τεθεί εκτός του ορίζοντά μας οι καθημερινές μας εμπειρίες οι οποίες παραμένουν δίχως νοηματοδότηση, ανερμήνευτες – ή γύρω από γενικούς και αφηρημένους ιδεολογικούς προσανατολισμούς, η γενικευμένη υποκρισία είναι το αποτέλεσμα. Η εμβάθυνση στην αναντιστοιχία ανάμεσα στις διακηρύξεις και την πραγματικότητα δεν είναι η μόνη εισφορά του έργου. Το έργο του Δοξιάδη ερεθίζει τη σκέψη ακόμη περισσότερο όταν είτε εξηγεί είτε ερμηνεύει τις καθημερινές πρακτικές και νοοτροπίες της κοινωνίας μας. Οι οικογενειακές στρατηγικές, η προσοδοθηρία, ο καιροσκοπισμός εξηγούνται και διακριβώνεται η ορθολογική λειτουργία τους στο πλαίσιο του ελλαδικού κοινωνικού σχηματισμού.

Η βασική αιτία της ελλαδικής κρίσης, που δεν εξοβελίζει τις υπόλοιπες αλλά αναδεικνύεται σε καθοριστική, βρίσκεται στη διάκριση ανάμεσα σε διεθνώς εμπορεύσιμες και μη εμπορεύσιμες δραστηριότητες (σελ. 196). Η σημασία της διάκρισης εκκινεί από τη σπουδαιότητα του εμπορικού ελλείμματος για κάθε εθνική οικονομία. Πρόκειται για το αόρατο ρήγμα μεταξύ των δύο δραστηριοτήτων που αναπτύσσεται κυρίως στο 16ο κεφάλαιο αλλά ακολουθεί την ανάλυση του Δοξιάδη σε πλήθος πεδία (ενδεικτικά και μόνον: εν σχέσει προς την υφή των μεγάλων επιχειρήσεων, σελ. 65 κ.εξ., 92-94, εν σχέσει προς το υφιστάμενο νομοθετημένο πλαίσιο σελ. 87, σχετικά με τον χαρακτήρα της μεσαίας τάξης, σελ. 103-107, κ.α.), τέμνοντας την κυρίαρχη αφήγηση του βιβλίου, ενώ λανθάνει μονίμως όπου γίνεται λόγος για ανταγωνιστικότητα και παραγωγικότητα της οικονομίας. Η σταδιακή διόγκωσή του χάσματος συνυφάνθηκε με τη σταδιακή κατακυριάρχηση των πρακτικών των εισαγωγών και της κατανάλωσης έναντι των εξαγωγών. Οι κοινωνικές πρακτικές συνυφάνθηκαν με τις αντίστοιχες νοοτροπίες για να οδηγήσουν με τη σειρά τους στις ποικίλες αποκρυσταλλώσεις κοινωνικών τάσεων που αγκάλιασαν το σύνολο κοινωνικό σώμα. Εδώ όμως βρισκόμαστε συγχρόνως ενώπιον ενός θεμελιώδους πολιτικού προβλήματος: από «τη στιγμή που παγιώθηκε το υψηλό ποσοστό κατανάλωσης στο εθνικό εισόδημα, ήταν πολύ δύσκολο, από πολιτική άποψη, να μειωθεί το έλλειμμα στο εμπορικό ισοζύγιο, γιατί το έλλειμμα ήταν άμεσα συνδεδεμένο με το βιοτικό επίπεδο της εκλογική βάσης των κομμάτων» (σ. 189). Ανεξάρτητα λοιπόν από τις υφιστάμενες κοινωνικοοικονομικές διαιρέσεις και κομματικές εκπροσωπήσεις τους ο ελληνικός καπιταλισμός «χαρακτηρίζεται από τη συμβίωση των μεγάλων προμηθευτών του Δημοσίου και του μικροκαπιταλισμού. Και οι δύο αυτοί τρόποι παραγωγής απειλούνται από τον καπιταλισμό της συσσώρευσης παραγωγικών πόρων και της καινοτομίας. Γι’αυτό, και παρ’όλες τις αντιθέσεις τους, είχαν οικοδομήσει επί δεκαετίες μια συμμαχία που δεσπόζει στο πολιτικό σύστημα της χώρας, και μια σιωπηρή συναίνεση για το τι επιτρέπεται και τι διώκεται σ’αυτή τη χώρα. Η συμμαχία αυτή όριζε την ελληνική εκδοχή του καπιταλισμού, αυτή που έφτασε σε αδιέξοδο το 2009» (σ. 70).

Το βιβλίο αυτό προβάλλει την αξίωση για μία ευρύτερη επίδραση καθώς δεν είναι γραμμένο κατά τα ακαδημαϊκά πρότυπα, δίχως να στερείται ακαδημαϊκής θεμελίωσης· το αντίθετο. Οι προσανατολισμοί που θέτει δύνανται να μπολιάσουν όχι μόνον την οικονομική ανάλυση αλλά και την πολιτική κοινωνιολογία ή ακόμη και την κοινωνιολογία του νεοελληνικού πολιτισμού. Συνιστά όχι μία ολοκληρωμένη απάντηση στα προβλήματα που θέτει αλλά χαράσσει τον δρόμο για μία διαφορότροπη και ουσιαστική σύλληψη της νεοελληνικής κοινωνίας και την αντίστοιχη διαμόρφωση ενός προγράμματος σπουδής της και χάραξης δημόσιων πολιτικών.

Ο ρηχός, δηλαδή ο απροϋπόθετος, φιλελευθερισμός ειρωνεύεται την αντίληψη περί ελληνικής ιδιαιτερότητας: «Η απελευθέρωση της αγοράς που λειτούργησε σε όλο τον κόσμο δεν ταιριάζει στις ιδιομορφίες μας… Γενικώς για κάθε λύση έχουμε μία ιδιαιτερότητα… Κι έτσι κινδυνεύουμε να πάθουμε αυτό που νομίζουμε ότι είμαστε. Μια ιδιαιτερότητα που δεν χωρά στην Ευρώπη» (Πάσχος Μανδραβέλης, «Το πολιτισμικό Grexit», Καθημερινή 9/2/2013). Σίγουρα ο λόγος περί ελληνικής ιδιαιτερότητας μπορεί να λειτουργήσει με τον τρόπο που περιγράφεται στο παραπάνω απόσπασμα – όπως κάθε λόγος μπορεί να χρησιμεύσει σε ποικίλες προοπτικές και για να νομιμοποιήσει ποικίλα συμφέροντα. Αλλά μόνον στο πλαίσιο ενός λόγου περί ελληνικής ιδιαιτερότητας μπορεί να αναπτυχθεί μία προβληματική γόνιμη, μακριά από πάσης φύσεως ριζοσπαστισμούς, που θα προσπαθεί να ανατιμήσει την παρουσία του Έθνους στον διεθνή καταμερισμό της εργασίας δίχως να συντρίψει τις κοινωνικές δομές και βελτιώνοντας ή πρακτικές όπως αυτές έχουν φθάσει σε εμάς ίσαμε σήμερα. Νύξη εμπεριέχουν τα λόγια του Δοξιάδη: «Αν το ευρύτερο θεσμικό περιβάλλον αλλάξει για να βοηθήσει τις μικροεπιχειρήσεις να τα αντιμετωπίσουν, τότε ναι, ίσως μπορέσουμε να χτίσουμε μια ανταγωνιστική οικονομία πάνω στη μικρή κλίμακα. Αλλιώς, είτε φτώχεια είτε απότομη συγκέντρωση κεφαλαίου» (σελ. 44).

Στα παραπάνω δόθηκε έμφαση στη θεμελιώδη κατά την εκτίμησή μας όψη του έργου του. Δεν είναι η μόνη, και πλήθος εμπειρικού χαρακτήρα παρατηρήσεις το διαπερνούν. Ευελπιστούμε στο επόμενο τεύχος του περιοδικού να προβάλλουμε ορισμένες θέσεις με άξονα τα όσα ο ίδιος γράφει για τη δημόσια διοίκηση και θέτοντας τις σε σχέση προς το ζήτημα του «ποιος φταίει», εισφέροντας ορισμένες κριτικές ενστάσεις, με την ελπίδα να είναι γόνιμες.

Ο Αρίστος Δοξιάδης αυτοκατανοείται ως κεντροαριστερός. Από τους συμμετέχοντες στην κίνηση των 58, έχει αναφερθεί στην προσπάθεια διαμόρφωσης ενός «ριζοσπαστικού κέντρου». Σε αντίθεση με την αυτοκατανόησή του κυρίου Δοξιάδη, όσο διάβαζα το βιβλίο του αισθάνθηκα ότι τα όσα γράφει συνταιριάζουν με ένα απόσπασμα του Έντμουντ Μπέρκ από τους Στοχασμούς για την Επανάσταση στη Γαλλία – δηλωτικό της απόστασής του Α. Δ. από κάθε είδους ριζοσπαστισμό:

«Υπάρχει και κάτι άλλο πέρα από τη μοναδική εναλλακτική ανάμεσα στην απόλυτη καταστροφή, από τη μια, και τη συντήρηση χωρίς καμιά μεταρρύθμιση από την άλλη. Spartam nactus est; Hanc exorna [σ.τ.μ. Σπάρτην ἔλαγχες· κείνην κόσμει]. Αυτός είναι ένας εξαιρετικά συνετός κανόνας και δεν πρέπει να διαφεύγει την προσοχή ενός έντιμου μεταρρυθμιστή. Δεν μπορώ να συλλάβω πως οποιοσδήποτε άνθρωπος είναι δυνατόν να φθάσει σε τέτοιο βαθμό έπαρσης, ώστε να θεωρεί ότι η χώρα του δεν είναι τίποτα παραπάνω από μία carte blanche, ένα λευκό χαρτί, πάνω στο οποίο μπορεί να μουντζουρώσει ό,τι ευαρεστηθεί. Ένας καλοπροαίρετος θεωρητικός μπορεί να φλέγεται από την επιθυμία η κοινωνία του να είναι φτιαγμένη διαφορετικά απ’ ό,τι είναι, μολαταύτα, ένας καλός πατριώτης και ένας πραγματικός πολιτικός εξετάζει πάντα πως θα αξιοποιήσει με τον καλύτερο τρόπο τα υπάρχοντα υλικά της χώρας του».

(Έντμουντ Μπέρκ (Edmund Burke), Στοχασμοί για την Επανάσταση στη Γαλλία, μεταφρ. Χ. Γρηγορίου, εκδ. Σαββάλας, Αθήνα 2010, σ. 207).

[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ, εδώ]

 

Posted in Λεωνίδας Σταματελόπουλος | Tagged , , , , , , , , , , , , , , , , , , | Δεν επιτρέπεται σχολιασμός στο Ο αγώνας κατά των αφαιρέσεων και η ανάδειξη ενός εθνικού σχεδίου. Η προβληματική της νεοελληνικής ιδιομορφίας στο βιβλίο του Αρίστου Δοξιάδη, το Αόρατο Ρήγμα.

Μετά τη Γερμανία, τι;

Άρθρο του προέδρου του ΙΝΣΠΟΛ Άγγελου Χρυσόγελου που δημοσιεύθηκε στα Νέα της 5ης Ιουλίου 2019

Ο διορισμός της Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν στη θέση της προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής δημιουργεί την εντύπωση γερμανικής νίκης και άλλης μια διαπραγματευτικής επιτυχίας της καγκελαρίου Μέρκελ. Όμως η διαδικασία μέσω της οποίας η ΕΕ κατέληξε στην λύση φον ντερ Λάιεν είναι περισσότερο ενδεικτική της μειούμενης γερμανικής επιρροής σε μια ολοένα και πιο κατακερματισμένη ΕΕ και εν όψει της αποχώρησης Μέρκελ από την εξουσία.

Η Γερμανία βρέθηκε αντιμέτωπη με την κυκλωτική κίνηση ενός ετερόκλητου συνασπισμού. Σε πρώτη φάση η Μέρκελ υποστήριξε, χωρίς ενθουσιασμό, τον υποψήφιο της κεντροδεξιάς Μάνφρεντ Βέμπερ, στη λογική ότι το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα είναι ο πιο αποτελεσματικός μοχλός γερμανικής επιρροής στην ΕΕ. Όμως οι απώλειες του ΕΛΚ στις Ευρωεκλογές και το χαμηλό κύρος του Βέμπερ επέτρεψαν στους κεντρώους και αριστερούς αντιπάλους του, υπό την ηγεσία του Εμανουέλ Μακρόν, να τορπιλίσουν την υποψηφιότητά του.

Η πρώτη γραμμή υποχώρησης της Μέρκελ ήταν ο «συμβιβασμός της Οσάκα», όπου στο περιθώριο της συνόδου G20 αποδέχτηκε τον υποψήφιο των Σοσιαλιστών Φρανς Τίμερμανς για πρόεδρο της Επιτροπής. Αυτή της η επιλογή όμως συνάντησε τις αντιρρήσεις του ίδιου του ΕΛΚ, σε μια πρωτοφανή αμφισβήτηση του κύρους της Μέρκελ μέσα στην ευρωπαϊκή Κεντροδεξιά, και τελικά ενταφιάστηκε από το βέτο μιας λαϊκιστικής συμμαχίας των χωρών του Βίσεγκραντ και της Ιταλίας, που δεν ήθελαν έναν κεντροαριστερό στην θέση του προέδρου της Επιτροπής.

Η Γερμανία βρέθηκε επομένως αντιμέτωπη με την συντονισμένη αμφισβήτηση από τη φιλοευρωπαϊκή κεντροαριστερά από τη μια και την ευρωσκεπτικιστική δεξιά από την άλλη. Το ότι τελικά η Μέρκελ μπόρεσε να «περάσει» μια γερμανική υποψηφιότητα ως ύστατη λύση του αδιεξόδου μοιάζει με παρηγοριά αν κάποιος δει και τις άλλες παραμέτρους του συμβιβασμού.

H μεν Γαλλία κέρδισε την εκλογή της Κριστίν Λαγκάρντ στην προεδρία της ΕΚΤ, επιτυγχάνοντας την πολιτικοποίηση ενός θεσμού που η Γερμανία με ζήλο προστάτευε από πολιτικές παρεμβάσεις προκειμένου να διατηρήσει τον τεχνοκρατικό της χαρακτήρα. Η φον ντερ Λάιεν από την άλλη θα είναι μια αδύναμη πρόεδρος που ήδη έχει αποδεχτεί ότι θα δώσει σημαντικά χαρτοφυλάκια στην Ιταλία και τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, οι οποίες έμειναν εκτός του διαμοιρασμού των ηγετικών θέσεων των ευρωπαϊκών θεσμών.

Η νέα μετα-γερμανική ισορροπία φαίνεται ότι θα αντανακλά έναν παράδοξο συμβιβασμό μεταξύ των οπαδών της εμβάθυνσης της Ευρωζώνης και των εξωτερικών πολιτικών της ΕΕ, υπό την ηγεσία του Μακρόν, και των δεξιών και λαϊκιστών υποστηρικτών της αποκέντρωσης σε ζητήματα κοινής αγοράς, ανταγωνιστικότητας και μετανάστευσης. Παρά τη ρευστότητα, αυτή η διελκυστίνδα μεταξύ «περισσότερης Ευρώπης» και «περισσότερου έθνους-κράτους» δημιουργεί ενδιαφέρουσες ευκαιρίες για την επόμενη ελληνική κυβέρνηση να επιτύχει τους εθνικούς στόχους μέσα στην ΕΕ, αρκεί να υπάρχει φαντασία και διάθεση για πρωτοβουλίες.

Posted in Uncategorized | Δεν επιτρέπεται σχολιασμός στο Μετά τη Γερμανία, τι;

Είναι θέμα επιλογής, Ιωάννης Σ.Λάμπρου

athens-gay-pride-1520519956

 

Με αφορμή τις εκδηλώσεις της ομοφυλοφιλικής κοινότητας τις τελευταίες ημέρες, κατατίθενται ορισμένες σκέψεις.

Επαναλαμβάνεται μονότονα το επιχείρημα, εκ μέρους των ομοφυλόφιλων συμπολιτών μας, ότι η κοινωνία πρέπει να σεβαστεί τις επιλογές στην προσωπική τους ζωή. Το πρόβλημα έγκειται στο ότι δεν κάνουν καμιά τέτοια επιλογή. Απαιτούν τη νομική κατοχύρωση της ιδιαίτερης ταυτότητας σεξουαλικού προσανατολισμού τους αλλά, ταυτόχρονα, αξιώνουν να αποκτήσουν ευνοϊκές ρυθμίσεις που απορρέουν από τον γάμο μεταξύ ετεροφύλων καθώς και αναγνώριση «δικαιώματος» υιοθεσίας παιδιών. Μια αξίωση που δεν έχει τη γενεαλογική καταβολή του ανθρώπινου δικαιώματος όπως η ανεξιθρησκία και η ελευθερία του λόγου, αλλά αυθαίρετα ενδύεται τον μανδύα του δικαιώματος προς εκμετάλλευση των θετικών συμβολισμών και συνδηλώσεων της έννοιας. Αναφορικά δε με τις ευνοϊκές ρυθμίσεις τις οποίες η Πολιτεία προνοεί για το ανδρόγυνο, αυτές παραχωρούνται για τη διαμόρφωση του κατάλληλου πλαισίου δημιουργίας οικογένειας. Είναι ζωτικό, υπαρξιακό συμφέρον της κοινωνίας να διασφαλίζει τους όρους επιβίωσης και διαιώνισής της. Αποτελεί δε συνταγματική επιταγή, σύμφωνα με το άρθρο 21.1. Γι’ αυτόν τον λόγο γίνεται «διάκριση» υπέρ των ετεροφύλων. Είναι ζήτημα στοιχειώδους λογικής, ανθρώπινης φυσιολογίας και επιβίωσης κάθε κοινωνίας.

Αν όντως οι ομοφυλόφιλοι έκαναν μια επιλογή, θα έπρεπε συνειδητά να παραιτηθούν από αξιώσεις γάμου και τέκνων. Επιλογή σημαίνει να αποφασίζει κάποιος ποιο είναι το καλύτερο, καταλληλότερο γι’ αυτόν γνωρίζοντας πως σε κάθε τέτοια διαδικασία χάνει, παραιτείται από κάτι για να λάβει κάτι άλλο, το οποίο θεωρεί σημαντικότερο. Η επιλογή συνίσταται στο κέρδος αυτού που αποκτά κάποιος εις βάρος αυτού που θα αποκτούσε αν επέλεγε διαφορετικά. Η διαδικασία της επιλογής έγκειται στη σχετική αξία που προσδίδουμε στις εναλλακτικές λύσεις που έχουμε μπροστά μας. Αν οι ομοφυλόφιλοι συμπολίτες μας ήθελαν να ακολουθήσουν τη λογική απόληξη του επιχειρήματός τους περί επιλογής, συνειδητά όφειλαν να αποδεχθούν ότι δεν μπορούν να τα διεκδικούν όλα. Όφειλαν να επιλέξουν. Αλλά δεν το κάνουν. Τα θέλουν όλα: νομική κατοχύρωση της σεξουαλικής τους ιδιαιτερότητας, αλλά ταυτόχρονα γάμο και υιοθεσία παιδιών. Διασφάλιση προστατευτικού καθεστώτος αλλά και διεκδίκηση συμβατικού ετεροφυλόφιλου βίου…

Αναφορικά δε με το επιχείρημα ότι το gay pride δεν συνιστά μια γιορτή να είναι κάποιος/α ομοφυλόφιλος αλλά το δικαίωμα να υπάρχει ως τέτοιος/α χωρίς τον φόβο διώξεων και άσκησης βίας, η σχετική νομοθεσία προσφέρει επαρκή προστασία. Απεναντίας η εργαλειακή χρήση γενικών εννοιών με τις οποίες κανείς δεν διαφωνεί, όπως «αξιοπρέπεια», «ισότητα» και «σεβασμός», νοηματοδοτείται εκ νέου ώστε να ορίζονται μόνο στο πλαίσιο αποδοχής των αιτημάτων και αξιώσεων της ομοφυλοφιλικής κοινότητας. Η γλώσσα και το συναίσθημα γίνονται όργανα επιβολής.

Οι Έλληνες ομοφυλόφιλοι πρέπει να συμβιβαστούν με αυτό που είναι και να μην αναζητούν ρόλους και ταυτότητες που δεν συνάδουν με τις επιλογές τους. Η κοινωνία πρέπει να σεβαστεί τις επιλογές τους, αλλά και οι ίδιοι τις συνέπειες των επιλογών αυτών. Μόνο όταν οι ομοφυλόφιλοι συμπατριώτες μας αποκτήσουν πλήρη συνείδηση τού ποιοι είναι θα βρουν την ηρεμία μέσα τους, θα ησυχάσουν με τον εαυτό τους, με το σώμα τους και τους γύρω τους.

 

Το κείμενο δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Δημοκρατία την Τρίτη, 11 Ιουνίου 2019.

Posted in Uncategorized | Δεν επιτρέπεται σχολιασμός στο Είναι θέμα επιλογής, Ιωάννης Σ.Λάμπρου

ΕΚΔΗΛΩΣΗ: Το Ελλαδικό εθνικό κράτος στο πλαίσιο της Ε.Ε. Εξελίξεις και προοπτικές.

 

depositphotos_98103942-stock-photo-european-union-and-greece-the

 

Το Ινστιτούτο Συντηρητικής Πολιτικής και το ΑΡΔΗΝ διοργανώνουν, την Τετάρτη 5 Ιουνίου και ώρα 17:00, στον χώρο πολιτικής και πολιτισμού «Ρήγας Βελεστινλής», Ξενοφώντος 4 ( πλησίον πλατείας Συντάγματος), 6ος όροφος, εκδήλωση με θέμα: «Το ελλαδικό εθνικό κράτος στο πλαίσιο της Ε.Ε.: Εξελίξεις και προοπτικές». Θα μιλήσουν: Γιώργος Καραμπελιάς, συγγραφέας, επικεφαλής ΑΡΔΗΝ και Κωνσταντίνος Λάβδας, Καθηγητής Ευρωπαϊκής Πολιτικής και Ομάδων Συμφερόντων του Τμήματος Διεθνών, Ευρωπαϊκών και περιφερειακών Σπουδών του Παντείου Πανεπιστημίου.

Με αφορμή τις επίκαιρες ευρωπαϊκές εκλογές μπορούν να τεθούν μία σειρά από ερωτήματα που υπερβαίνουν την επικαιρότητα και οφείλουν να τίθενται παραμόνιμα στη δημόσια σφαίρα:

Ποιες εκδοχές συνένωσης των ευρωπαϊκών κρατών υφίστανται; Η πορεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι προδιαγεγραμμένη; Κι αν ναι προς ποια κατεύθυνση; Τα λεγόμενα «ακροδεξιά» κόμματα επιθυμούν την διάλυση της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή την μεταρρύθμισή της προς μία άλλη κατεύθυνση; Τα καλώς νοούμενα συμφέροντα του ελληνικού έθνους δύνανται να πραγματωθούν στο πλαίσιο μίας πολιτικά ενοποιημένης Ε.Ε.; Η πραγματικότητα της εθνικής ανεξαρτησίας συνιστά μία αναπαλλοτρίωτη πραγματικότητα; Κι αν ναι, μπορεί να συμβαδίσει με την πολιτική ολοκλήρωση της Ε.Ε.; Η Ευρωπαϊκή Ένωση συνιστά μία ένωση ισοτίμων εθνών-κρατών ή διέπεται από μίαν ορισμένη ιεραρχία στο εσωτερικό της; Το λεγόμενο «δημοκρατικό έλλειμμα»  στο εσωτερικό της συνιστά ανυπέρβλητο χαρακτηριστικό;

Τα παραπάνω είναι ορισμένα από τα ερωτήματα που, δίχως να προοικονομούν τις ομιλίες των εκλεκτών προσκεκλημένων, δύνανται είτε να τεθούν ρητά είτε να λανθάνουν στον λόγο τους. Σε κάθε περίπτωση στόχος είναι να αναδειχθεί ένας λόγος στη δημόσια σφαίρα που, αντί να συνθηματολογεί, προκρίνει  την μία ή την άλλη επιλογή σε ένα πλαίσιο όπου η πορεία της σκέψης ενδιαφέρει περισσότερο κι από αυτά τα ίδια τα συμπεράσματά της.

Η παρουσία σας θα μας τιμήσει.

 

 

Posted in Uncategorized | Δεν επιτρέπεται σχολιασμός στο ΕΚΔΗΛΩΣΗ: Το Ελλαδικό εθνικό κράτος στο πλαίσιο της Ε.Ε. Εξελίξεις και προοπτικές.

Ευρωπαϊκές Εκλογές, Εθνικές Αναταράξεις

(Άρθρο του προέδρου του ΙΝΣΠΟΛ Άγγελου Χρυσόγελου που δημοσιεύτηκε στα Νέα της 29 Μαΐου 2019)

Το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών τελικά αντί για σεισμός αποδείχτηκε ασθενής δόνηση. Το ακροδεξιό κύμα ήταν μικρότερο του αναμενομένου, ενώ οι σημαντικές απώλειες των δυο μεγάλων οικογενειών – κεντροδεξιάς και σοσιαλιστών – σε μεγάλο βαθμό αναπληρώθηκαν από τα κέρδη των φιλοευρωπαϊκών δυνάμεων του κέντρου, φιλελευθέρων και πρασίνων. Οι ευρωεκλογές όμως παραμένουν ένα άθροισμα 28 εθνικών εκλογών, και διάφορα κατά τόπους αποτελέσματα προοιωνίζουν μεγαλύτερη αστάθεια για το μέλλον από όση μια πανευρωπαϊκή ανάγνωση των εκλογών αφήνει να φανεί.

Στη Μεγάλη Βρετανία, η κατάρρευση των δυο μεγάλων κομμάτων προς όφελος κομμάτων με ξεκάθαρη στάση στο ζήτημα του Μπρέξιτ τα ωθεί να αναπροσαρμόσουν τη στάση τους. Υπό την πίεση του Νάιτζελ Φάρατζ, οι Συντηρητικοί προσέρχονται στις εσωκομματικές εκλογές για την ανάδειξη του διαδόχου της Τερέζα Μέι με διάθεση να εκλέξουν έναν θιασώτη του σκληρού Μπρέξιτ. Ο Τζέρεμι Κόρμπιν από την άλλη αναγκάζεται να έρθει πιο κοντά στο αίτημα των φιλοευρωπαίων για ένα δεύτερο δημοψήφισμα. Η πόλωση και το πολιτικό αδιέξοδο αναμένεται να ενταθούν εν όψει της νέας προθεσμίας εξόδου της Βρετανίας από την ΕΕ στις 31 Οκτωβρίου.

Στην Πολωνία η εθνικολαϊκιστική κυβέρνηση του κόμματος Νόμος και Δικαιοσύνη (PiS) κέρδισε σημαντική νίκη σε βάρος της ενωμένης φιλοευρωπαϊκής αντιπολίτευσης χάρη σε έναν συνδυασμό οικονομικών παροχών και έντασης της εθνικιστικής της ρητορικής που κινητοποίησε ένα εκλογικό ακροατήριο (ηλικιωμένοι, λιγότερο μορφωμένοι) που συνήθως δεν ψηφίζει σε ευρωεκλογές. Το PiS φαίνεται έτσι να έχει πολύ καλές προοπτικές για τις επερχόμενες βουλευτικές εκλογές του φθινοπώρου μετά τις οποίες θέλει να ξαναβάλει μπρος τη διαδικασία συνταγματικών αλλαγών που η ΕΕ είχε μπλοκάρει ως επικίνδυνες για το κράτος δικαίου.

Στην Ιταλία η νίκη της Λέγκας του Ματέο Σαλβίνι σε βάρος των Πέντε Αστέρων επιταχύνει την κατάρρευση του μεταξύ τους συνασπισμού, όχι όμως πριν ο Σαλβίνι διεκδικήσει για την Ιταλία ένα σημαντικό χαρτοφυλάκιο στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, με προτίμηση στον τομέα της οικονομίας με ό,τι αυτό σημαίνει για τη συνοχή της Ευρωζώνης. Αν ο Σαλβίνι μετά προχωρήσει στη δημιουργία μιας δεξιάς κυβέρνησης μαζί με τα απομεινάρια του μπερλουσκονισμού, θα αποκτήσει ρόλο και στις εξελίξεις στον χώρο της ευρωπαϊκής κεντροδεξιάς η οποία παραμένει διχασμένη μεταξύ οπαδών και πολέμιων της προσέγγισης με τους λαϊκιστές.

Τέλος, στη Γερμανία η εποχή Μέρκελ φτάνει στο τέλος της χωρίς ξεκάθαρη εικόνα τι θα την διαδεχτεί. Το αποτέλεσμα των Χριστιανοδημοκρατών ήταν μέτριο, την ώρα που οι συνεργαζόμενοι στον κυβερνητικό συνασπισμό Σοσιαλδημοκράτες παρουσιάζουν πια σημάδια αποσύνθεσης. Η νίκη των Πρασίνων χαιρετίστηκε ως ένα φιλοευρωπαϊκό αποτέλεσμα, εκφράζει όμως ταυτόχρονα και ένα αίτημα ανανέωσης που είναι αμφίβολο αν μπορεί να ικανοποιήσει όχι μόνο η Μέρκελ αλλά και η διάδοχός της Ανεγκρέτ Κραμπ-Κάρενμπαουερ. Αν η άνοδος του λαϊκισμού φαίνεται προς στιγμήν να περιορίζεται, η Γερμανία εισέρχεται σε μια περίοδο ρευστότητας την ώρα που η Ευρώπη αναζητεί εναγωνίως ένα νέο πολιτικό κέντρο βάρους.

Posted in Uncategorized | Δεν επιτρέπεται σχολιασμός στο Ευρωπαϊκές Εκλογές, Εθνικές Αναταράξεις

Συμφωνία των Πρεσπών: Ευρύτεροι Προβληματισμοί Ιωάννης Σ. Λάμπρου

συμφωνια Πρεσπών

Η υπερψήφιση της Συμφωνίας των Πρεσπών από τη Βουλή των Ελλήνων, στις 25 Ιανουαρίου, αποτελεί τον δυσμενή επίλογο της διαχείρισης του ονοματολογικού ζητήματος των Σκοπίων τις τελευταίες τρεις δεκαετίες και αναδεικνύει τις διαχρονικές παθογένειες της εξωτερικής πολιτικής της ελλαδικής πολιτείας. Παθογένειες, οι οποίες δεν επιτρέπουν την υιοθέτηση μακροχρόνιας, απαλλαγμένης από ιδεολογικές ή άλλες εξαρτήσεις, πολιτικής η οποία να ανταποκρίνεται στις ανάγκες της χώρας και του Ελληνισμού ευρύτερα.

Προσκόμματα

Ο παραπάνω στόχος επιτυγχάνεται, πρωτίστως, με την ορθή ανάγνωση των σταθερών και θεμελιωδών παραμέτρων του διεθνούς διακρατικού συστήματος. Η προσέγγιση του διεθνούς δικαίου, η εναπόθεση ελπίδων στη δράση των διεθνών οργανισμών, η αφελής προσέγγιση στην κάθε διαδικασία διακρατικού διαλόγου και η ακόμα πιο αφελής θέση ότι η ανάπτυξη προσωπικών φιλικών σχέσεων μπορούν να εκτρέψουν το ενδιαφέρον των ηγεσιών των χωρών από τις διαχρονικές τους στοχεύσεις. Η κατάσταση επιδεινώνεται από την  άκριτη εισαγωγή πάσης φύσεως θεωρητικών κατασκευών από εκπαιδευτικά ιδρύματα χωρών της Δύσης, τα οποία πέραν της  έλλειψης επαλήθευσης των βασικών τους θέσεων στην κονίστρα της διεθνούς διπλωματίας επιπλέον ασκούν φθοροποιό επιρροή στους έχοντες ευθύνη χάραξης την εξωτερική πολιτική της χώρας αλλοιώνοντας τον τρόπο ανάλυσης του διεθνούς συστήματος με προφανείς επιπτώσεις.

Τέλος, η Αθήνα διαχρονικά  θεωρεί πως η συμμετοχή σε ένα δεδομένο συμμαχικό πλαίσιο βολικά την απαλλάσσει από οποιαδήποτε άλλη προσπάθεια αναζήτησης ερεισμάτων. Μεγάλο βαθμό ευθύνης φέρουν όσες πολιτικές δυνάμεις προσεγγίζουν τη συμμετοχή τη χώρας στους ευρωατλαντικούς  θεσμούς με μεταφυσικούς όρους αποστερώντας στην πράξη κάθε άλλη (παράλληλη) ενατένιση προς τα ιστορικά σημεία αναφοράς του Ελληνισμού ώστε να διαμορφωθεί ένα γεωπολιτικό δόγμα που να συνδυάζει τόσο τη μετοχή της χώρας στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι όσο και τη Διασπορά, την θετική διάθεση απέναντι στον Ελληνικό Πολιτισμό παγκοσμίως, τους φιλικούς ορθόδοξους πληθυσμούς στη Αν. Μεσόγειο και τη Μέση Ανατολή αλλά και ευρύτερα τον Χριστιανικό Κόσμο της Ανατολής. Η στάση των συμμάχων σε Ε.Ε. και ΝΑΤΟ θα έπρεπε ίσως να προβληματίσει τους ένθερμους υποστηρικτές του μονοσήμαντου ευρωπαϊκού προσανατολισμού και του ευρύτερου ευρωατλαντικού συμμαχικού πλαισίου. Αν όντως η Ελλάς έχει αναβαθμιστεί στρατηγικά λόγω των προβλημάτων της Τουρκίας με τον δυτικό παράγοντα γιατί η Αθήνα δεν κατόρθωσε να αποσπάσει καλύτερους όρους στη Συμφωνία των Πρεσπών; Ποια τα απτά ανταλλάγματα σε σχέση με την εξέλιξη του Κυπριακού ζητήματος; Για άλλη μια φορά η Αθήνα καταβάλλει το κόστος των προενταξιακών διαπραγματεύσεων Άγκυρας, Σκοπίων και Τιράνων και με τις υποχωρήσεις που κάνει διευκολύνει την όποια ευρωτλαντική προοπτική των Σκοπίων αυτή τη φορά. Μόνιμη επωδός αποτελεί τι τελευταίες δύο δεκαετίες ο συμμαχικός παράγοντας να ζητεί από την Αθήνα να επιδείξει μεγαθυμία και να λάβει υπ’ όψιν ευρύτερους συμμαχικούς σχεδιασμούς κάνοντας υποχωρήσεις στις διμερείς διαφορές με τα προαναφερθέντα κράτη.

Τις περισσότερες δε φορές η προαναφερόμενη προσέγγιση των εξωτερικών μας θεμάτων βρίσκει αντίθετη τη μεγάλη πλειοψηφία του ελληνικού λαού. Σε αυτές τις περιπτώσεις αδιέξοδο για το πολιτικό προσωπικό της χώρας αποτελεί η «αρχή της διολίσθησης» (βλέπε «Η αρχή της διολίσθησης» τεύχος Ιουλίου-Αυγούστου 2018) βάσει της οποίας μια εκάστοτε ελλαδική κυβέρνηση δεν υποχωρεί άτακτα ώστε να μην χρεωθεί αποκλειστικά την  δυσμενή τροπή αλλά υποχωρεί σε τέτοιο βαθμό ώστε να διευκολύνονται περαιτέρω παραχωρήσεις ή να καθίσταται εξαιρετικό δύσκολο να υπάρξουν βελτιώσεις σε ένα μελλοντικό στάδιο των διαπραγματεύσεων. Και όλα αυτά με τη σιωπηρή επιβεβαίωση του εκλογικού σώματος που συναινεί σε αυτή την τακτική, είτε λόγω άγνοιας και αδιαφορίας, είτε ίσως φόβου μην τυχόν διαταραχθεί η βολική καθημερινότητά του από τυχόν επιδείνωση των σχέσεων με κάποια άλλη χώρα.

Ελλιπές Erga Omnes

Το παρόν κείμενο δεν θα προβεί σε εκτενή ανάλυση της ψηφισθείσης πλέον Συμφωνίας των Πρεσπών. Εκατοντάδες κείμενα έχουν γραφεί, τους τελευταίους επτά μήνες, για τις πρόνοιες, τους κινδύνους και τα θετικά στοιχεία του κειμένου των κ.κ. Τσίπρα και Ζάεφ τόσο στην έγκυρη «Άμυνα και Διπλωματία» όσο και αλλού. Θα γίνουν ορισμένες σύντομες επισημάνσεις αναφορικά με κάποιες πρόνοιες της Συμφωνίας της 17ης Ιουνίου 2018 και θα γίνουν ορισμένες παρατηρήσεις για τις κινητοποιήσεις των πολιτών.

Επιγραμματικά, στα θετικά στοιχεία της Συμφωνίας μπορούν να αναφερθούν η αναγνώριση του κοινού συνόρου (Προοίμιο, άρθρα 3, 4.1) του 1913 και η απαγόρευση αλυτρωτικών ενεργειών (Προοίμιο, άρθρα 4.2, 6.1, 6.3, 8.5) εκατέρωθεν. Ο ενθουσιασμός, όμως, για τα παραπάνω επιτεύγματα πρέπει να μετριαστεί από το γεγονός ότι οι εν λόγω θετικές αναφορές αποτελούν αναγκαίες και θεμελιώδεις προϋποθέσεις  δύο χωρών μελών του ΟΗΕ, και άρα προκαταβολικά τις αποδέχονται ως πηγάζουσες από τον Καταστατικό Χάρτη του τελευταίου, αλλά και ειδικότερα για τα Σκόπια ως μιας χώρας που επιθυμεί να καταστεί μέλος της Ε.Ε. αλλά και του ΝΑΤΟ. Οι παρουσιαζόμενες ως κατακτήσεις συνιστούν τις ελάχιστες, στοιχειώδεις δεσμεύσεις κάθε κράτους το οποίο φιλοδοξεί να μετέχει στο διεθνές διακρατικό σύστημα. Επίσης, ως θετικής αναφοράς κρίνεται και το συνεργατικό πλαίσιο το οποίο παρουσιάζεται στο δεύτερο μέρος της Συμφωνίας, άρθρα 9-19. Συνεργασία, η οποία, όμως, θα μπορούσε να λειτουργήσει και στο υπάρχον πλαίσιο της Ενδιάμεσης Συμφωνίας ή εντός ενός επιπρόσθετου νομικού κειμένου.

Η έτερη δε παρουσιαζόμενη επιτυχία του erga omnes (άρα και από την Αθήνα με την σύγχυση που αυτό μπορεί να προκαλέσει στον αυτοπροσδιορισμό του Μακεδονικού Ελληνισμού αλλά και τις δυνητικές επιπτώσεις αναφορικά με την εργαλειοποίηση της παρουσίας Σλαβόφωνων Ελλήνων πολιτών) νοθεύεται σε πλείστες περιπτώσεις. Ήδη κυβερνητικοί αξιωματούχοι των Σκοπίων κάνουν λόγο για «Μακεδονία» άνευ του γεωγραφικού προθέματος. Ο όρος «Βόρεια Μακεδονία» πιθανότατα θα καταπέσει σε απλή τυπική χρήση στο εσωτερικό των Σκοπίων σε έγγραφα και δημόσια κτήρια ενώ στον καθημερινό δημόσιο διάλογο θα συνεχίζει να γίνεται απρόσκοπτη χρήση της λέξης «Μακεδονία». Για τις διεθνείς δε υποχρεώσεις η εμμονή των Σκοπιανών στη χρήση μόνο της λέξης «Μακεδονία» θα εναλλάσσεται, στον προφορικό λόγο, με περιστασιακή, προσχηματική και μεμονωμένη χρήση του όρου «Βόρεια Μακεδονία» ενώ στα επίσημα έγγραφα θα υπάρχει συμμόρφωση με τη Συμφωνία όπως άλλωστε και από την πλευρά των Αθηνών. Αναφορικά με την εφαρμογή του erga omnes στην ελληνική πλευρά στο εσωτερικό της χώρας δεν θα υπάρχει ομοιόμορφη πρακτική (στον προφορικό δημόσιο λόγο), γεγονός το οποίο θα προσφέρει στην άλλη πλευρά νομιμοποίηση της συνειδητής χρήσης μόνο του όρου Μακεδονία.

Αποδυνάμωση του erga omnes επίσης παρατηρείται και σε άλλα σημεία της Συμφωνίας: διαφοροποίηση των αρχικών των Σκοπίων στις πινακίδες οχημάτων (NM – NMK) και λοιπών χρήσεων (αρχικά MK, MKD) (άρθρο 1.3.ε), διαφοροποίηση χρήσεων του επιθετικού προσδιορισμού της ονομασίας του κράτους ( «της Βόρειας Μακεδονίας» – «μακεδονικός») μεταξύ δημόσιων και ιδιωτικών φορέων (άρθρο 1.3.ζ), ονομασία εμπορικών σημάτων και brand names όπου προβλέπεται διμερής διάλογος με την διαδικασία να διαρκεί έως τρία χρόνια (1.3 θ). Επίσης, ενώ σύμφωνα με το άρθρο 1.8 τα δύο κράτη δεσμεύονται για καθολική χρήση εσωτερικά και διεθνώς του νέου ονόματος και των αντίστοιχων όρων, στη διάταξη 1.10 εισάγεται διάκριση μεταξύ μεταβατικής περιόδου για έγγραφα για διεθνή χρήση ή για εσωτερικά έγγραφα τα οποία μπορούν να χρησιμοποιηθούν στο εξωτερικό η συμμόρφωση των οποίων με τις πρόνοιες της Συμφωνίας θα γίνει εντός πέντε ετών, ενώ οι σχετικοί όροι στα δημόσια έγγραφα της Δημόσιας Διοίκησης αποκλειστικά για εσωτερική χρήση θα αλλάξουν εντός πέντε ετών από την έναρξη διαπραγματεύσεων ενός εκάστου  κεφαλαίου για την ένταξη στην ΕΕ. Κατανοεί κάποιος την ευρεία διασταλτική ερμηνεία που μπορεί να χρησιμοποιήσει η άλλη πλευρά για να καθυστερήσει την εφαρμογή των συμφωνημένων όρων. Στη δε περίπτωση προσκομμάτων των ενταξιακών διαπραγματεύσεων Σκοπίων-Βρυξελλών δεν υφίσταται καμία δέσμευση για τα δημόσια έγγραφα εσωτερικής χρήσης τα οποία στην πράξη θα διαιωνίζουν την μέχρι σήμερα πολιτική. Στο άρθρο 7.5 ορίζεται πως η Συμφωνία δεν θα δυσφημήσει  την υπάρχουσα χρήση των όρων «Μακεδονία», «μακεδονικός» όπως χρησιμοποιείται από τους πολίτες των δύο χωρών – ακυρώνοντας εν μέρει την πρόβλεψη  στις τέσσερις προηγούμενες παραγράφους 7.1-7.4 όπου διαχωρίζεται η χρήση του όρου  «μακεδονικός» από τους πολίτες των Σκοπίων από την ελληνική αρχαιότητα – άρα θα συνεχίζει να υπάρχει μη ομοιόμορφη χρήση του όρου.

Απόλυτη εφαρμογή του erga omnes δεν θα υπάρξει από καμία πλευρά στις χρήσεις στο εσωτερικό των δύο χωρών. Οι δε αναλυτικές προβλέψεις για εθνότητα και γλώσσα αγνοούν την αρχή ότι η σύνδεση ή αποκοπή με μια συγκεκριμένη ταυτότητα δεν επιβάλλεται από διεθνείς συμφωνίες αλλά αποτελεί μια μακροχρόνια σύνθετη διαδικασία με τη συμμετοχή πλείστων παραγόντων. Ακόμα όμως και στην περίπτωση κατά την οποία μια συμφωνία δεν μπορούσε να αποφευχθεί στην υπάρχουσα χρονική περίοδο ας καθορίζονταν συσταλτικά το περιεχόμενό της περιοριζόμενο στο όνομα της γειτονικής χώρας και στην ένταξη στο ΝΑΤΟ και να μην περιλάμβανε πρόνοιες σχετικά με γλώσσα και λοιπά στοιχεία εθνικής ταυτότητας (άρθρο 7.3). Εφ’ όσον η όποια ταυτότητα κάθε λαού άρα και των Σλάβων κατοίκων των Σκοπίων δεν μπορεί  να καθοριστεί απλά με μια αναφορά σε διεθνή συμφωνία ποιος ο λόγος συμπερίληψης της πέραν της εξυπηρέτησης της ανασφάλειας των Σλάβων κατοίκων της γειτονικής χώρας; Αν η παραπάνω παρατήρηση περί συνθετότητας της έννοιας του εθνικώς ανήκειν που δεν μπορεί να περιοριστεί σε μια αναφορά σε ένα διεθνές κείμενο ισχύει, τότε ακόμα και αν η εν λόγω συμπερίληψη έλαβε χώρα προς κατοχύρωση της ταυτότητας των γειτόνων έναντι των Βουλγάρων δεν παράγει πρακτικά αποτελέσματα. Συμπερίληψη αχρείαστη που αποτέλεσε υποχώρηση της ελληνικής κυβέρνησης και επισημοποιήθηκε με την υπογραφή της τελευταίας.

Απουσία ηγεσίας και εθνικό συμφέρον

Οι αρνητικές πτυχές της Συμφωνίας αναφορικά με το όνομα της γειτονικής χώρας και τις ανακόλουθες (με το όνομα) πρόνοιες για γλώσσα και ταυτότητα έχουν επισημανθεί από πολλούς αναλυτές. Ο γράφων εστιάζει στην συρρίκνωση του ιστορικού βάθους του Ελληνισμού ως την πλέον αρνητική διάσταση της Συμφωνίας. Η έννοια «Μακεδονία» με τις ιστορικές τις συνδηλώσεις νοθεύεται και σε διεθνές επίπεδο οικειοποιείται από τη γειτονική χώρα. Ο γράφων δεν υποστηρίζει ότι ο Ελληνισμός, κατέχει, διαχρονικά, την απόλυτη εκπροσώπηση του γεωγραφικού και ιστορικού αποθέματος του όρου αλλά η  Μακεδονία αναδείχθηκε ιστορικά και έλαβε το περιεχόμενο της αυστηρά σε ελληνικό πλαίσιο. Ακόμα και στην οθωμανική δουλεία οι ελληνικοί πληθυσμοί, η ελληνική παιδεία και η παρουσία του Οικουμενικού Θρόνου ένωσαν με δεσμούς αιώνων τους Έλληνες με τη μακεδονική γη. Η επιρροή και παρουσία του Ελληνισμού υπήρξε κυρίαρχη στον χώρο της Μακεδονίας διαχρονικά. Η μονοπώληση του όρου, σε κρατικό επίπεδο, από τα Σκόπια παρά τις προβλέψεις για την σλαβική καταγωγή της αναγνωρισμένης ως «μακεδονικής» γλώσσας και τον διαχωρισμό του από την Αρχαιότητα αποτελεί στρατηγική ήττα των Αθηνών. Το γεωγραφικό δε πρόθεμα «Βόρειος» σε ποια ακριβώς γεωγραφική περιοχή αναφέρεται αν ληφθεί υπ’ όψιν πως τα γεωγραφικά και διοικητικά όρια της περιοχής της Μακεδονίας υπέστησαν αλλαγές από την εποχή του Μ. Αλεξάνδρου και κατόπιν στην Ρωμαϊκή,  Βυζαντινή  και Οθωμανική περίοδο; Σε ποιο βαθμό ο όρος Βόρειος είναι ακριβής και με βάση ποια κριτήρια;

Ο ιστορικός χώρος του Ελληνισμού μικραίνει, όχι μόνο εδαφικά και πληθυσμιακά όπως έχει γίνει αρκετές φορές στο παρελθόν με τη γενοκτονία του Ελληνισμού της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και τους πρόσφυγες από Κύπρο, Αίγυπτο, Βόρειο Ήπειρο αλλά και σε επίπεδο ιστορικής αναφοράς. Η προαναφερόμενη παρατήρηση ίσως ακούγεται υπέρμετρα θεωρητική αλλά η αλλαγή στην πρόσληψη ιστορικών γεγονότων διαμορφώνει το πλαίσιο για απτές, γεωπολιτικές μεταβολές που δύνανται να ακολουθήσουν.

Η παραπάνω παρατήρηση γίνεται ενστικτωδώς αντιληπτή από τα εκατομμύρια των Ελλήνων που εναντιώθηκαν στην εν λόγω συμφωνία. Ασύντακτα αλλά συνειδητά. Όπως την περίοδο του 2002-2004 με το σχέδιο Ανάν. Η θέση πολλών όσων συμμετείχαν στα συλλαλητήρια μπορεί να ήταν απλοϊκή και κάποιες φορές μπερδεμένη και σίγουρα δεν υπήρχε μια ενιαία αντιπρόταση στην κυβερνητική πολιτική.  Η μη συγκροτημένη άρθρωση όμως του εθνικού συμφέροντος φανερώνει τη διαχρονική ανυπαρξία ηγεσίας στη χώρα πρώτιστο καθήκον της οποίας θα ήταν να παιδεύσει το λαό ως προς τα θεμελιώδη και διαχρονικά συμφέροντα του με τον ίδιο τρόπο που κάθε Βρετανός ενστικτωδώς κατανοεί τους κινδύνους για το Ηνωμένο Βασίλειο υπέρμετρης ενίσχυσης κάθε ηπειρωτικής ευρωπαϊκής δύναμης. Αντίθετα η κυβέρνηση λοιδόρησε τους συμμετέχοντες προσπαθώντας να γελοιοποιήσει τις  ανησυχίες τους. Οι καθολικές κινητοποιήσεις δεν χρησιμοποιήθηκαν ως στοιχείο ενισχυτικό της διαπραγματευτικής θέσης της χώρας αλλά αντίθετα εργαλειοποιήθηκαν για τη συγκρότηση ενός προοδευτικού μετώπου -όπως η διαδικασία  της συνταγματικής αναθεώρησης και οι σχέσεις Εκκλησίας-Πολιτείας -υπό την ηγεσία του κυβερνώντος κόμματος. Η σφοδρότητα με την οποία αντιμετωπίσθηκαν τα συλλαλητήρια καταδεικνύει αφ’ ενός την άγνοια όσων δεν μπορούν να κατανοήσουν πως η αναγραφή του θρησκεύματος στις ταυτότητες παλαιότερα αλλά και θέματα εθνικής ταυτότητας και ιστορίας μπορούν να κινητοποιήσουν εκατομμύρια Έλληνες περισσότερο ακόμα και από τις μνημονιακές υποχρεώσεις της χώρας. Αφ’ ετέρου καταφαίνεται ο φθόνος όσων τα ιδεολογικά τους προτάγματα δεν μπορούν να εμπνεύσουν εκατομμύρια Έλληνες να συμμετέχουν σε ογκώδεις πανεθνικές διαδηλώσεις.

Το χάσμα μεταξύ κυβερνώντων και κυβερνωμένων διευρύνεται μετά από σχεδόν 10  οικονομικής επιτροπείας. Εντείνεται η αίσθηση στη συνείδηση των πολιτών της αδιαφορίας της ηγεσίας τη χώρας στις ανάγκες και ευαισθησίες τους. Ειδικότερα η διαφοροποίηση εκλογικού σώματος και κυβέρνησης μπορεί να λάβει χαρακτηριστικά αποξένωσης του Ελληνισμού της Μακεδονίας με δημιουργία εκφυλιστικών φαινομένων αυτόκλητων ηγετών της περιοχής, με την στήριξη οικονομικών κύκλων,  με συνέπεια την καλλιέργεια κλίματος απομάκρυνσης και διαφοροποίησης από την Αθήνα.

Η ευθύνη για την κατάληξη των διαπραγματεύσεων με τη γειτονική χώρα είναι καθολική και επιμερίζεται σε όλους τους Έλληνες πολίτες. Δεν αρκούν σπασμωδικές κινητοποιήσεις και μεμονωμένες εξάρσεις. Απαιτείται συνεχή φροντίδα για τα Κοινά του τόπου. Η  επιβίωση καθίσταται πιο δύσκολη εντός μνημονιακού πλαισίου από ότι πριν ενώ παράλληλα κάθε συμπατριώτης μας αντιμετωπίζει τα δικά του ξεχωριστά προβλήματα και προκλήσεις. Τα παραπάνω, όμως, όσο και αν συνιστούν μια αναντίλεκτη πραγματικότητα δεν αποτελούν νομιμοποίηση αδιαφορίας και αποστασιοποίησης από τα πολιτικά και κοινωνικά δρώμενα. Αντίθετα επιβάλλουν μια πιο δεσμευτική και ουσιαστική ενασχόληση με όσα διαδραματίζονται. Η ήττα της 25ης Ιανουαρίου ας καταστήσει σαφή, στους συμπατριώτες μας, την ανάγκη συνειδητής συμμετοχής στις δημόσιες υποθέσεις.

Το άρθρο δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στο περιοδικό Άμυνα και Διπλωματία, τεύχος Φεβρουαρίου 2019.

Posted in Uncategorized | Δεν επιτρέπεται σχολιασμός στο Συμφωνία των Πρεσπών: Ευρύτεροι Προβληματισμοί Ιωάννης Σ. Λάμπρου

Η διεθνής διάσταση του Εθνικού ∆ιχασµού (1915-17), Σπυρίδων Γ. Πλουμίδης

Περίληψη της ομιλίας του Επίκουρου Καθηγητή Νεώτερης και Σύγχρονης Ελληνικής Ιστορίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών Σπυρίδωνα Γ. Πλουμίδη στην εκδήλωση του ΙΝΣΠΟΛ στις 24 Νοεμβρίου 2018.

 

Ο Εθνικός ∆ιχασµός (1915-17) υπήρξε µια πολύπλευρη, πολυεπίπεδη και πολυδιάσταση διαµάχη, η οποία έθεσε επί τάπητος κορυφαία πολιτειακά και συνταγµατικά ζητήµατα της ελληνικής πολιτείας. Ο πυρήνας αυτής της διαµάχης υπήρξε το ερώτηµα «πόλεµος ή ουδετερότητα», ένα ερώτηµα το οποίο ταλάνισε επίσης µια σειρά από άλλες χώρες των Βαλκανίων και της Νοτίου Ευρώπης εκείνα τα χρόνια (Βουλγαρία, Ρουµανία και Ιταλία). Το κρίσιµο αυτό ερώτηµα αναφορικά µε τον χειρισµό της εξωτερικής και της στρατιωτικής πολιτικής ξέφευγε εκ των πραγµάτων από τα στενά πλαίσια του interventismo και του neutralismo και άγγιζε το θεµελιώδες ζήτηµα τού που εδράζεται η «κυριαρχία» της Πολιτείας: «επί της Λαϊκής Κυριαρχίας ή εις την βασιλικήν εξουσίαν», και ποιος είναι «ο κυρίαρχος ιδρυτής του Συντάγµατος, ο λαός ή το Στέµµα», όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά στην αιτιολογική έκθεση για την ανασύσταση της Βουλής της Κ´ Περιόδου (εν Αθήναις 28 Ιουνίου 1917). Ως εκ τούτου, στα χρόνια του Α´ Παγκοσµίου Πολέµου και σε µια σειρά από χώρες συγκρούστηκαν περί της µορφής του Κράτους και των κυριαρχικών λειτουργιών του η µοναρχική και η εθνική αρχή. Η µεν πρώτη αρχή πρεσβεύει πως το Κράτος ταυτίζεται µε το πρόσωπο του µονάρχη (κι εποµένως ο πόλεµος είναι προσωπική υπόθεσή του), η δε δεύτερη ότι η κυριαρχία ενυπάρχει εις το «έθνος», τουτέστιν –κατά τα διδάγµατα του Αββά Σεγιές‒ στην Τρίτη Τάξη (le tiers état), δηλαδή στον λαό.

Στην Ελλάδα, και οι δύο πολιτικές παρατάξεις (οι βενιζελικοί και οι αντιβενιζελικοί) αναφέρονταν εξίσου στην έννοια «Έθνος» (ως φορέα της κρατικής κυριαρχίας) και κόπτονταν οµοίως για τη «σωτηρία του Έθνους», αλλά προσέδιδαν στην εν λόγω έννοια εντελώς διαφορετικό περιεχόµενο. Για παράδειγµα, ο εκλογικός συνδυασµός του ∆. Γούναρη ήταν ο «Εθνικός Συνδυασµός». Οι βενιζελικοί όµως µε τη λέξη «Έθνος» εννοούσαν τον λαό, ενώ οι αντίπαλοί του τον βασιλιά (βλέπε: µονάρχη). Πάνω σε αυτήν την πολιτειακή αντίληψη δοµήθηκε η αντιβενιζελική παράταξη, που είχε ως επίκεντρό της τον ∆. Γούναρη. Οι γουναρικοί «εθεώρουν ως πατρίδα τον Βασιλέα και ως Εθνικήν πολιτικήν τας προσωπικάς γνώµας αυτού». Στις (µονοµερείς) εκλογές της 6ης ∆εκεµβρίου 1915 «το σήµα των Γουναρικών υποψηφίων» ήτο «ο Αετός συµβολίζον τον Στρατηλάτην Βασιλέα». Ο Γουναρικός «εθνικός» (εκλογικός) συνδυασµός ήταν «ο Βασιλικός συνδυασµός», επίκεντρο της εκλογικής εκστρατείας ήταν «ο Άναξ», και ο ελληνικός λαός καλείτο τότε «να ψηφίση την πολιτικήν του Άνακτος» (δηλ. της «ουδετερότητος») και «πολίτας πονετούς και αγαπώντας τον θρόνον του Βασιλέως Κωνσταντίνου». Το Κόµµα των Εθνικοφρόνων ήταν εποµένως το Κόµµα των Βασιλοφρόνων, δηλ. µοναρχικό κόµµα.  Οµοίως, το 1920 το raison d’être του γουναρικού κόµµατος ήταν η «βασιλοφροσύνη» (εφ. Καθηµερινή αρ. 385, 23 Οκτωβρίου 1920, σ. 1).

 

 

Posted in Uncategorized | Δεν επιτρέπεται σχολιασμός στο Η διεθνής διάσταση του Εθνικού ∆ιχασµού (1915-17), Σπυρίδων Γ. Πλουμίδης

Εκδήλωση ΙΝΣΠΟΛ: Η διεθνής διάσταση του Εθνικού Διχασμού (1915-17) / ΣΑΒ 24/11/18, 12.00

Το Ινστιτούτο Συντηρητικής Πολιτικής έχει την τιμή να σας προσκαλέσει στην ομιλία του καθηγητή Σπυρίδωνα Πλουμίδη με τίτλο «Η διεθνής διάσταση του Εθνικού Διχασμού (1915-17)» η οποία αποτελεί μέρος ευρύτερης μελέτης που θα δημοσιευθεί σε λίγους μήνες.

Παράλληλα με την παρουσίαση του διεθνούς αντίκτυπου της εσωτερικής κατάστασης θα γίνουν επισημάνσεις για τη κομματική συγκρότηση και διαμόρφωση του αντιβενιζελικού μετώπου.

Πρόκειται για την αρχή μίας σειράς διαλέξεων που θα σχετίζονται με την ελλαδική Δεξιά. Έχει προηγηθεί η ομιλία του Κώστα Ιορδανίδη για τον Συντηρητισμό.

Η εκδήλωση θα λάβει χώρα το Σάββατο 24 Νοεμβρίου 2018, στις 12.00 μ.μ., στο POLIS ART CAFE (Πεσμαζόγλου 5, Αίθριο Στοάς Βιβλίου, 10559 Αθήνα).

Posted in Uncategorized | Δεν επιτρέπεται σχολιασμός στο Εκδήλωση ΙΝΣΠΟΛ: Η διεθνής διάσταση του Εθνικού Διχασμού (1915-17) / ΣΑΒ 24/11/18, 12.00

Ένθετο «Καθημερινής» 11/11/18: Σχέσεις Εκκλησίας-Κράτους / Σ. Μητραλέξης, Α. Χρυσόγελος [PDF]

Το ένθετο είναι προσβάσιμο εδώ:


Posted in Άγγελος Χρυσόγελος, έρευνες_δημοσιεύσεις | Δεν επιτρέπεται σχολιασμός στο Ένθετο «Καθημερινής» 11/11/18: Σχέσεις Εκκλησίας-Κράτους / Σ. Μητραλέξης, Α. Χρυσόγελος [PDF]

Χρονολόγιο των σημείων τομής στις σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας / Σωτήρης Μητραλέξης

Χρονολόγιο των σημείων τομής στις σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας εξ ιδρύσεως ελληνικού κράτους

Σωτήρης Μητραλέξης

*

Μελέτη ΙΝΣΠΟΛ 30/B/19

*

2.8.1829: το ΙΑ΄ Ψήφισμα της Δ΄ Εθνοσυνέλευσης του Άργους αποφασίζει ότι το Κράτος θα αναλάβει την εκκλησιαστική περιουσία και από τα έσοδά της θα διατίθενται ποσά «εις βελτίωσιν του Ιερατείου» και για την εκπαίδευση των νέων.

 

17.4.18332.5.1833: Η Εκκλησιαστική Επιτροπή, που συγκρότησε ο Αντιβασιλέας Georg Maurer, εισηγείται ένα σχέδιο απόσπασης της Εκκλησίας στην Ελλάδα από το Οικουμενικό Πατριαρχείο και ίδρυσης αυτοκέφαλης Εκκλησίας του ελληνικού βασιλείου

 

15.7.1833: Αρχίζει τις εργασίες στο Ναύπλιο Σύνοδος 22 Επισκόπων, που συγκάλεσε με πρωτοβουλία της η Αντιβασιλεία, με συμμετοχή από εν ενεργεία Ιεράρχες που βρίσκονταν μέσα στο ελληνικό βασίλειο, καθώς περισσότερους Ιεράρχες διωγμένους από την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Ο Σπυρίδων Τρικούπης παρουσιάζει τις προτάσεις της Αντιβασιλείας για δημιουργία αυτοκέφαλης Εκκλησίας, οι οποίες υπογράφονται από τους επισκόπους χωρίς γνώση και συναίνεση του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως. Τις επόμενες μέρες και άλλοι Επίσκοποι συνυπέγραψαν (οι περισσότεροι από τους οποίους ήταν «εμπερίστατοι», διωγμένοι από τα οθωμανικά εδάφη).

 

23.7.1833: Η Αντιβασιλεία εκδίδει, χωρίς απόφαση του Οικουμενικό Πατριαρχείου, βασιλικό διάταγμα που ανακηρύσσει την «ανεξαρτησία» της ορθόδοξης Εκκλησίας στην Ελλάδα, η οποία έχει πλέον δογματική και όχι διοικητική ενότητα με το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Καθορίζει ως διοικητικό αρχηγό της τον καθολικό Βασιλέα Όθωνα, ενώ η Εκκλησία διοικείται πνευματικά από συλλογικό όργανο Επισκόπων («Ιερά Σύνοδο του Βασιλείου του Ελλάδος») και στις συνεδριάσεις του υποχρεωτικά παρευρίσκεται ο Βασιλικός Επίτροπος καθώς «κάθε πράξις γενομένη εν απουσία του είναι άκυρος». Καμία απόφαση της Ιεράς Συνόδου δεν εκτελείται χωρίς την έγκριση της Κυβερνήσεως. Η παρουσία της Κυβέρνηση στις συνεδριάσεις της Ιεράς Συνόδου μέσω του Βασιλικού Επιτρόπου καταργήθηκε το 1977 με τον νέο Καταστατικό Χάρτη της Εκκλησίας (νόμος 590/1977). Η Εκκλησία βρίσκεται πλέον σε απόλυτη εξάρτηση από το Κράτος.

 

25.9.1833: Με διάταγμα της Αντιβασιλείας διαλύονται οι Ιερές Μονές που έχουν κάτω και δημεύεται η περιουσία τους χωρίς αποζημίωση. Ο αριθμός τους υπολογίζεται από 426 έως 440 Μονές. Ο Αντιβασιλέας Maurer υπολόγιζε ότι το 1833 η έκταση της μοναστηριακής περιουσίας ανερχόταν στο 1/3 των «γαιών» της τότε ελληνικής επικράτειας. Προκαλούνται λαϊκές αντιδράσεις, ιδίως στην Πελοπόννησο, καθώς μοναχοί εκδιώκονται από τα μοναστήριά τους ή παραμένουν σε αυτά ως ενοικιαστές της Κυβέρνησης, ιερά σκεύη εκποιούνται από το Κράτος και τα μοναστηριακά κτήματα περιέρχονται στις Νομαρχίες.

 

1.12.1834: Η Αντιβασιλεία ιδρύει κρατικό φορέα («Εκκλησιαστικόν Ταμείον») για τη διαχείριση της περιουσίας των διαλελυμένων Μονών

 

29.6.1850: Το Οικουμενικό Πατριαρχείο παραχωρεί καθεστώς αυτοκεφαλίας και ιδρύει την αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ελλάδος με εδαφική δικαιοδοσία τα όρια του τότε Ελλ. Βασιλείου (παλαιά Ελλάδα). Προβλέπει ότι η Εκκλησία αυτή θα πρέπει να διοικείται «ελευθέρως και ακωλύτως από πάσης κοσμικής επεμβάσεως».

 

10.7.1852: Παρά την έκδοση του Πατριαρχικού Τόμου του 1850 η Κυβέρνηση εκδίδει νόμους με αντίθετες ρυθμίσεις για τη διοίκηση της αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Ελλάδος

 

22.11.1875: Μετά την αποκάλυψη του σκανδάλου των «Σιμωνιακών» από την Κυβέρνηση Χαρ. Τρικούπη, η Βουλή παραπέμπει σε δίκη 2 μέλη της προηγούμενης Κυβέρνησης Δημ. Βούλγαρη (Υπουργούς Εκκλησιαστικών και Δικαιοσύνης, Ιωάννη Βαλασόπουλο και Βασίλειο Νικολόπουλο) και τους 3 Μητροπολίτες Κεφαλληνίας (Σπυρίδωνα Κομποθέκρα), Πατρών και Ηλείας (Αβέρκιο Λαμπίρη) και Μεσσηνίας (Στέφανο Αργυριάδη) με την κατηγορία ότι οι Υπουργοί δωροδοκήθηκαν από 4 υποψηφίους μητροπολίτες, ώστε να εκλεγούν στις 3 κενές Μητροπόλεις (Μεσσηνίας, Κεφαλληνίας, Πατρών). Καταδικάζονται σε ποινές φυλάκισης και προστίμου για τα αδικήματα της δωροδοκίας, εκβίασης και σιμωνίας (χειροτονίας με οικονομικό αντάλλαγμα). Οι τρεις Μητροπολίτες αργότερα παραιτήθηκαν (18.11.1877).

 

ΟκτώβριοςΝοέμβριος 1901 (Ευαγγελικά): Η Εφημερίδα «Ακρόπολις» δημοσιεύει σε συνέχειες την Καινή Διαθήκη μεταφρασμένη στη δημοτική από τον Αλέξανδρο Πάλλη. Φοιτητές παρακινούμενοι από καθηγητές του Πανεπιστημίου Αθηνών, που υποστηρίζουν την καθαρεύουσα, ετοιμάζουν κινητοποιήσεις, καθώς θεωρούν βέβηλη την πρωτοβουλία της εφημερίδας. Γίνονται μεγάλες διαδηλώσεις στην Αθήνα (3-4.11.1901) που λαμβάνουν και πολιτικές διαστάσεις με την συμμετοχή του κόμματος Θεοδ. Δηλιγιάννη και κατά τη διαδήλωση στους Στύλους Ολυμπίου Διός (7.11.1901) η Χωροφυλακή πυροβολεί το πλήθος, που προσπάθησε να κινηθεί προς την έδρα της Αρχιεπισκοπής Αθηνών με νεκρούς και πολλούς τραυματίες. Η εφημερίδα ζήτησε δημοσίως συγγνώμη, ενώ ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Προκόπιος, όπως και η Κυβέρνηση Γ. Θεοτόκη αναγκάσθηκαν να παραιτηθούν. Η αναθεωρητική Βουλή προσέθεσε διάταξη στο Σύνταγμα του 1911 κατά την οποία απαγορεύεται η μετάφραση της Αγίας Γραφής χωρίς την άδεια της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως και αργότερα στο Σύνταγμα του 1927 ότι απαιτείται και η άδεια της αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Ελλάδος.

 

19.11.1909: Το κράτος ιδρύει δημόσιο φορέα το «Γενικό Εκκλησιαστικό Ταμείον», και ορίζει ως προσόδους του τα εισοδήματα των διατηρουμένων Μονών, που δεν διαλύθηκαν το 1833-1834, ενώ αποφασίζει και συγχωνεύσεις Μονών που είχαν τότε (1909) λιγότερους των έξι μοναχών. Δεν καταργείται ωστόσο το Εκκλησιαστικό Ταμείο του Όθωνα που κατέχει από το 1834 την περιουσία των διαλελυμένων 426 Μονών (μετονομάζεται σε «Παλαιό Εκκλησιαστικό Ταμείο»).

 

1916: Κατά τη διάρκεια του Εθνικού Διχασμού οι Μητροπολίτες χωρίζονται σε βενιζελικούς και βασιλόφρονες. Το Κίνημα Εθνικής Άμυνας (Προσωρινή Κυβέρνηση Θεσσαλονίκης) κατά τη διάρκεια του 1916 φυλακίζει, περιορίζει ή και εξορίζει αντιφρονούντες Επισκόπους σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας, που έχει υπό τον έλεγχό του.

 

11.12.1916: η «Εντολοδόχος Επιτροπή του Πανελληνίου Συνδέσμου Συντεχνιών» απευθύνει δια του τύπου πρόσκληση συμμετοχής του λαού και του κλήρου σε «Ανάθεμα» κατά του Ελευθέριου Βενιζέλου στο Πεδίο του Άρεως. Η Ιερά Σύνοδος αποφασίζει ότι είναι αναρμόδια να εκδώσει απόφαση αφορισμού του Ελ. Βενιζέλου, αλλά επιτρέπει την παρουσία μελών της Ιεράς Συνόδου και του κλήρου της Αθήνας στην συμβολική τελετή λιθοβολισμού–αναθέματος κατά του Βενιζέλου (Πολύγωνο 12.12.1916).

 

28.4.1917-10.5.1917: Ο πρόεδρος της Προσωρινής Κυβέρνησης Ελ. Βενιζέλος συγκαλεί στην Θεσσαλονίκη συνέλευση Επισκόπων («Συνέλευση Ιεραρχών της Νέας Ελλάδος») με συμμετοχή ιεραρχών κυρίως από τις Νέες Χώρες (Μακεδονία, Ήπειρο κλπ) και την Κρήτη και λιγότερους από την υπόλοιπη Ελλάδα. Η φιλοβασιλική Ιερά Σύνοδος της Αθήνας δεν αναγνώρισε ως σύμφωνη με τους ιερούς κανόνες της Εκκλησίας την «Συνέλευση Ιεραρχών της Νέας Ελλάδος» και ξεκίνησε διαδικασίες πειθαρχικών διώξεων σε βάρος φιλοβενιζελικών κληρικών.

 

1917: Η νέα Κυβέρνηση Βενιζέλου αρνείται να ορκισθεί από τον φιλοβασιλικό Αρχιεπίσκοπο Αθηνών Θεόκλητο και ορκίζεται από τον Αρχιμανδρίτη (μετέπειτα Αρχιεπίσκοπο Αθηνών Χρυσόστομο Παπαδόπουλο). Ο Ελ. Βενιζέλος τροποποιεί τον καταστατικό νόμο της Εκκλησίας, εκδιώκει από τα καθήκοντά τους τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών Θεόκλητο και τους 4 Αρχιερείς, μέλη της Ιεράς Συνόδου, που ενέκριναν το Ανάθεμα, οι οποίοι εκτοπίζονται σε μοναστήρια όπου μένουν φρουρούμενοι. Η Κυβέρνηση διόρισε νέα Ιερά Σύνοδο («αριστίνδην» Σύνοδο) μήνυσε όσους Αρχιερείς συμμετείχαν σε Αναθέματα στην Αθήνα και στις επαρχίες τους και συγκρότησε εκκλησιαστικό δικαστήριο με φιλοβενιζελικούς Επισκόπους, το οποίο τιμώρησε τους αντιφρονούντες Αρχιερείς.

 

29.12.1919: Η Κυβέρνηση κηρύσσει ως απαλλοτριωτέα όλα τα τότε αγροτικά μοναστηριακά ακίνητα προκαλώντας αντιδράσεις της Εκκλησίας προς τον σκοπό αποκατάστασης των γεωργών, με πρόβλεψη αποζημίωσης σε προπολεμικές τιμές, η οποία σε πολλές περιπτώσεις δεν καταβλήθηκε.

 

28.2.1920: Η ψήφιση νέου Αγροτικού Νόμου (2052/1920), που επαναλαμβάνει τις απαλλοτριώσεις μοναστηριακών κτημάτων του 1917 και τις επεκτείνει σε όλη την χώρα

 

1922: Η Επαναστατική Κυβέρνηση αποφασίζει μαζικἐς απαλλοτριώσεις μοναστηριακών ακινήτων για την αποκατάσταση των προσφύγων. Απαλλοτριώνονται μεγάλα κτήματα, που δεν καταλήγουν ολόκληρα στους πρόσφυγες.

 

16.11.1920: Η νέα φιλομοναρχική Κυβέρνηση καθαιρεί την φιλοβενιζελική Ιερά Σύνοδο και τον Αρχιεπίσκοπο Μελέτιο (Μεταξάκη) και διορίζει νέα «αριστίνδην» Σύνοδο και επαναφέρει τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών Θεόκλητο. Διενεργούνται αντίστοιχες πειθαρχικές διαδικασίες σε βάρος των έκπτωτων φιλοβενιζελικών Επισκόπων, όπως έπραξαν και πριν το 1920 οι βενιζελικοί σε βάρος των φιλομοναρχικών Επισκόπων.

 

1926: Η Βουλή αναστέλλει το Σύνταγμα του 1911 και παραχωρείόλες τις εξουσίες στον δικτάτορα Θ. Πάγκαλο, ο οποίος προβαίνει σε απαλλοτριώσεις περιουσιών Μονών χωρίς καταβολή αποζημίωση

 

12.7.1928: Η Κυβέρνηση έχοντας πληροφόρηση ότι επίκειται η παραχώρηση από το Οικουμενικό Πατριαρχείο στην Εκκλησία της Ελλάδος «επιτροπικώς» της διοίκησης των Νέων Χωρών (Ήπειρος, Μακεδονία Θράκη) σπεύδει και εκδίδει νόμο για την υπαγωγή τους στην Εκκλησία της Ελλάδος και θέτει όρους χωρίς συνεννόηση με το Οικουμενικό Πατριαρχείο

 

4.9.1928: Το Οικουμενικό Πατριαρχείο εκδίδει Πράξη παραχωρεί «επιτροπικώς» στην Εκκλησία της Ελλάδος τη διοίκηση των Νέων Χωρών θέτοντας στην Εκκλησία της Ελλάδος 10 όρους

 

10.5.1930: Με εισήγηση του Υπουργού Παιδείας Γεωργίου Παπανδρέου καταργείται το Γενικό Εκκλ. Ταμείο και ιδρύεται ο κρατικός «Οργανισμός Διαχειρίσεως Εκκλησιαστικής και Μοναστηριακής Περιουσίας» (ΟΔΕΠ). Το Δ.Σ. του Ο.Δ.Ε.Π. αποτελείται από 3 εκπροσώπους της Εκκλησίας και 4 εκπροσώπους της Πολιτείας. Με σειρά διαταγμάτων η περιουσία των Μονών διαιρείται σε «ρευστοποιητέα», η οποία περιέρχεται στη διαχείριση του κρατικού ΟΔΕΠ και «διατηρούμενη», που κρίνεται ότι πρέπει στη διαχείριση των Μονών για τις ανάγκες τους. Η ρευστοποιητέα περιουσία καταγράφεται από τον ΟΔΕΠ με τη βοήθεια των τοπικών υποκαταστημάτων της Εθνικής Τραπέζης, γίνονται εκποιήσεις της και τα χρηματικά ποσά επενδύονται σε καταθέσεις και μετοχές της Εθνικής Τραπέζης της Ελλάδος. Έτσι προκύπτει το χαρτοφυλάκιο μετοχών του Ο.Δ.Ε.Π. στην Εθνική Τράπεζα. Επίσης, γίνονται πάλι νέες συγχωνεύσεις Μονών (που είχαν λιγότερους των 6 μοναχών).

 

5.11.1938: Εκλέγεται Αρχιεπίσκοπος ο Δαμασκηνός (Παπανδρέου), αλλά η εκλογή του ακυρώνεται μετά από αίτηση ακυρώσεως 3 Μητροπολιτών από το Συμβούλιο Επικρατείας, το οποίο πιέζει η Δικτατορία Μεταξά. Κατά την νέα ψηφοφορία εκλέγεται Αρχιεπίσκοπος Αθηνών ο Χρύσανθος (Φιλιππίδης).

 

30.4.1941: Ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χρύσανθος αρνείται να ορκίσει την Κυβέρνηση Τσολάκογλου απομακρύνεται από το αξίωμά του και στις 2.7.1941 εκλέγεται Αρχιεπίσκοπος ο Δαμασκηνός

 

5.9.1945: Ο Κλήρος βρίσκεται σε άθλια οικονομική κατάσταση και ζει από προσφορές πιστών. Ο αναγκαστικός νόμος 536/1945 απαγόρευσε την πληρωμή των κληρικών σε είδος από τους ενορίτες και προβλέπει για πρώτη φορά ότι το Δημόσιο ενισχύει την μισθοδοσία του Κλήρου. Η Εκκλησία συνεισφέρει στην μισθοδοσία μέσω της ενοριακής εισφοράς των χριστιανικών οικογενειών (αργότερα καταργήθηκε) και της εισφοράς ποσοστού 25% και αργότερα 35% από τα έσοδα των Ναών

 

18.9.1952: Το Σύνταγμα του 1952 προέβλεψε κατ’ εξαίρεση για το διάστημα 1952-1955 τη δυνατότητα απαλλοτριώσεων με μειωμένη αποζημίωση (στο 1/3 της αξίας τους), ώστε να αποκατασταθούν οι ακτήμονες γεωργοκτηνοτρόφοι της Κατοχής και του Εμφυλίου. Στις 15.8.1952 η Κυβέρνηση Νικολάου Πλαστήρα με διάταγμα ορίζει ότι η Εκκλησία της Ελλάδος υποχρεούται να παραχωρήσει στο Δημόσιο όλη την αγροτολιβαδική περιουσία της εντός 2 μηνών με σύμβαση και με μειωμένη αποζημίωση στο 1/3 της αξίας της –αλλιώς το Κράτος θα προχωρήσει σε απαλλοτριώσεις. Συνάπτονται στις 18.9.1952 2 συμβάσεις μεταξύ Εκκλησίας, ΟΔΕΠ και Πολιτείας και παραχωρούνται στο Δημόσιο 770.000 στρέμματα αγροτολιβαδικής γης των Μονών, ενώ το Δημόσιο υποχρεούται να δώσει στην Εκκλησία μειωμένο αντάλλαγμα (με παραχώρηση δημόσιων ακινήτων και καταβολή χρήματος) ίσο με το 1/3 της αξίας των μοναστηριακών ακινήτων. Οι συμβάσεις αποδεικνύονται προβληματικές στη φάση εκτέλεσής τους, καθώς από τα 164 αστικά ακίνητα του Δημοσίου, που έπρεπε να λάβει η Εκκλησία από το Δημόσιο, η Εκκλησία ουδέποτε παρέλαβε τα 41 από αυτά, καθ’ όσον είτε ανήκαν εξαρχής σε τρίτους είτε ήταν καταπατημένα ή μη οικοδομήσιμα.

 

11.9.1962: Η Κυβέρνηση Γεωργίου Παπανδρέου αποφασίζει την σύσταση μιας μεικτής (κληρικολαϊκής) Επιτροπής για να καταρτίσει νέο καταστατικό νόμο της Εκκλησίας της Ελλάδος. Το σχέδιο που παρέδωσε στην Κυβέρνηση (1964) δεν ψηφίσθηκε όμως στοιχεία του χρησιμοποιήθηκαν για τον Καταστατικό Χάρτη της Εκκλησίας του 1969.

 

27.4.1967: Η Δικτατορία των Συνταγματαρχών εκδίδει σειρά νομοθετημάτων και διοικητικών πράξεων και πετυχαίνει την πραξικοπηματική αλλαγή στην ηγεσία της Εκκλησίας της Ελλάδος. Αναστέλλει επ’ αόριστον (κατ’ ουσίαν απαγορεύει) την επικείμενη συνεδρίαση (11.5.1967) της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας, καταργεί την υφιστάμενη σύνθεση της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου, και με νόμο (10.5.1967) θεσπίζει διαδικασία διορισμού 8μελούς Ιεράς Συνόδου της επιλογής της Κυβέρνησης (γνωστή ως «αριστίνδην» Σύνοδος), που διορίζεται από την Κυβέρνηση την επόμενη ημέρα. Επίσης αφαιρεί από την Ιερά Σύνοδο της Ιεραρχίας της Εκκλησίας το δικαίωμα να εκλέγει τους Μητροπολίτες της και επιβάλλει ηλικιακό όριο αποχώρησης (80 ετών) για τους Μητροπολίτες πετυχαίνοντας έτσι την αποχώρηση του Αρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου Β΄ (Χατζησταύρου). Στις 13.5.1967 η διορισθείσα από την Κυβέρνηση «αριστίνδην» Σύνοδος προτείνει στην Κυβέρνηση 3 πρόσωπα για την κενή θέση του Αρχιεπισκόπου Αθηνών και επιλέγεται με βασιλικό διάταγμα ο Αρχιμανδρίτης Ιερώνυμος (Κοτσώνης). Κατά το διάστημα 1967–1971 η «αριστίνδην» Σύνοδος εκλέγει και χειροτονεί 29 νέους Μητροπολίτες και 6 Επισκόπους. Κατά την περίοδο εκείνη 2 Μητροπολίτες εκδιώχθηκαν με αποφάσεις «Συνοδικού Δικαστηρίου» της Εκκλησίας, 5 Μητροπολίτες εξαναγκάσθηκαν σε παραίτηση και 9 Αρχιερείς (ο Αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος Β΄ καί 8 Μητροπολίτες) αποχώρησαν υποχρεωτικά λόγω του θεσπισμένου ορίου ηλικίας.

 

24.7.1968: Το κράτος αναλαμβάνει να συμπληρώνει τον μισθό του κληρικού τόσο ώστε να ισούται με τον μισθό του δημοσίου υπαλλήλου

 

Νοέμβριος 1973Ιούλιος 1974: Μετά την εξέγερση του Πολυτεχνείου και την ανατροπή του συνταγματάρχη Γεώργιου Παπαδόπουλου από τον ταξίαρχο Δημήτριο Ιωαννίδη (25.11.1973), παραιτείται και ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Ιερώνυμος Α΄ (Κοτσώνης). Με Συντακτική Πράξη (3/1974) προβλέφθηκε η εκλογή νέου Αρχιεπισκόπου Αθηνών και αποκλείονται από τις εκλογές οι Μητροπολίτες, που συνέπραξαν ως μέλη της «αριστίνδην» Ιεράς Συνόδου για την εκλογή του Αρχιεπισκόπου Ιερωνύμου Α΄ (1967), καθώς και όσοι Μητροπολίτες εξελέγησαν από την «αριστίνδην» Σύνοδο (1967-1972). Η Ιερά Σύνοδος της Ιεραρχίας καταλήγει σε 3 υποψηφίους (τριπρόσωπο δελτίο υποψηφίων) και επιλέγεται από το Υπουργικό Συμβούλιο ο Μητροπολίτης Ιωαννίνων Σεραφείμ (Τίκας). Μετά από αλληλοδιάδοχες αποφάσεις, η Ιερά Σύνοδος της Ιεραρχίας έκρινε τους 10 από τους 29 εκλεγέντες Μητροπολίτες της περιόδου 1967-1972 ως αντικανονικούς και τους κήρυξε μαζί με άλλους 2 Μητροπολίτες της «πρεσβυτέρας» Ιεραρχίας ως έκπτωτους και έκρινε τους υπόλοιπους κατ’ οικονομίαν (επιείκεια), ρητώς ή σιωπηρώς, ως κανονικούς.

 

1987: Ο νόμος 1700/1987 που εισηγήθηκε ο Υπουργός Παιδείας Αντώνης Τρίτσης προβλέπει ότι όσα ακίνητα νέμεται η Εκκλησία χωρίς τίτλο, θεωρούνται με αμάχητο τεκμήριο ως ακίνητα του Δημοσίου και περιέρχονται στον κρατικό ΟΔΕΠ. Ορίζεται νέα διοίκηση του ΟΔΕΠ, ενώ η Ιερά Σύνοδος επιβάλλει στα μέλη της νέας διοίκησης «επιτίμιο ακοινωνησίας» (μικρό αφορισμό, προσωρινή αποκοπή από τα μυστήρια της Εκκλησίας).

 

11.5.1988: Γίνονται διαδηλώσεις της Εκκλησίας με συμμετοχή κληρικών και λαού στην Αθήνα κατά του «νόμου Τρίτση». Τελικά ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Σεραφείμ με τον Πρωθυπουργό Ανδρέα Παπανδρέου συμφωνούν ότι για όσα αγροτικά και δασικά και αγροτολιβαδικά ακίνητα νέμονται και κατέχουν οι Μονές μετά το 1952 χωρίς να διαθέτουν τίτλο ιδιοκτησίας θα παραχωρηθούν στην Πολιτεία με σύμβαση, ενώ οι Μονές θα παρακρατήσουν ορισμένα ακίνητα ως ζώνη περιβαλλοντικής προστασίας γύρω από τις Μονές. Μετά την αλλαγή πολιτικής της Κυβέρνησης ο Αντ. Τρίτσης παραιτείται (Φεβρουάριο 1988) αλλά η παραίτηση δεν γίνεται δεκτή. 149 Μονές αποδέχονται τον διακανονισμό και στις 11.5.1988 υπογράφεται η σύμβαση Εκκλησίας και Πολιτείας για τις Μονές αυτές και η Πολιτεία αναλαμβάνει την υποχρέωση να καταβάλλει στις Μονές το 1% του προϋπολογισμού του Υπουργείου Παιδείας. Ωστόσο η παραχώρηση της μοναστηριακής περιουσίας απαιτεί σύμπραξη Κράτους–Εκκλησίας (επιτροπές καθορισμού περιουσίας, αποφάσεις Νομαρχών κλπ). Ο μοναδικός Μητροπολίτης που συμμορφώθηκε με την Σύμβαση του 1988 ήταν ο τότε Θηβών και Λεβαδείας Ιερώνυμος, σημερινός Αρχιεπίσκοπος. Η σύμβαση κυρώθηκε με νόμο, και προβλεπόταν ότι όσες Μονές δεν προσχώρησαν στην σύμβαση, διέπονται από τον «νόμο Τρίτση».

 

1990-1993: Οι 11 έκπτωτοι («Ιερωνυμικοί») Μητροπολίτες, που αποπέμφθηκαν με Συντακτικές Πράξεις το 1974 και χωρίς δικαίωμα δικαστικής προστασίας, προσφεύγουν στο Συμβούλιο της Επικρατείας (ΣτΕ) κατόπιν της τροπολογίας Ιωάννη Παλαιοκρασά, που τους έδωσε (μετά από 26 χρόνια) το σχετικό δικαίωμα. Οι αποφάσεις έκπτωσής τους ακυρώνονται από το ΣτΕ για τυπικό λόγο (δεν τους δόθηκε δικαίωμα απολογίας), οπότε η διαδικασία πρέπει να επαναληφθεί νομότυπα. Ο Αρχιεπίσκοπος Σεραφείμ αρνείται να εφαρμόσει τις αποφάσεις του ΣτΕ. Παράλληλα ακυρώνονται από το ΣτΕ και οι εκλογές νέων Μητροπολιτών στις έδρες των δικαιωθέντων έκπτωτων Μητροπολιτών. Προκαλείται έκρυθμη κατάσταση στο εσωτερικό της Εκκλησίας, καθώς οι δικαιωθέντες Μητροπολίτες επιδιώκουν να επανέλθουν στις Μητροπόλεις τους. Η Πολιτεία αναγκάζεται να δημιουργήσει νέες «προσωποπαγείς» Μητροπόλεις (1991) για να τακτοποιήσει την εκκρεμότητα. Μετά από βίαια επεισόδια από υποστηρικτές του έκπτωτου Μητροπολίτη Αττικής Νικοδήμου Γκατζιρούλη (5.8.1993, Ιερός Ναός Μεταμορφώσεως Σωτήρος, Κεφαλάρι), ο Αρχιεπίσκοπος Σεραφείμ συγκαλεί τη Διαρκή Ιερά Σύνοδο (10.8.1993), η οποία τιμωρεί με επιτίμιο ακοινωνησίας τους έκπτωτους Μητροπολίτες (Αττικής) Νικόδημο, (Λαρίσης) Θεολόγο και (Θεσσαλιώτιδος) Κωνσταντίνο λόγω της υποκίνησης επεισοδίων και της πρόκλησης «εν τοις πράγμασιν σχίσματος» μέσα στην Εκκλησία. Το 1996 το ΣτΕ απέρριψε τις αιτήσεις ακυρώσεώς τους θεωρώντας ότι η ποινή που τους επιβλήθηκε ήταν «πνευματική» και δεν υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο από πολιτειακό δικαστήριο.

 

9.12.1994: Οκτώ Μονές, που δεν υπέγραψαν την Σύμβαση της 11.5.1988 προσέφυγαν στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων παραπονούμενες κατά του «νόμου Τρίτση» (ν. 1700/1987), ο οποίος συνέχιζε να ισχύει ως προς αυτές. Δικαιώνονται και το ΕΔΔΑ κάνει δεκτό ότι οι Μονές αν και είναι νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου δεν είναι κρατικοί φορείς και ο νόμος Τρίτση είναι αντίθετος με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, καθώς απαγόρευε ειδικά στις Μονές να αποδεικνύουν τα ιδιοκτησιακά τους δικαιώματα επικαλούμενες χρησικτησία, τεκμαίροντας ότι τα ακίνητά τους ανήκουν στο Δημόσιο, ενώ το ελληνικό δίκαιο επέτρεπε γενικά την επίκληση χρησικτησίας σε κάθε άλλο ιδιοκτήτη.

 

17.7.2000: Μετά από γνωμοδότηση της Αρχής Προστασίας Δεδομένων (15.5.2000) οι Υπουργοί Οικονομικών και Δημόσιας Τάξης Γιώργος Δρυς και Μιχάλης Χρυσοχοΐδης εκδίδουν απόφαση, που εξαιρεί το θρήσκευμα από τα αναγραφόμενα στοιχεία των αστυνομικών ταυτοτήτων. Προκαλείται μέγιστη διαμάχη μεταξύ Εκκλησίας και Πολιτείας, η Εκκλησία προβαίνει σε συγκέντρωση υπογραφών κατά της νέας ρύθμισης, ενώ στις 21.6.2000 μεγάλη συγκέντρωση, με παρουσία και μελών της Ιεράς Συνόδου, στην πλατεία Συντάγματος, όπου απευθύνει λόγο ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χριστόδουλος

 

28.1.2004: Λίγο πριν τις βουλευτικές εκλογές (7.3.2004) η Κυβέρνηση Κώστα Σημίτη καταργεί την υποχρεωτική εισφορά της Εκκλησίας προς το Κράτος για την μισθοδοσία του Κλήρου (35% από τα έσοδα των παγκαριών των Ναών).

 

11.2.2014: Η Κυβέρνηση Αντ. Σαμαρά με νόμο προβαίνει ρητά σε διοικητικό χωρισμό Κράτους και Εκκλησίας. Διαχωρίζει από το Δημόσιο Τομέα και τη Γενική Κυβέρνηση του Κράτους την Εκκλησία, η οποία πλέον υπόκειται μόνο στον Καταστατικό της Χάρτη και στους Κανονισμούς που ψηφίζει η Ιερά Σύνοδος. Η Εκκλησία υποχρεούται να εφαρμόζει την κρατική νομοθεσία, μόνο όταν διαχειρίζεται κρατικό χρήμα (π.χ. επιχορηγήσεις) ή κοινοτικούς πόρους (π.χ. ΕΣΠΑ).

 

7.10.2014: Η Κυβέρνηση Αντ. Σαμαρά με νόμο αναγνωρίζει ότι τα διατάγματα που εξέδωσε το κράτος τη δεκαετία του 1930 για την υπαγωγή της μοναστηριακής περιουσίας στον κρατικό ΟΔΕΠ και η σύμβαση Κράτους και Εκκλησίας της 18.9.1952 αποτελούν τίτλους ιδιοκτησίας για τα μοναστηριακά ακίνητα.

 

5.10.2016: Από τον Ιανουάριο 2016 ο Υπουργός Παιδείας Νίκος Φίλης είχε ανακοινώσει ότι θα τεθούν σε ισχύ νέα Προγράμματα για το μάθημα των Θρησκευτικών, που εισάγουν ένα μη ομολογιακό μάθημα. Στις 13.9.2016 δημοσιεύονται οι νέες υπουργικές αποφάσεις για το μάθημα. Ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Ιερώνυμος στέλνει στις 28.9.2016 υπόμνημα κατά των νέων Προγραμμάτων, με παραλήπτη τον Υπουργό Ν. Φίλη και τα κόμματα, ζητώντας διάλογο για το μάθημα. Στις 5.10.2016 γίνεται συνάντηση Πρωθυπουργού και Αρχιεπισκόπου και συμφωνείται η έναρξη επιστημονικού διαλόγου των 2 πλευρών. Στον επόμενο ανασχηματισμό ο Νίκης Φίλης αποπέμπεται από την Κυβέρνηση.

 

Ιούλιος 2017: Ο Υπουργός Παιδείας Ν. Γαβρόγλου εκδίδει νέες υπουργικές αποφάσεις για τα Προγράμματα Σπουδών του μαθήματος των Θρησκευτικών μετά από διάλογο αντιπροσωπείας της Εκκλησίας και του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής, ο οποίος συνεχίζεται και το 2018.

 

6 Νοεμβρίου 2018: Κοινό ανακοινωθέν Πολιτείας–Εκκλησίας της Ελλάδος και κοινές δηλώσεις του Πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα με τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και πάσης Ελλάδος, κ. Ιερώνυμο. Σύμφωνα με την ανακοινωθείσα πρόθεση συμφωνίας:

 

  1. Το Ελληνικό Δημόσιο αναγνωρίζει ότι μέχρι το 1939 οπότε εκδόθηκε ο αναγκαστικός νόμος 1731/1939 απέκτησε εκκλησιαστική περιουσία έναντι ανταλλάγματος που υπολείπεται της αξίας της.
  2. Το Ελληνικό Δημόσιο αναγνωρίζει ότι ανέλαβε τη μισθοδοσία του κλήρου, ως με ευρεία έννοια, αντάλλαγμα για την εκκλησιαστική περιουσία που απέκτησε.
  3. Το Ελληνικό Δημόσιο και η Εκκλησία αναγνωρίζουν ότι οι κληρικοί δεν θα νοούνται στο εξής ως δημόσιοι υπάλληλοι και ως εκ τούτου διαγράφονται από την Ενιαία Αρχή Πληρωμών.
  4. Το Ελληνικό Δημόσιο δεσμεύεται ότι θα καταβάλλει ετησίως στην Εκκλησία με μορφή επιδότησης ποσό αντίστοιχο με το σημερινό κόστος μισθοδοσίας των εν ενεργεία ιερέων, το οποίο θα αναπροσαρμόζεται ανάλογα με τις μισθολογικές μεταβολές του Ελληνικού Δημοσίου.
  5. Η Εκκλησία αναγνωρίζει ότι μετά τη Συμφωνία αυτή παραιτείται έναντι κάθε άλλης αξίωσης για την εν λόγω εκκλησιαστική περιουσία.
  6. Η ετήσια επιδότηση θα καταβάλλεται σε ειδικό ταμείο της Εκκλησίας και προορίζεται αποκλειστικά για τη μισθοδοσία των κληρικών,με αποκλειστική ευθύνη της Εκκλησίας της Ελλάδος και σχετική εποπτεία των αρμόδιων ελεγκτικών κρατικών αρχών.
  7. Με τη Συμφωνία διασφαλίζεται ο σημερινός αριθμός των οργανικών θέσεων κληρικών της Εκκλησίας της Ελλάδος, καθώς και ο σημερινός αριθμός των λαϊκών υπαλλήλων της Εκκλησίας της Ελλάδος.
  8. Πιθανή επιλογή της Εκκλησίας της Ελλάδος για αύξηση του αριθμού των κληρικών δεν δημιουργεί απαίτηση αύξησης του ποσού της ετήσιας επιδότησης.
  9. Το Ελληνικό Δημόσιο και η Εκκλησία της Ελλάδος αποφασίζουν τη δημιουργία Ταμείου Αξιοποίησης Εκκλησιαστικής Περιουσίας.
  10. Το Ταμείο αυτό θα διοικείται από πενταμελές διοικητικό συμβούλιο. Δύο μέλη του Ταμείου θα διορίζονται από την Εκκλησία της Ελλάδος, δύο μέλη θα διορίζονται από την Ελληνική Κυβέρνηση, ενώ ένα μέλος θα διορίζεται από κοινού.
  11. Το Ταμείο Αξιοποίησης Εκκλησιαστικής Περιουσίας θα αναλάβει τη διαχείριση και αξιοποίηση των από το 1952 και μέχρι σήμερα ήδη αμφισβητούμενων μεταξύ Ελληνικού Δημοσίου και Εκκλησίας της Ελλάδος περιουσιών, αλλά και κάθε περιουσιακού στοιχείου της Εκκλησίας που εθελοντικά η ίδια θα θελήσει να παραχωρήσει στο εν λόγω Ταμείο προς αξιοποίηση.
  12. Τα έσοδα και οι υποχρεώσεις του ΤΑΕΠ επιμερίζονται κατά ίσο μέρος στο Ελληνικό Δημόσιο και την Εκκλησία της Ελλάδος.
  13. Τα ανάλογα ισχύουν και για τις περιουσίες των επιμέρους Μητροπόλεων, ήτοι των αμφισβητούμενων περιουσιών, αλλά και όσων οι Μητροπόλεις εθελοντικά παραχωρήσουν στο ΤΑΕΠ.
  14. Η ήδη συσταθείσα με τον Ν.4182/2013 Εταιρεία Αξιοποίησης Ακίνητης Εκκλησιαστικής Περιουσίας μεταξύ Ελληνικού Δημοσίου και Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αθηνών εντάσσεται επίσης στο ΤΑΕΠ και διοικείται με το σημερινό κατά νόμο καθεστώς.
  15. Οι παραπάνω δεσμεύσεις των δύο μερών θα ισχύουν υπό την προϋπόθεση τήρησης της Συμφωνίας στο σύνολό της.
Posted in έρευνες_δημοσιεύσεις | Δεν επιτρέπεται σχολιασμός στο Χρονολόγιο των σημείων τομής στις σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας / Σωτήρης Μητραλέξης

Δημοκρατία και Διεύρυνση: ΕΕ, Βαλκάνια και το Δημοψήφισμα στην πΓΔΜ

Το δημοψήφισμα στην πΓΔΜ για την Συμφωνία των Πρεσπών έχει προφανείς επιπτώσεις για την πορεία της επίλυσης του ονοματολογικού προβλήματος και τις πολιτικές εξελίξεις σε Αθήνα και Σκόπια. Αξίζει όμως να εξετάσουμε και τις επιπτώσεις του στην Ευρωπαϊκή πολιτική εν γένει και την σχέση της ΕΕ  με τα Δυτικά Βαλκάνια.

Το πρώτο συμπέρασμα Ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος είναι ότι η ΕΕ παραμένει ένα μη-ελκυστικό, αν όχι τοξικό, πολιτικό προϊόν. Το ερώτημα που τέθηκε στους πολίτες της πΓΔΜ ήταν αν επιθυμούν την μελλοντική ένταξή τους στην ΕΕ (και το ΝΑΤΟ), με την αλλαγή του ονόματος της χώρας ως προϋπόθεση αυτής. Ο Ζάεφ ήλπιζε ότι η προοπτική ένταξης στην ΕΕ θα έπειθε τους εκλογείς του να στηρίξουν την συμφωνία. Όπως φάνηκε, έκανε λάθος.

Κάποιοι ευρωπαίοι παρατηρητές έσπευσαν να αποδώσουν το αποτέλεσμα στις ιδιαιτερότητες των Βαλκανίων. Οι ελίτ της ΕΕ όμως καλό θα ήταν να συνειδητοποιήσουν ότι το δημοψήφισμα στην πΓΔΜ δεν ήταν εξαίρεση αλλά η πολλοστή περίπτωση όπου η Ευρώπη κρίθηκε, με άμεσο ή έμμεσο τρόπο, στην κάλπη και έχασε. Όταν η ΕΕ φτάνει να υφίσταται ήττα όχι μόνο π.χ. στην Μεγάλη Βρετανία αλλά ακόμα και στην μικρή, φτωχή και ασταθή πΓΔΜ, θα πρέπει να επανεξετάσει πολλά πράγματα για τις πολιτικές και την πορεία της.

Σε συμβολικό επίπεδο επομένως η ΕΕ, και ιδιαίτερα η διπλωματική της ηγεσία, υπέστη έναν διασυρμό στην πΓΔΜ. Αυτό έχει όμως συνέπειες και στο πρακτικό επίπεδο, αφού κατέδειξε τα αδιέξοδα της πολιτικής διεύρυνσης στα Δυτικά Βαλκάνια. Το βασικό πρόβλημα είναι η δυσανεξία των λαών της περιοχής τόσο με την ΕΕ, της οποίας η εικόνα έχει φθαρεί μετά τις κρίσεις του ευρώ και του προσφυγικού, όσο και με τις συνεργαζόμενες με αυτήν τοπικές ελίτ, οι οποίες είναι σε μεγάλο βαθμό διεφθαρμένες και αυταρχικές. Παρόλη την ιδιαιτερότητα της περίπτωσης της πΓΔΜ, η νίκη της αποχής – ακόμα και μεταξύ των αλβανόφωνων όπως δείχνουν τα πρώτα στοιχεία – συμφωνεί με αυτήν την εικόνα αποξένωσης των λαών από το σύμπλεγμα εξουσίας ΕΕ-τοπικών ελίτ την οποία σχετικές έρευνες έχουν δείξει και σε άλλες χώρες της περιοχής.

Οι ηγεσίες αυτών των χωρών μπορεί επομένως να μην βρουν ποτέ την αναγκαία λαϊκή υποστήριξη για μεταρρυθμίσεις και συμβιβασμούς προκειμένου να ικανοποιήσουν τα απαιτητικά κριτήρια ένταξης. Ενόψει αυτού, η ΕΕ πρέπει να αρχίζει να εξετάζει την εναλλακτική ενός πιο χαλαρού πλαισίου συνεργασίας με τα Βαλκάνια, με έμφαση σε πολιτικές στρατηγικού χαρακτήρα (πχ ενέργεια) και με μια μεταβλητή γεωμετρία σχέσεων ανάλογα με τις δυνατότητες του κάθε κράτους στην περιοχή. Όσο ευγενής και αν είναι ο στόχος της ένταξης των Δυτικών Βαλκανίων στην ΕΕ, τα όρια της διεύρυνσης, όπως και της Ευρωπαϊκής ενοποίησης εν γένει, πρέπει να είναι πάντα τα όρια που θέτουν οι δημοκρατικές διαδικασίες. Ίσως οι δυνατότητες των ελίτ τόσο των Βαλκανίων όσο και της ΕΕ να μην αρκούν σήμερα για κάτι περισσότερο από την οικοδόμηση, τουλάχιστον μεσοπρόθεσμα, μιας ευέλικτης στρατηγικής σχέσης.

Άγγελος Χρυσόγελος

Άρθρο που δημοσιεύτηκε στα Νέα, 2 Οκτωβρίου 2018

Posted in Uncategorized | Δεν επιτρέπεται σχολιασμός στο Δημοκρατία και Διεύρυνση: ΕΕ, Βαλκάνια και το Δημοψήφισμα στην πΓΔΜ

Εξωτερική Πολιτική και αποδόμηση της διακυβέρνησης Κ. Καραμανλή Ιωάννης Σ. Λάμπρου

ΥΠΕΞ

 

Πλείστα τα δημοσιεύματα, αρκετά χρόνια τώρα, κριτικής και αποδόμησης των κυβερνήσεων του Κώστα Καραμανλή την περίοδο 2004-2009. Παράλληλα, συχνές οι αναφορές στο σχέδιο Πυθία και τις προσπάθειες αποσταθεροποίησης της κυβέρνησης Κ. Καραμανλή με αντικρουόμενες πληροφορίες.

Η κριτική στην πενταετία 2004-2009, όπως και σε κάθε κυβερνητική θητεία καθίσταται θεμιτή  και δίκαιη όταν αντικατοπτρίζει ψηλαφητές όψεις της πραγματικότητας που δεν μπορούν να αμφισβητηθούν.

Παράλληλα, η κριτική αυτή μπορεί να εκκινήσει και από τη βάση των υποστηρικτών της ΝΔ, από μια καθαρά συντηρητική οπτική για μια σειρά ζητημάτων όπως οι νομιμοποιήσεις λαθρομεταναστών, το βιβλίο της κ. Ρεπούση για την ΣΤ΄ τάξης του Δημοτικού αλλά και το σύμφωνο συμβίωσης ετερόφυλων ζευγαριών, η θεσμοθέτηση του οποίου άνοιξε το δρόμο για το αντίστοιχα ομόφυλα. Παράλληλα, η διαιώνιση των παθογενειών της οικονομίας οδήγησε σε λήψη νέων δανείων και άρα συνέχιση της εξάρτησης και υπονόμευσης της ανεξαρτησίας της χώρας, κάτι για το οποίο θεωρητικά θα  πρέπει να είναι ιδιαίτερα ευαίσθητη μια «δεξιά κυβέρνηση».

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει η  οπτική της κριτικής που ασκείται στη κυβέρνηση Κ. Καραμανλή στα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής. Αφορμή για αυτό το σημείωμα στάθηκε ένα πρόσφατο άρθρο του καθηγητή Διεθνών Σχέσεων και Ασφάλειας στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου Παναγιώτη Τσάκωνα στην εφημερίδα Τα Νέα, προ εβδομάδων, με τίτλο «Η «νεο-καραμανλική» στρατηγική επανακάμπτει;»[1]

Το άρθρο αναφέρεται στις ελληνοτουρκικές σχέσεις αλλά στο παρόν σημείωμα θα γίνουν ευρύτερες επισημάνσεις χωρίς, παράλληλα, να αποπειράται γενική επισκόπηση όλων των θεμάτων της εξωτερικής πολιτικής της χώρας και συνολική αποτίμηση της διακυβέρνησης Κ. Καραμανλή. Κάτι τέτοιο καθίσταται δυσχερές στο πλαίσιο ενός κειμένου περιοδικού.

Σύμφωνα με το άρθρο η διαχείριση των ελληνοτουρκικών σχέσεων, στη μεταπολιτευτική περίοδο, βασίστηκε στο δίπολο: « επίλυση των ελληνοτουρκικών διαφορών ή διαιώνισή τους; » με τους Κωνσταντίνο Καραμανλή, Κωνσταντίνο Μητσοτάκη και  Κωνσταντίνο Σημίτη να ανήκουν στην πρώτη κατηγορία. Οι διαφορετικές ιδεολογικές καταβολές των τριών, σύμφωνα με τον κ. Τσάκωνα, προσέθεταν αξία και κύρος στην παραπάνω  στάση, της επίλυσης των διαφορών. Αυτό, όμως, που προκύπτει είναι ότι οι προαναφερόμενοι πρωθυπουργοί δεν κατάφεραν να επιλύσουν κανένα  από τα μεγάλα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής και αντίθετα με τις κατά καιρούς συμφωνίες που υπέγραψαν ή τα πλαίσια στα οποία συναίνεσαν επιδείνωσαν περαιτέρω τη θέση της χώρας. Το πρακτικό της Βέρνης του Νοεμβρίου 1976 μεταξύ Κ. Καραμανλή και Σ. Ντεμιρέλ  δέσμευε τις  δύο χώρες να μην προβούν σε ενέργειες (έρευνες πέραν των 6ν.μ.) που μπορούσαν να αποτελέσουν πρόσκομμα  στις διαπραγματεύσεις.

Το Πρακτικό της Βέρνης καθόριζε το πλαίσιο του διαλόγου για την υφαλοκρηπίδα συντείνοντας στη δημιουργία κατάλληλου διαπραγματευτικού πλαισίου εν’ όψει διαπραγματεύσεων τοποθετώντας, στα μάτια τρίτων, όμως, στην ίδια θέση Ελλάδα και Τουρκία  ενώ ήταν η Αθήνα ο άμεσος ενδιαφερόμενος για τη διενέργεια ερευνών, παρουσιάζοντας την Άγκυρα ως έχουσα την ίδια βαρύτητα και τα ίδια συμφέροντα στο Αιγαίο. Το Πρακτικό αφορούσε τις συγκεκριμένες διαπραγματεύσεις και δεν είχε σκοπό ύπαρξης μετά την κατάρρευση των συνομιλιών το 1981 ως συνέπεια της τουρκικής στάσης αν και κατά καιρούς ορισμένοι δημοσιολογούντες κάνουν αναφορά στο παραπάνω κείμενο, αφελώς,  αποδίδοντάς του συμβατική δέσμευση ώστε να αποτρέψουν κάθε ενέργεια της Αθήνας στον τομέα των ερευνών.

Η κρίση του 1987 και η θέση της Άγκυρας ότι το τουρκικό ερευνητικό σκάφος «Σεισμικ-1» δεν θα διεξήγαγε έρευνες στη διαφιλονικούμενη υφαλοκρηπίδα αν η Αθήνα έπραττε το ίδιο παγίωσε την εικόνα των ίδιων, ίσων δικαιωμάτων στο Αιγαίο. Η Συμφωνία  της Μαδρίτης  δε, τον Ιούλιο του 1997 μεταξύ Κ. Σημίτη και Σ. Ντεμιρέλ με τον πλέον εμφατικό τρόπο νομιμοποίησε τα «νόμιμα, ζωτικά συμφέροντα και ενδιαφέροντα της κάθε χώρας στο Αιγαίο, τα οποία έχουν μεγάλη σημασία για την ασφάλεια και την εθνική κυριαρχία της». Η παραπάνω διάταξη επιτρέπει στην Άγκυρα διασταλτικά και υποκειμενικά να ερμηνεύει (βάσει όποιων αυθαίρετων πολιτικών και γεωπολιτικών κριτηρίων) τα όποια ζωτικά συμφέροντα θεωρεί ότι έχει, πέραν αυτών στην υφαλοκρηπίδα τα οποία η Αθήνα δέχεται. Η δε φράση των «νόμιμων συμφερόντων» μπορεί να ερμηνευθεί από τη γείτονα διασταλτικά υπό την έννοια ότι αυτά αναγνωρίζονται ρητώς από το διεθνές δίκαιο (ως νόμιμα) άρα προστατεύονται αυτόματα και συνεπώς δεν απαιτείται προηγούμενη συνεννόηση με το άλλο μέρος. Παράλληλα, όμως, τα δύο μέρη δηλώνουν τη δέσμευσή τους για την αποφυγή «μονομερών ενεργειών στη βάση του αμοιβαίου σεβασμού και της επιθυμίας, ώστε να αποτραπούν συγκρούσεις οφειλόμενες σε παρεξήγηση». Ως μια τέτοια μονομερή ενέργεια, η οποία θέτει σε κίνδυνο την ειρήνη  η Άγκυρα θεωρεί το, κατοχυρωμένο από τη Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας του 1982, δικαίωμα επέκτασης των χωρικών υδάτων μέχρι τα 12 ν.μ. θεωρώντας το casus belli.

Κάθε συμφωνία με την άλλη πλευρά, κάθε γραπτή σύμβαση δεν συνεπάγεται και βελτίωση της θέσης της χώρας. Κάλλιστα, μια συναινετική συμφωνία μπορεί να πλήττει εθνικά συμφέροντα. Η Συμφωνία της Μαδρίτης το επιβεβαιώνει.

Επισημάνσεις για Κυπριακό και Σκόπια

Σε συνδυασμό με τα παραπάνω ακολουθούν σύντομες αναφορές για το Κυπριακό και το ζήτημα ονομασίας των Σκοπίων αν και το άρθρο του κ. Τσάκωνα δεν προβαίνει σε αναφορές για αυτά τα δύο ζητήματα.

Αναφορικά με το Κυπριακό, τόσο ο Κ. Μητσοτάκης, όσο και ο Κ. Σημίτης υποστήριξαν το σχέδιο Ανάν. Μάλιστα ο πρώτος, σε συνέντευξη του το 2014 σε Κύπριο δημοσιογράφο, είχε υποστηρίξει πως η τότε κυβέρνηση του Κ. Καραμανλή έπρεπε να παρέμβει και να πιέσει την κυβέρνηση του Τ. Παπαδόπουλου για αποδοχή του παραπάνω σχεδίου.[2] Η στάση του Κ. Καραμανλή, μη άσκησης πίεσης στην κυπριακή κυβέρνηση, έδωσε τα περιθώρια στην τότε κυπριακή ηγεσία να πάρει σαφή θέση κατά του σχεδίου, δυνατότητα η οποία θα είχε περιοριστεί αν η Αθήνα, όπως υποστήριξε ο Κ. Μητσοτάκης, είχε ενεργά παρέμβει για να ασκήσει πίεση προς αποδοχή του σχεδίου Ανάν. Η στάση της κυβέρνησης Κ. Καραμανλή μπορεί να έδωσε περιθώρια στον Τ. Παπαδόπουλο, παράλληλα, όμως φάνηκε να αποδέχεται το βασικό πλαίσιο του σχεδίου τονίζοντας χαρακτηριστικά στο διάγγελμα, στις 15 Απριλίου 2004, πως το σχέδιο έχει «και θετικά στοιχεία και δυσκολίες» επισημαίνοντας την εμπιστοσύνη του στη «δύναμη της ευρωπαϊκής πραγματικότητας. Στη δύναμη της να αμβλύνει τις όποιες δυσκολίες. Για αυτό και θεωρώ ότι μέσα στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής προοπτικής τα θετικά σημεία μπορούν να αποδειχθούν υπέρτερα των αρνητικών». Η αποδοχή του πλαισίου τόσο από την Αθήνα, όσο και μετά το Δημοψήφισμα από τον Κύπριο Πρόεδρο (συμφωνία της 8ης Ιουλίου 2006) επέτρεψε στον Δ. Χριστόφια (Κοινό Ανακοινωθέν του Προέδρου Χριστόφια με τον Μ.Α. Ταλάτ, στις 23-5-2008) και στον Ν. Αναστασιάδη (Κοινό Ανακοινωθέν 11ης  Φεβρουαρίου 2014  Προέδρου Αναστασιάδη-Ν. Έρογλου) να επαναφέρουν το ίδιο πλαίσιο λύσης το περιεχόμενο του οποίου είναι επανάληψη του σχεδίου Ανάν έστω και αν δεν φέρει πλέον αυτόν τον τίτλο. Η επιδίωξη του τακτικού πλεονεκτήματος μην τυχόν χρεωθεί η Αθήνα την κατηγορία περί αδιάλλακτης στάσης επιδεινώνει συνεχώς το πλαίσιο επίλυσης του Κυπριακού με νέες παραχωρήσεις. Η κυβέρνηση Καραμανλή διέπραξε το ίδιο λάθος αν και η μη άσκηση πίεσης στην κυπριακή κυβέρνηση και η εκ των προτέρων διαβεβαίωση σεβασμού της ετυμηγορίας του Κυπριακού Ελληνισμού διευκόλυνε να αναπτυχθεί και να εκδηλωθεί η δυναμική της αντίθεσης στο σχέδιο Ανάν.

Η στάση της κυβέρνησης Καραμανλή στο ζήτημα της ονομασίας των Σκοπίων παρουσιάζει ομοιότητες με τη θέση στο σχέδιο Ανάν. Αποδέχτηκε και επίσημα την παραχώρηση που είχε γίνει με τη συμπερίληψη της λέξης Μακεδονία στο προσωρινό όνομα της χώρας, την περασμένη δεκαετία, οριοθετώντας τη θέση της χώρας ως «σύνθετη ονομασία με γεωγραφικό προσδιορισμό πριν από τη λέξη «Μακεδονία» που θα ισχύει έναντι όλων (erga omnes), για κάθε χρήση, εσωτερική και διεθνή».[3] Παράλληλα, δεν αποδέχθηκε ότι τα Σκόπια πρέπει να καταστούν μέλος του ΝΑΤΟ χωρίς προηγούμενη οριστική, αμοιβαία αποδεκτή λύση της ζητήματος της ονομασίας με την επικύρωση της λύσης αυτής από το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ. Η προϋπόθεση της κυβέρνησης Καραμανλή περί προηγούμενης οριστικής επίλυσης του ονοματολογικού ήταν το ελάχιστο προαπαιτούμενο που θα μπορούσε να βάλει η Αθήνα. Χωρίς αυτό η είσοδος των Σκοπίων θα ακύρωνε σε μεγάλο βαθμό κάθε κίνητρο του γειτονικού κράτους να μετέχει στο διάλογο για οριστική επίλυση του ζητήματος. Και σε αυτήν την περίπτωση η κυβέρνηση Καραμανλή θέλωντας να αποφύγει την κατηγορία της αδιαλλαξίας υπαναχώρησε αποδεχόμενη τον όρο Μακεδονία ως στοιχείο της οριστικής λύσης. Η αξία της αντίθεσης της Αθήνας δεν πρέπει να υποτιμάται δεδομένων των διεθνών πιέσεων, αλλά ούτε και να θεωρείται πράξη ηρωισμού από τη στιγμή κατά την οποία η Αθήνα συναίνεσε στον όρο Μακεδονία να αποτελεί μέρος της τελικής λύσης αποδεχόμενη τον πυρήνα της απαίτησης του γειτονικού κράτους. Η εμμονή στη «μακεδονική εθνότητα» πηγάζει από το όνομα αυτό καθ’ εαυτό, και δευτερευόντος από τα σχολικά εγχειρίδια και τις συνταγματικές αναφορές.

 Στρατηγική του Ελσίνκι

Επανερχόμενοι στο άρθρο του κ. Τσάκωνα, σχετικά με την ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας, ο κ. καθηγητής τονίζει πως «η κυβέρνηση του Κώστα Καραμανλή που ανέλαβε τη διακυβέρνηση της χώρας τον Μάρτιο του 2004 βρισκόταν στον αντίποδα της «κουλτούρας επίλυσης» όχι μόνο του Κώστα Σημίτη αλλά και του ίδιου του ιδρυτή της παράταξης Κωνσταντίνου Καραμανλή». Φοβούμενη το πολιτικό κόστος, συνεχίζει, η «νεο-καραμανλική» στρατηγική έναντι της Τουρκίας υιοθέτησε «την πολιτική της μη πολιτικής που όμως αποτελεί πολιτική» (κατά δήλωση αξιωματούχου της τότε κυβέρνησης), απελευθερώνοντας την Τουρκία από τις δεσμεύσεις της να επιλύσει τις διαφορές της με την Ελλάδα υπό την υποχρεωτική δικαιοδοσία του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης». Η εν λόγω στάση της κυβέρνησης Καραμανλή, στο βαθμό που έχει μελετηθεί και δεν έχει συνοπτικά απαξιωθεί, θεωρείται φοβική λόγω του πολιτικού κόστους  αποκλείοντας το ενδεχόμενο να είναι το αποτέλεσμα σκέψης και πρόκρισης της έναντι άλλων διαθέσιμων εναλλακτικών.

Η φράση δε «…απελευθερώνοντας την Τουρκία από τις δεσμεύσεις της να επιλύσει τις διαφορές της με την Ελλάδα υπό την υποχρεωτική δικαιοδοσία του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης» μαρτυρά μια ασύγγνωστη αφέλεια η οποία καταφέρνει να εντοπίσει στα συμπεράσματα της Προεδρίας της Συνόδου Κορυφής του Ελσίνκι, 10-11 Δεκεμβρίου 1999,  συμβατική δέσμευση της Άγκυρας αναφορικά με την επίλυση των εκκρεμουσών διαφορών με την Ελλάδα στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Όπως προκύπτει από την ανάγνωση των συμπερασμάτων το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο ενθάρρυνε  τα  υποψήφια κράτη να επιλύσουν εκκρεμείς συνοριακές διαφορές, μεταξύ άλλων, και με την προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης εντός εύλογου χρονικού διαστήματος («within a reasonable time»), φράση η οποία σημαίνει τις κατάλληλες και ενδεικνυόμενες συνθήκες- ο καθορισμός των οποίων είναι υποκειμενικός εξαρτώμενος από τα συμφέροντα εκάστης χώρας – και δεν συνεπάγεται κάποιο νοητό έστω χρονικό όριο. Η δε επισήμανση του κειμένου για το περίφημο ορόσημο του τέλους του 2004, δεν αναφέρεται στην υποχρέωση των κρατών να έχουν επιλύσει ή έστω  να έχουν προσφύγει μέχρι τότε στη Χάγη αλλά στη βούληση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου να έχει επανεξετάσει, μέχρι την προαναφερόμενη ημερομηνία, την κατάσταση αναφορικά με εκκρεμείς διαφορές και να προωθήσει (promote)  τις τελευταίες προς επίλυση μέσω του Διεθνούς Δικαστηρίου. Το χρονικό ορόσημο δεν αφορά υποχρέωση κρατών να επιλύσουν υποχρεωτικά τις διαφορές τους στη Χάγη, αλλά αναφέρεται στη βούληση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου να επανέλθει στο ζήτημα. [«The European Council will review the situation relating to any outstanding disputes, in particular concerning the repercussions on the accession process and in order to promote their settlement through the International Court of Justice, at the latest by the end of 2004»].

Το λεκτικό του κειμένου δεν επιβάλλει καμιά υποχρέωση στα υποψήφια κράτη πολλώ δε μάλλον όταν η ΕΕ δεν ενδιαφέρεται, διαχρονικά, μονοσήμαντα στην επίλυση εκκρεμουσών  διαφορών μέσω της Χάγης αποκλειστικά αλλά γενικά και αόριστα.[4]

Η άποψη ότι δεν  συνιστά υποχρέωση η προσφυγή στη Χάγη επιβεβαιώνεται στο ίδιο το κείμενο όταν αμέσως μετά τονίζεται με τρόπο άμεσο και ξεκάθαρο η υποχρεωτικότητα των ενταξιακών κριτηρίων της Κοπεγχάγης όπως σταθεροί δημοκρατικοί θεσμοί, σεβασμός ανθρωπίνων δικαιωμάτων και προστασίας μειονοτήτων, λειτουργική οικονομία της αγοράς και διοικητική ικανότητα προς αποτελεσματική εφαρμογή του κοινοτικού κεκτημένου.[5]

Στην παρανόηση περί υποχρεωτικότητας εμμένει και ο πρώην πρωθυπουργός Κ. Σημίτης, ο οποίος με πρόσφατη δήλωσή του τόνισε, μεταξύ άλλων,  πως η Αθήνα θα πρέπει να προτρέψει τις Βρυξέλλες, να «διασφαλίσουν μέτρα προστασίας» για την Ελλάδα μεταξύ των οποίων και ο «ακόμη ανεκπλήρωτος όρος της απόφασης του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου στο Ελσίνκι (1999), δηλαδή ο όρος προς την Τουρκία να επιλύει ειρηνικά τις διαφορές της με τους γείτονες σε διμερές επίπεδο, και σε περίπτωση αδιεξόδου επίλυσής τους, να προσφεύγει στο Διεθνές Δικαστήριο για επίλυση» σημειώνοντας, παράλληλα, πως η  «ρύθμιση αυτή, είναι ο μόνος τρόπος να προστατευθεί η χώρα από κατασκευασμένες ή τυχαίες κρίσεις».[6] Ασύγγνωστη άγνοια για τις σταθερές των διακρατικών σχέσεων από έναν άνθρωπο, ο οποίος υπήρξε η ουσιαστική κεφαλή της χώρας για οκτώ έτη.

Φανταζόμαστε ορόσημα, νoμικές δεσμεύσεις, συμβατικές υποχρεώσεις που δεν υπάρχουν ώστε  να μετατοπιστεί το επίκεντρο της διαμάχης στο νομικό επίπεδο, στη σφαίρα του διαλόγου το οποίο δήθεν δεν επηρεάζεται από το στοιχείο της στρατιωτικής ισχύος. Στην πραγματικότητα οι συντελεστές ισχύος μιας χώρας, προεξαρχουσών  της στρατιωτικής και οικονομικής ισχύος, καθορίζουν το πλαίσιο, το περιεχόμενο, και πολλές φορές, το αποτέλεσμα του διαλόγου μεταξύ των ενδιαφερόμενων κρατών, διαδικασία η οποία δεν αποτελεί μια απλή διαλεκτική αντιπαράθεση όπου το καλύτερο επιχείρημα κερδίζει…  Δεν υπήρχε καμία υποχρεωτικότητα για την Τουρκία από την οποία η πολιτική της κυβέρνησης  Καραμανλή να την αποδέσμευσε.

Η στρατηγική του Ελσίνκι, ήτοι η «κοινοτικοποίηση των ελληνοτουρκικών διαφορών» και η μεταφορά του πεδίου επίλυσης τους στις Βρυξέλλες αποτέλεσε την τελευταία εκδοχή «εξωτερικής ανάθεσης» (οutsourcing) της ελλαδικής πολιτείας. Η μονότονη επίκληση, από το πολιτικό προσωπικό της χώρας, ασαφών εννοιών όπως «ευρωπαϊκά σύνορα» και «ευρωστρατός» καταμαρτυρεί, διαχρονικά, έναν «ελλαδικό ευρωπαϊσμό», μια εθνική μειονεξία υποκατάστασης της ευθύνης διαχείρισης των εθνικών μας θεμάτων.

Η πίστη, όμως, στην ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας, βασικό στοιχείο κοινοτικοποίησης των ελληνοτουρκικών διαφορών δεν επιβεβαιώθηκε. Η φύση του τουρκικού πολιτικού συστήματος και οι αντιδράσεις των ευρωπαϊκών κοινωνιών  απομάκρυναν το ενδεχόμενο συμμετοχής της Τουρκίας στο ευρωενωσιακό εγχείρημα. Παραδόξως, ανάλογη διαπίστωση κάνει στο άρθρο του ο καθηγητής Τσάκωνας: «Η ΕΕ εισήλθε σε μια πολυεπίπεδη και πολυδιάστατη κρίση, ενώ εντάθηκε η διολίσθηση της Τουρκίας προς τον εθνικισμό και τον αυταρχισμό στο εσωτερικό και την απομόνωση στο εξωτερικό».[7]

Παράλληλα, σημειώνει πως η απαξίωση της στρατηγικής του Ελσίνκι «επανέφερε τις ελληνοτουρκικές σχέσεις στο δύσκολο και εν πολλοίς απρόβλεπτο διμερές πλαίσιο» και πως ο « χρόνος – αποδεδειγμένα πλέον – λειτουργεί εις βάρος των ελληνικών συμφερόντων».[8] Κοινή διαπίστωση, όμως, είναι ότι ποτέ οι ελληνοτουρκικές σχέσεις δεν άλλαξαν πλαίσιο πέραν του διμερούς. Η απροθυμία των Βρυξελλών και η ακαταλληλότητα της Άγκυρας  δεν επέτρεψαν μια τέτοια προοπτική. Αποτελεί  ανεπαρκή ανάγνωση της πραγματικότητας να κατηγορείται η κυβέρνηση Καραμανλή και κάθε ελληνική κυβέρνηση για το ναυάγιο της προοπτικής ένταξης της Τουρκίας από τη στιγμή μάλιστα κατά την οποία η Αθήνα, αφελώς, υποστηρίζει την τουρκική υποψηφιότητα για πλήρη ένταξη… Όσον αφορά τον χρόνο, αποτελεί ουδέτερο στοιχείο. Δεν λειτουργεί εις βάρος ή υπέρ μιας χώρας. Οι ενέργειες εντός του χρόνου αυτού καθορίζουν και τη σχετική του αξία.

 Καταληκτικά σχόλια

Οι ευθύνες της μέτριας διακυβέρνησης του Κ. Καραμανλή για τη δημοσιονομική κατάσταση της χώρας δεδομένες και πέραν πάσης αμφισβήτησης. Η κριτική που εστιάζεται στην ειλικρινή και αξιολογικά ουδέτερη αποτίμηση της περιόδου 2004-2009 καθίσταται επιβεβλημένη λόγω των μνημονιακών δεσμεύσεων που ακολούθησαν με την τραγική παρεμβολή της κυβέρνησης του Γ. Παπανδρέου.

Ίσως, όμως, πιο πολύ και από τις αδιαμφισβήτητες ευθύνες των κυβερνήσεων του Κ. Καραμανλή, ορισμένους κύκλους,  ενοχλεί ότι ο πρώην πρωθυπουργός προσπάθησε, αποσπασματικά και ατελέσφορα όπως αποδείχθηκε, να προτάξει το εθνικό συμφέρον πέραν από τη μονοσήμαντη συμμαχική νομιμοφοσύνη στο ευρωατλαντικό πλέγμα συμμαχιών της χώρας. Aυτή η προσπάθεια μερικής έστω διαφοροποίησης ενοχλεί. Πολλές φορές η δίκαιη κριτική στη διακυβέρνηση Καραμανλή εκτραχύνεται σε ανοίκειες επιθέσεις με προσβλητικούς χαρακτηρισμούς και απόπειρα γελοιοποίησης  τόσο της εξωτερικής πολιτικής της τότε κυβερνήσης, όσο και του ίδιου του πρώην πρωθυπουργού. Η σκέψη ότι η Αθήνα θα μπορούσε να έχει ευρύτερες γεωπολιτικές επιδιώξεις, πέραν των συμμαχικών δεσμών, και να μην προσεγγίζει τα δικά της εθνικά συμφέροντα, μονοσήμαντα, υπό το πρίσμα των ευρωατλαντικών θεσμών, όπως η προσέγγιση με τη Μόσχα προσπάθησε, ανεπιτυχώς, να καταδείξει, φαίνεται να σκανδαλίζει ορισμένους κύκλους εντός και εκτός της χώρας.

Η σκέψη ανεξάρτητης δράσης δεν μπορεί να γίνει ανεκτή από τη συμβατική σκέψη της μονοσήμαντης, άνευ όρων προσήλωσης, στη Δυτική Συμμαχία. Μονοσήμαντη προσήλωση η οποία αποκόπτει ζώνες επικοινωνίας, ευκαιρίες εκμετάλλευσης της ιστορικής παρουσίας του Ελληνισμού στην ευρύτερη γεωγραφική περιοχή της Αν. Μεσογείου. Τα κοιτάσματα φυσικού αερίου στην Αν. Μεσόγειο ανάγκασαν την Αθήνα, καθυστερημένα, να διευρύνει, πιο ενεργά, την στρατηγική της θέαση πέραν του βαλκανικού περίγυρου και της Δυτικής Ευρώπης.

Κάθε πολιτική, η οποία δεν επιβεβαιώνει την κρατούσα αντίληψη περί των συμμαχιών της χώρας απονομιμοποιείται ως βασιζόμενη στο θυμικό, στο συναίσθημα και ως αποτέλεσμα ψυχολογικής πίεσης λόγω εκλογικού κόστους. Η ορθολογική προσέγγιση φυλάσσεται μόνο για τη παραπάνω συμβατική θέση της άκριτης ταύτισης με το δυτικό πλέγμα συμμαχιών της χώρας. Μόνο  αυτή η άποψη, υποστηρίζεται,  βασίζεται σε αξιολογικά ουδέτερη ανάλυση της πραγματικότητας και διαθέτει τα εχέγγυα της επιστημονικής έρευνας. Ως εκ τούτου κάθε εναλλακτική προσέγγιση στερείται «σοβαρότητας» και «υπεύθυνης προσέγγισης», αποτελεί στυγνό λαϊκισμό για να χαϊδέψει τα αυτιά των ψηφοφόρων και οι εμπνευστές της δεν κατανοούν τη διεθνή πολιτική. Κάθε άλλη προσέγγιση συνιστά ακύρωση της λογικής και δεν μπορεί να σταθεί στο δημόσιο διάλογο εφ’ όσον υπάρχει η δική μας TINA (There is No Alternative).

Ιστορικά, όμως, η θέση του Ελληνισμού, επιβάλλει την αποδέσμευση από μια τέτοια περιοριστική προσέγγιση. Ελληνισμός, ο οποίος, διαχρονικά, βάλλεται από Βορρά, Ανατολή και Δύση και η συνοριακή θέση την οποία καταλαμβάνει μεταξύ περιοχών διαφορετικών πολιτιστικών και θρησκευτικών παραδόσεων επιβάλλει μια πολυδιάστατη διεθνή παρουσία η οποία να κάνει χρήση όλων των στοιχείων του Ελληνισμού πέραν του ελλαδικού και κυπριακού κράτους: τη Διασπορά, τις ιστορικές ελληνικές κοινότητες, τη διεθνή παρουσία της Ορθοδοξίας (Πατριαρχεία, ελληνορθόδοξο ποίμνιο) ώστε παράλληλα με το  ευρωατλαντικό πλέγμα συμμαχιών να διαθέτει η χώρα μια διεθνή παρουσία, η οποία να μην εγκλωβίζεται γεωγραφικά και να διαθέτει την ευρύτητα θέασης την οποία ο ιστορικός ρόλος του Ελληνισμού της προσφέρει.

O Κ. Καραμανλής σωστά διερμήνευσε το λαϊκό αίσθημα για μια πιο ανεξάρτητη, ισορροπημένη εξωτερική πολιτική. Η στήριξη του λαού απαραίτητη προϋπόθεση σε κάθε εγχείρημα εξωτερικής πολιτικής.[9] Ανεξάρτητα από τα αποτελέσματα και το κόστος το οποίο κατέβαλλε  η χώρα, η προσπάθεια αυτή δεν πρέπει να γίνεται αντικείμενο χλευασμού στο όνομα της «υπεύθυνης, ορθολογικής ανάλυσης». Η ηγεσία της χώρας να χτίσει πάνω σε αυτήν την ατελέσφορη προσπάθεια ώστε να καθιερωθεί στη συνείδηση όλων ο μονόδρομος  της πιο ισορροπημένης, περισσότερο ανεξάρτητης εξωτερικής πολιτικής. Δεν συνιστά καπρίτσιο ή χίμαιρα αλλά  στοιχειώδης προϋπόθεση εθνικού βίου. Μαζί με την παραπάνω συνειδητοποίηση και η επίγνωση της καταβολής του απαραίτητου κόστος όταν αυτό απαιτείται…

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Άμυνα και Διπλωματία, τεύχος Ιουνίου 2018.

[1] Παναγιώτης Τσάκωνας, «Η «νεο-καραμανλική» στρατηγική επανακάμπτει;», http://www.tanea.gr/opinions/all-opinions/article/5557763/h-neo-karamanlikh-strathgikh-epanakamptei/

[2] Η σχετική συνέντευξη εδώ, https://www.youtube.com/watch?v=y7lOn3H0w1Q 56:00 και μετά.

[3] Η επίσημη θέση της ΄χώρας στον ιστότοπο του Υπουργρίου Εξωτερικών, https://www.mfa.gr/to-zitima-tou-onomatos-tis-pgdm/.

[4] Χαρακτηριστική η στάση των Βρυξελλών  στο Κυπριακό όπου το περιεχόμενο της όποια λύσης θα ενδυθεί το κύρος του πρωτογενούς κοινοτικού δικαίου.

[5] Το κείμενο των συμπερασμάτων της Συνόδου Κορυφής, http://www.europarl.europa.eu/summits/hel1_en.htm . Σχετικά με τα κριτήρια της Κοπεγχάγης, https://ec.europa.eu/neighbourhood-enlargement/policy/glossary/terms/accession-criteria_en

[6] Βλέπε σχετικά, http://www.protagon.gr/epikairotita/simitis-gia-ellinotourkika-i-kyvernisi-na-apaitisei-efarmogi-tis-symfwnias-tou-elsinki-44341587634.

[7] «Η «νεο-καραμανλική» στρατηγική επανακάμπτει;»

[8] Ibid.

[9] Η υποτίμηση του λαϊκού παράγοντα, εκ μέρους κυρίαρχων παραγόντων διαμόρφωσης στάσεων και συνειδήσεων στην ελλαδική κοινωνία, κατέδειξε τα όρια της τόσο στην καταψήφιση του σχεδίου Ανάν, τον Απρίλιο του 2004, όσο και στην  αντίθεση της πλειονότητας των πολιτών στην αποδοχή του όρου Μακεδονία για την ονομασία των Σκοπίων.

Posted in Uncategorized | Δεν επιτρέπεται σχολιασμός στο Εξωτερική Πολιτική και αποδόμηση της διακυβέρνησης Κ. Καραμανλή Ιωάννης Σ. Λάμπρου

Η αρχή της διολίσθησης Ιωάννης Σ. Λάμπρου

εικονα

 

Το παρόν αυτό σημείωμα δεν φιλοδοξεί να αναλύσει την πρόσφατη συμφωνία μεταξύ των κ.κ. Τσίπρα και Ζάεφ για την οριστική [;]  επίλυση του ονόματος της γειτονικής χώρας. Από τις σελίδες του περιοδικού θα υπάρξουν εκτενείς αναφορές και αναλύσεις τόσο αναφορικά με το περιεχόμενο, όσο και με τις ευρύτερες, γεωπολιτικές και άλλες, διαστάσεις του υπογραφέντος κειμένου. Η παραπάνω συμφωνία λειτουργεί σαν αφορμή για την παράθεση ορισμένων ευρύτερων διαπιστώσεων αναφορικά με την ελληνική εξωτερική πολιτική.

Η κατάληξη των διαπραγματεύσεων, μετά από πάνω από 25 χρόνια, επιβεβαιώνει την «αρχή της διολίσθησης» την οποία έχουν επιλέξει, διαχρονικά, οι ελλαδικές ηγεσίες σχετικά με τον χειρισμό των λεγόμενων εθνικών θεμάτων. Η Αθήνα δεν υποχωρεί ατάκτως, αλλά προβαίνει σε τέτοιες παραχωρήσεις οι οποίες δυσχεραίνουν την διεξαγωγή διαπραγματεύσεων στο μέλλον με ευνοϊκούς όρους. Ο σταδιακός χαρακτήρας των υποχωρήσεων αποτελεί, ίσως, λύτρωση για την εκάστοτε πολιτική ηγεσία της χώρας, η οποία αποδεικνύεται ανεπαρκής να διαχειριστεί σύνθετα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής αλλά, ταυτόχρονα, δεν επιθυμεί να χρεωθεί μια ήττα και να συνδέσει έτσι το όνομα της με μια εθνική αποτυχία.

Οι πολιτικές ηγεσίες, διαχρονικά, προβαίνουν σε παραχωρήσεις οι οποίες, φαινομενικά, φαίνονται μικρές μεταθέτοντας την οριστική επίλυση στο μέλλον, όχι για να υπάρξει επιτελικός σχεδιασμός κάνοντας σωστή χρήση του επιπλέον χρόνου, αλλά για να μην αναλάβουν την ευθύνη ουσιαστικού χειρισμού της υπόθεσης.  Οι μικρές, όμως, αυτές παραχωρήσεις υπονομεύουν τη θέση της χώρας αργότερα ώστε η αλλαγή πολιτικής στο μέλλον να καθίσταται δυσχερής ή ακόμα μια επιπλέον υποχώρηση των Αθηνών να παρουσιάζεται ως μονόδρομος, ως το αναγκαίο επιπλέον βήμα που θα οδηγήσει στην οριστική «επίλυση» του ζητήματος. Με αυτόν τον τρόπο η ευθύνη δεν βαραίνει κανέναν αποκλειστικά, αλλά επιμερίζεται, σε βάθος χρόνου, σε όσους χειρίστηκαν την υπόθεση από τους οποίους όμως δεν μπορεί να ζητηθούν ευθύνες διότι οι εκάστοτε μικρές υποχωρήσεις φαντάζουν λογική συνέχεια της προηγούμενης και η κάθε μια από μόνη της δεν στοιχειοθετεί δόλο. Μια σιωπηρή  συνενοχή δεκαετιών του πολιτικού προσωπικού της χώρας με την ίδια την κοινωνία, η οποία, μέσω της εκλογικής διαδικασίας, επικροτεί την παραπάνω στάση.

Παράλληλα, το προαναφερόμενο αναγκαίο επιπλέον βήμα παρουσιάζεται ως  στρατηγική κίνηση εγκλωβισμού των απέναντι ώστε, βασιζόμενοι στην αρνητική τους στάση, να αποδειχθεί η εποικοδομητική στάση των Αθηνών, να εισπράξει η ελλαδική ηγεσία δηλώσεις αναγνώρισης της «τολμηρής στάσης» της από φίλους και συμμάχους, και να καταδειχθεί η αδιαλλαξία των Τιράνων, της Άγκυρας, των Σκοπίων. Σύμφωνα με τη συμβατική οπτική η αδιαλλαξία αυτή θα σημειωθεί από τη διεθνή κοινότητα και θα επιπλήξει αυτούς που την εκφράζουν ενώ η σύνεση και η υπευθυνότητα των Αθηνών θα εκτιμηθούν δεόντως.

Πιο συγκεκριμένα, η χρήση της φράσης «Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας» για είκοσι πέντε σχεδόν χρόνια, με παράλληλη επικράτηση διεθνώς μόνο της λέξης Macedonia, καθιστούσε πιο εύκολη μια περαιτέρω υποχώρηση. Συνακόλουθα, η έμφαση στη σύνθετη ονομασία, άρα και στη συμπερίληψη του όρου «Μακεδονία», διευκόλυνε την αποδοχή ονόματος της χώρας όπου η λέξη «Μακεδονία» θα αποτελεί το βασικό συστατικό από το οποίο θα απέρρεε η «μακεδονική» εθνότητα και γλώσσα.

Παρομοίως,  η αποχή από κάθε ερευνητική δραστηριότητα στο Αιγαίο ως αποτέλεσμα της κρίσης του 1987 διευκόλυνε την αναγνώριση στην Άγκυρα, με τη Συμφωνία της Μαδρίτης του 1997, «νόμιμων, ζωτικών συμφερόντων και ενδιαφερόντων» στο Αιγαίο «τα οποία έχουν μεγάλη σημασία για την ασφάλεια και την εθνική κυριαρχία της» και την δυνατότητα στην τελευταία να προβαίνει σε διασταλτική ερμηνεία των συμφερόντων αυτών. Παράλληλα, η «δέσμευση αποφυγής μονομερών ενεργειών στη βάση του αμοιβαίου σεβασμού και της επιθυμίας, ώστε να αποτραπούν συγκρούσεις οφειλόμενες σε παρεξήγηση» ακύρωνε τα όποια σχέδια των Αθηνών για έρευνες στο Αιγαίο.

Στο Κυπριακό, οι διαχρονικοί χειρισμοί Αθήνας και Λευκωσίας, μετέβαλλαν τον επιδιωκόμενο στόχο από την Ένωση, στην Αυτοδιάθεση, στην Αυτοκυβέρνηση, στην Ανεξαρτησία, στη δεσμευμένη Ανεξαρτησία, στην Ομοσπονδία, στη Δικοινοτική Ομοσπονδία, στη Διπεριφερειακή Ομοσπονδία, στη Διζωνική, Δικοινοτική Ομοσπονδία και τέλος, στο Συνεταιρισμό  δύο ισότιμων και ισόκυρων συνιστώντων κρατών, στο πλαίσιο του οποίου η Κυπριακή Δημοκρατία αποσυντίθεται, εξισώνεται με τα κατεχόμενα και οι Τουρκοκύπριοι/έποικοι, υπό τις οδηγίες της Άγκυρας, αποκτούν μόνιμο δικαίωμα αρνησικυρίας σε όλες τις λειτουργίες της νεοσύστατης πολιτείας. Η παραπάνω επισήμανση, σε ένα βαθμό σχηματοποιημένη, καταδεικνύει την επιδείνωση της ελληνικής θέσης.

Στο Κυπριακό, ακολούθησε, εδώ και κάποια χρόνια, και η εσωτερίκευση της νέας πραγματικότητας, μέσω υιοθέτησης νέου λεξιλογίου. Η επιστροφή εδαφών μεταλλάχθηκε σε «εδαφικές αναπροσαρμογές». Η λέξη αναπροσαρμογή βρίσκει εφαρμογή υπό την έννοια ότι καλούνται οι Έλληνες της Κύπρου να προσαρμοστούν στις πραγματικότητες της κατοχής και να αποδεχθούν τα αποτελέσματα της εισβολής…Η απελευθέρωση μεταμορφώθηκε σε «επανένωση», το Κυπριακό σε δικοινοτική διαφωνία  απονευρώνοντας το φρόνημα της διεκδίκησης της ελευθερίας και στερώντας από τους Έλληνες της Κύπρου το ηθικό πλεονέκτημα που κάθε θύμα δικαιούται να έχει. Ο έποικος, έγινε «σφετεριστής» και αργότερα  «χρήστης», έννοια της αγοράς, εμπορική, άρα ουδέτερη. Δεν υπάρχει ούτε θύμα, ούτε θύτης.

Η κάθε υποχώρηση, δυσχεραίνει τη θέση της χώρας στο μέλλον και εκλογικεύει την επόμενη υποχώρηση. Πολλές φορές ο φαύλος αυτός κύκλος ενδύεται επιστημονικό υπόβαθρο με την αρωγή καθηγητών και ειδικών περί τα διεθνή. Ακολουθεί η γλωσσική προσαρμογή όπως στην περίπτωση του Κυπριακού. Η επόμενη υποχώρηση φαντάζει φυσιολογική, οικεία…Την επιζητούμε, την αναμένουμε ως λύτρωση για να τακτοποιήσουμε επιτέλους αυτήν ή την άλλη εκκρεμότητα…

Χρεωκοπημένο πολιτικό προσωπικό που δεν μπορεί και δεν θέλει. Λανθασμένη (συνειδητά;) ανάγνωση της διεθνούς πολιτικής. Μια κοινωνία φιλοτομαριστών ο πατριωτισμός της οποίας περιορίζεται σε συλλαλητήρια και άναρθρες κραυγές. Λόγια μεγάλα χωρίς αντίκρυσμα. Όλοι συνένοχοι. Όλοι μας.

 

Το παρόν κείμενο δημοσιεύθηκε, για πρώτη φορά, στο περιοδικό Άμυνα και Διπλωματία, τεύχος Ιουλίου-Αυγούστου 2018.

 

Posted in Uncategorized | Δεν επιτρέπεται σχολιασμός στο Η αρχή της διολίσθησης Ιωάννης Σ. Λάμπρου

Μπαμπούλες και Κατάσκοποι: Ρωσία, Πούτιν και η Επιδιωκόμενη Απονεύρωση του Δημοσίου Διαλόγου για το Μακεδονικό

Μεγάλο μέρος της δημόσιας συζήτησης για τη συμφωνία των Πρεσπών αφιερώθηκε στην ανάλυση του κειμένου, τα θετικά και τα αρνητικά της για την Ελλάδα, και το πώς τα ελληνικά συμφέροντα εξυπηρετούνται από αυτήν. Η σχετική συζήτηση έλαβε χώρα τόσο στο κομματικό επίπεδο, βοηθούσης της απόρριψής της από τη ΝΔ, όσο και στην κοινωνία, μεταξύ φορέων και απλών πολιτών. Με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία (δημοσκοπήσεις) και εξελίξεις (συλλαλητήρια, κινητοποιήσεις κλπ), είναι ασφαλής η διαπίστωση ότι η δημόσια συζήτηση έφτασε σε ένα ξεκάθαρο συμπέρασμα: η συμφωνία είναι επιζήμια για την Ελλάδα.

Γινόμαστε τις τελευταίες εβδομάδες μάρτυρες μιας νέας φάσης προώθησης-επιβολής της συμφωνίας στην ελληνική κοινωνία. Βλέπουμε η έμφαση να δίνεται στο ότι η συμφωνία θα ανακόψει τη ρωσική επιρροή στα Βαλκάνια – μαζί με ένα μηντιακό πανηγύρι που έχει στηθεί για την υπόθεση των Ρώσων πρακτόρων που βρίσκονται υποτίθεται πίσω από τις κινητοποιήσεις στη Βόρεια Ελλάδα. Εισάγεται έτσι πλέον και στην Ελλάδα το ύστατο εργαλείο επιβολής όταν όλες οι άλλες λύσεις έχουν αποτύχει: ο μπαμπούλας του Russian meddling, αυτό το ασαφές αλλά παντοδύναμο δίκτυο ρωσικής επιρροής στο οποίο αποδίδονται η νίκη Τραμπ, το Μπρέξιτ, οι ταραχές στην Καταλωνία, και γενικά οποιοδήποτε μαζικό φαινόμενο εθνοκρατικής ή εθνοκοινωνικής μαζικής κινητοποίησης και αντίδρασης.

Παραδοσιακός φορέας του «ρωσικού επιχειρήματος» στην ελληνική συζήτηση είναι ο ευρώφιλος «φιλελεύθερος-μεταρρυθμιστικός» χώρος. Πέρα από μια ροπή προς συνωμοσιολογία που θυμίζει αυτή των «ψεκασμένων» που αυτός ο χώρος τόσο αρέσκεται να χλευάζει, η εμμονή με τη Ρωσία κατεδείκνυε και τις προτεραιότητες και τα αξιακά σημεία αναφοράς του. Για να το πούμε απερίφραστα, μέτρο αξιολόγησης της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής για αυτόν το χώρο δεν είναι τα ελληνικά, αλλά τα ρωσικά και κατά αντανάκλαση ευρωπαϊκά-δυτικά συμφέροντα. Για αυτούς η ήττα των ρωσικών συμφερόντων είναι σημαντικότερη από την εκπλήρωση των ελληνικών, και αντίστροφα η νίκη των ρωσικών συμφερόντων μεγαλύτερο κακό από την ήττα των ελληνικών.

Αν αυτή η συλλογιστική περιοριζόταν στις συζητήσεις μερικών πανεπιστημιακών, αναλυτών και σχολιαστών θα επρόκειτο απλά για ένα από τα πολλά παραδείγματα σάχλας και γραφικότητας στη δημόσια συζήτηση στην Ελλάδα. Όταν όμως το «ρωσικό επιχείρημα» γίνεται εργαλείο στα χέρια μιας κυβέρνησης, και όταν ένα κεφαλαιώδες ζήτημα εξωτερικής πολιτικής είναι τόσο κοντά στο να επιλυθεί με τόσο δυσμενείς για την Ελλάδα όρους, τα πράγματα σοβαρεύουν. Είναι σαφές ότι τις επόμενες εβδομάδες και στην Ελλάδα θα εφαρμοστεί η δοκιμασμένη στο εξωτερικό μέθοδος του διαμέσου Μόσχας κυνηγιού μαγισσών. Προφανώς το ότι μέσα σε μόλις μερικές εβδομάδες οι υποστηρικτές της συμφωνίας των Πρεσπών έχουν οπισθοχωρήσει από τη γραμμή άμυνας «ελληνικά συμφέροντα» κι έχουν ταμπουρωθεί στο τελευταίο οχυρό «ο κακός Πούτιν» δείχνει πόσο πραγματικά πιστεύουν και οι ίδιοι στην αρτιότητά της – καθώς επίσης και ποιος είναι πραγματικά ατζέντης ξένων συμφερόντων σε αυτήν την κουβέντα.

Σε τελική ανάλυση το «ρωσικό επιχείρημα» έχει μια πάρα πολύ ύπουλη διάσταση. Επιδιώκει να αντιστρέψει την κατηγορία της προδοσίας από αυτούς που υπέγραψαν τη συμφωνία προς αυτούς που υποτίθεται ότι παίζουν το παιχνίδι του Πούτιν. Επιδιώκεται ουσιαστικά η ποινικοποίηση της αντίστασης στη συμφωνία – ειδικά αφού και η μπογιά της «ακροδεξιάς» για τα συλλαλητήρια ξέβαψε πριν καλά-καλά στεγνώσει.

Posted in Uncategorized | Δεν επιτρέπεται σχολιασμός στο Μπαμπούλες και Κατάσκοποι: Ρωσία, Πούτιν και η Επιδιωκόμενη Απονεύρωση του Δημοσίου Διαλόγου για το Μακεδονικό

Σχόλιο για την οικιακή οικονομία στον αρχαίο ελληνικό κόσμο / Μιχάλης Ρέττος

Το ΙΝΣΠΟΛ δημοσιεύει τη μελέτη του Μιχάλη Ρέττου,

 

Σχόλιο για την οικιακή οικονομία στον αρχαίο ελληνικό κόσμο:

από τον Όμηρο και τον Ησίοδο στον Οικονομικό του Ξενοφώντα

 

Posted in έρευνες_δημοσιεύσεις | Δεν επιτρέπεται σχολιασμός στο Σχόλιο για την οικιακή οικονομία στον αρχαίο ελληνικό κόσμο / Μιχάλης Ρέττος

Ενάντια στη βλακεία, με ευλογημένα στυλό

Του Σωτήρη Μητραλέξη

Σε κάθε δημόσια συζήτηση για τα εκκλησιαστικά συμβαίνει, πραγματικά, ένα θαύμα: στο χώρο της κάθε φορά ιεράς αγανάκτησης -χώρο όπου συναντιούνται πάντοτε αγαπητικά οι αριστεροί με τους νεοφιλελεύθερους υπό το φως του Ράμφειου Ευαγγελίου ότι «η Ελλάδα δεν πέρασε Διαφωτισμό»- απέναντι στην κοινότητα των πιστών αίφνης εξαφανίζεται κάθε λογική και ορθολογισμός, κάθε απαίτηση να αντιστοιχούν τα επιχειρήματα στην πραγματικότητα, κάθε αξίωση να έχει κανείς την οποιαδήποτε υποτυπωδώς ουσιαστική πληροφόρηση για το θέμα που σχολιάζει.

Έτσι ακριβώς έγινε και με το «Ευλογημένο Στυλό-gate», όπου ο Μητροπολίτης Βέροιας και Νάουσας Παντελεήμων μοίρασε στους φοιτητές στο τέλος της λειτουργίας στυλό με το μήνυμα «Καλή επιτυχία», τα οποία είχαν την ευχή του (η αρβύλα των συνειδητών ανακριβειών φρόντισε να κυκλοφορήσει το ψεύδος ότι τα στυλό «πουλήθηκαν»).

Στις υλακές και στους ολοφυρμούς που ακολούθησαν στη δημοσιά -γεμάτες, όπως πάντα, από τα «γίναμε Ιράν, γίναμε Τεχεράνη, αυτά δε συμβαίνουν πουθενά στην Ευρώπη»- οι Διαφωτιστές πληκτρολογίου έβαλαν στο μυαλό τους διάφορα πράγματα με τρόπο όλως αυθαίρετο και ανορθολογικό, για τα οποία όχι μόνο έχουν εδραία αν και αστήρικτη πεποίθηση, αλλά αν τους πληροφορήσεις περί του αντιθέτου θεωρούν αυτονοήτως ότι ψεύδεσαι ή ότι δικαιολογείς τα αδικαιολόγητα ή τέλος πάντων όποια άλλη αντίδραση αρμόζει σε φανατικούς θρησκόληπτους κάθε αδιάλλακτης και παγιωμένης άποψης ή στάσης.

Οι φωνασκούντες υποθέτουν, από μόνοι τους και με αυταπόδεικτη αυθεντία, πως οι πιστοί επικαλούνται τον Θεό -τον οποίο φαντάζονται ως διασταύρωση παγανιστικού ξοάνου και «God of the Gaps», δηλαδή ως κάτι στο οποίο δεν πιστεύει η εκκλησία- ούτως ώστε να προκαλέσει ένα υπερφυσικό θαύμα και ο φοιτητής/τρια που γράφει με το «ευλογημένο στυλό» να υποστεί κάποια έλλαμψη κατά τη διάρκεια των Πανελλαδικών. Προσβάλλουν, δηλαδή, οι φωνασκούντες με την αφέλειά τους τη νοημοσύνη των εκκλησιαζομένων φοιτητών, παρουσιάζοντάς τους ως καρικατούρες. Δεν μπορούν καν να υποθέσουν τη mutatis mutandis παραλληλία του «ευλογημένου στυλό» (στην εκκλησία ξέρετε αυτό κάνουμε, ευλογούμε/αγιάζουμε τα πάντα, νερά- ξύλα- πηγάδια – αμάξια – βραστά στάρια – ψωμιά – στυλό και ό,τι βάλει ο νους του ανθρώπου) με ένα ενθύμιο, με ένα αντικείμενο που αποκτά νέα αξία επειδή μας το έχει δώσει αγαπημένο πρόσωπο και το φυλάμε σαν κόρη οφθαλμού, ειδικά στις δύσκολες στιγμές. Επαρκούν μόνο για να το φανταστούν με όρους ταινίας επιστημονικής φαντασίας, ώστε να το χλευάσουν.

Αυτό που δεν καταλαβαίνουν οι φιλελεύθεροι και οι εξ Αριστεράς για το θέμα είναι ότι η εκδοχή «η προσευχή γίνεται διότι έτσι πιστεύουν ότι θα γράψουν καλύτερα με υπερφυσικό τρόπο, μα τι βλάκες» δεν εκθέτει τους πιστούς, αλλά τη δική τους, των επικριτών, αντιληπτική στενότητα, έλλειψη στοιχειώδους πληροφόρησης για τα εκκλησιαστικά που σχολιάζουν, και επηρμένη ασχετοσύνη. Διότι η λογική αιτιώδους σχέσης «θα κάνουμε μια ακολουθία στην εκκλησία, άρα θα πάω καλά στις Πανελλήνιες» απαντά μόνο, και εξ αντιθέτου/υβριστικά, στα μυαλά όσων επικριτών δεν διακρίνονται για την αντιληπτική τους εμβέλεια ως προς αυτά τα ζητήματα.

Εν αντιθέσει, για όσους βρίσκονται στη ζωή της εκκλησίας και είναι αυτή ο άξονας της ζωής τους, θα ήταν απλώς παράλογο να μη συνεχίσει να παρίσταται ο άξονας αυτός και στη φριχτή δοκιμασία των Πανελλαδικών. Δηλαδή, για όσους είναι χριστιανοί και μετέχουν στη ζωή της εκκλησίας, το μόνο λογικό είναι να θέλουν αυτή τη διευρυμένη οικογένεια μαζί τους στην επίπονη δοκιμασία – θα ήταν ανορθολογικό αν δεν την ήθελαν. Στην εκκλησία ξέρουμε να προσευχόμαστε, και προφανώς θα προσευχηθούμε κατ’ εξοχήν στα δύσκολα.

Επί Πανελλαδικών εξετάσεων ήμουν άθεος, αλλά εάν δεν ήμουν, θα ήταν πραγματικά σημαντικό για μένα να τις γράφω με ένα στυλό που σαρκώνει σε ύλη το ότι ολόκληρη η εκκλησιαστική μου κοινότητα είναι μαζί μου, με νοιάζεται, εύχεται και προσεύχεται για μένα – όχι μόνο για να τα πάω καλά, αλλά για να είμαι καλά, να μην τα παίξω και κλατάρω στη φρίκη των Πανελλαδικών. Αναφερόμαστε σε κυριολεκτικά υλική αγάπη και έγνοια, εμφανώς πιο ορθολογική από τα τυχαία «γούρια», τα αγαπημένα πουκάμισα, t-shirt και ούτω καθεξής. Προφανώς, λόγω της οργιώδους υστερίας σε κάθε τέτοια δημόσια συζήτηση, φυσικά και δεν μπορεί κανείς να έχει την απαίτηση ή την αξίωση να κατανοούν αυτά τα μάλλον προφανή και στοιχειώδη όσοι λειτουργούν επί τη βάσει προσχηματισμένων εμμονών.

Αν κάτι επιτυγχάνεται με όλη αυτή την υστερία, που ξεκινάει από τα σκωπτικά χάχανα και καταλήγει στον ανενημέρωτο ανορθολογισμό του «δεν συμβαίνει πουθενά στην Ευρώπη», αυτό είναι το να καθίσταται αδύνατο να εξεταστούν με σοβαρότητα οι εφιαλτικές στρεβλώσεις που σχετίζονται με την εκκλησία στην Ελλάδα, καθ’ ότι καλύπτονται από τη φρενήρη υστερία για διάφορα μη-θέματα. Στρεβλώσεις, τη συνέχιση και μακροημέρευση των οποίων η παρούσα κυβέρνηση υπηρετεί με θαυμαστή συνέπεια, παρά τους εικονικούς περί του αντιθέτου διαπληκτισμούς και αποπροσανατολισμούς.

Προσωπικό σχόλιο: στη φρίκη των ημερών, η ανάγνωση της είδησης για τα «ευλογημένα στυλό» των Πανελλαδικών με γέμισε ελπίδα, παιδικό ενθουσιασμό ότι στο τέλος κάτι θα σωθεί. Στην εποχή της τέλειας ερημίας, τα «γούρια» κάποιων δεν θα αντικατοπτρίζουν απλώς τα αδιάφορα προσωπικά τους χούγια, αλλά το ότι ανήκουν σε μια κοινότητα∙ κάποιοι θα φέρουν στο αλεστικό μηχάνημα των Πανελληνίων το υλικό σημάδι -τον «τύπον των ήλων»- του πόσοι πολλοί τούς νοιάζονται και τους αγαπούν. Σταγόνα ζείδωρης λογικής μέσα στην τρέλα. Τελικά, κάπου διασώζεται ο ορθολογισμός, όταν έχει εξαφανιστεί από οπουδήποτε αλλού: σε ένα ευλογημένο στυλό.

 

Ερευνητικός εταίρος στο Πανεπιστήμιο του Princeton και επίκουρος καθηγητής φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο της Πόλεως, Κωνσταντινούπολη. Το κείμενο πρωτοδημοσιεύθηκε στα ΕΝΘΕΜΑΤΑ της εφημερίδας ΑΥΓΗ της Κυριακής 17 Ιουνίου 2018.

Posted in Άρθρα_Τοποθετήσεις | Δεν επιτρέπεται σχολιασμός στο Ενάντια στη βλακεία, με ευλογημένα στυλό

ΑΔΙΚΗ, ΕΠΙΖΗΜΙΑ ΚΑΙ ΑΝΤΙΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΗ: Η ΘΕΣΗ ΤΟΥ ΙΝΣΠΟΛ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΤΣΙΠΡΑ-ΖΑΕΦ

Η κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα ήρθε σε συμφωνία με την κυβέρνηση Ζάεφ για επίλυση του ονοματολογικού ζητήματος της πΓΔΜ. Το Ινστιτούτο Συντηρητικής Πολιτικής θεωρεί ότι αυτή η συμφωνία δεν εξυπηρετεί τα εθνικά συμφέροντα και είναι εξόχως προβληματική ως προς τη διαδικασία εφαρμογής της. Η δε πρόβλεψη μη-επικύρωσής της από την ελληνική Βουλή αποτελεί προσβολή προς τον ελληνικό λαό ως συλλογικό υποκείμενο και την Ελλάδα ως ανεξάρτητη δημοκρατική χώρα. Πιο συγκεκριμένα:

α) Αναλύουμε την συμφωνία με καλή θέληση, αναγνωρίζοντας ότι πρέπει κάποια στιγμή να βρεθεί κοινά αποδεκτή λύση μεταξύ των δυο πλευρών. Ακόμα κι έτσι όμως, αυτή δεν είναι μια καλή συμφωνία. Σε ό,τι αφορά το όνομα της πΓΔΜ, η Ελλάδα συμφωνεί σε ένα γεωγραφικό προσδιορισμό ο οποίος θα μεταφράζεται διεθνώς, δηλ. δεν θα χρησιμοποιείται αποκλειστικά στα σλαβικά, κάτι που θα κατεδείκνυε την απόσταση του κράτους αυτού από την ιστορική Μακεδονία. Ο όρος «Σεβέρνα Μακεντόνια», που χρησιμοποίησε στο διάγγελμά του ο πρωθυπουργός, δεν εμφανίζεται στη συμφωνία.

Ακόμα πιο προβληματικό είναι ότι η Ελλάδα αναγνωρίζει επίσημα «μακεδονική» υπηκοότητα, ταυτότητα και γλώσσα σε συνδυασμό με το όνομα «Βόρεια Μακεδονία». Ο κίνδυνος του γεωγραφικού προσδιορισμού ήταν πάντα ότι αυτός θα δημιουργούσε την εντύπωση ότι τα Σκόπια είναι το επίκεντρο μιας ευρύτερης Μακεδονίας της οποίας ένα μόνο μέρος (το Βόρειο, το Άνω κοκ) έχει κρατική υπόσταση. Ο μόνος τρόπος αποφυγής της μονοπώλησης της ιδέας της Μακεδονίας από τα Σκόπια ήταν ακριβώς ο σαφής χαρακτηρισμός της ταυτότητας ή/και υπηκοότητάς τους ώστε αυτή να συμπίπτει με την κρατική τους υπόσταση (π.χ. «βορειομακεδονική»).

Η συμφωνία κάνει το ακριβώς αντίθετο. Ονοματίζοντας την πΓΔΜ «Βόρεια Μακεδονία», δημιουργεί την ιδέα ότι υπάρχει και κάποια «νότια» ή «όλη» Μακεδονία για λογαριασμό της οποίας τα Σκόπια μπορούν να ομιλούν εφόσον η ταυτότητα και γλώσσα τους είναι «μακεδονικά». Το κράτος των Σκοπίων γίνεται επίσημα φορέας και λίκνο της ταυτότητας της όλης Μακεδονίας. Πρόκειται για την τέλεια συνταγή αλυτρωτισμού! Και αν οι σχετικές (σωστές) διατάξεις της συμφωνίας αποκλείουν ενδεχόμενο εδαφικού αλυτρωτισμού και την ανακίνηση μειονοτικών ζητημάτων, το πνεύμα της ανοίγει το δρόμο για διεμβόλιση και υφαρπαγή ελληνικού πολιτιστικού κεφαλαίου, καθώς και για μια τεράστια κρίση αυτοσυνειδησίας στην ελληνική Μακεδονία.

Η μνεία για την πολιτική εξαρχαϊσμού προηγούμενων κυβερνήσεων και την αποκοπή της σκοπιανής ταυτότητας από την ελληνική αρχαιότητα είναι θετική. Παράλληλα όμως, η εμμονή περί αρχαίας καταγωγής συνιστούσε την πλέον φαιδρή όψη της σκοπιανής αναθεωρητικής πολιτικής, η οποία συν το χρόνω αποτελούσε βαρίδι για την εξωτερική εικόνα της πΓΔΜ. Δεν θα πρέπει να αντιμετωπίζεται, μονοσήμαντα, ως κέρδος της ελλαδικής πλευράς αλλά ως μια προσπάθεια των Σκοπίων να ενισχύσουν τα ερείσματα τους στην ιστορία του εικοστού αιώνα, πηγή άλλωστε του σκοπιανού αναθεωρητισμού. Τονίζεται δε πως στην τελευταία παράγραφο του άρθρου 7 επισημαίνεται πως οι πολίτες των συμβαλλομένων μερών θα συνεχίσουν να κάνουν χρήση των όρων «Μακεδονία» και «Μακεδόνας» αποδίδοντας το περιεχόμενο που υιοθετούν μέχρι τώρα.

β) Η διαδικασία εφαρμογής και επικύρωσης που προκρίθηκε σε συνδυασμό με τη διαδικασία ένταξης της πΓΔΜ στο ΝΑΤΟ και την ΕΕ δημιουργεί ερωτήματα. Σύμφωνα με το έγγραφο Τσίπρα-Ζάεφ, η Ελλάδα θα υποστηρίξει να απευθύνει το ΝΑΤΟ πρόσκληση ένταξης στα Σκόπια αμέσως αφότου η βουλή της πΓΔΜ υπερψηφίσει τη συμφωνία. Η Ελλάδα διατηρεί το δικαίωμα να υπερψηφίσει την ένταξη της «Βόρειας Μακεδονίας» στο ΝΑΤΟ μόνο όταν ολοκληρωθούν εκεί όλες οι διαδικασίες συνταγματικής αλλαγής. Αυτή είναι όμως μια διαδικασία που θα διαρκέσει μήνες με δεδομένη την πολιτική πόλωση στην πΓΔΜ. Σε όλο αυτό το διάστημα η πΓΔΜ θα προετοιμάζεται για την ένταξή της, με την Ελλάδα να έχει συμφωνήσει ότι θα επικυρώσει τη συμφωνία ταυτόχρονα με την επίσημη είσοδο της γειτονικής χώρας στο ΝΑΤΟ.

Η ολοκλήρωση της διαδικασίας με την επικύρωση από την ελληνική Βουλή θεωρητικά καθιστά την Ελλάδα τον τελικό επιδιαιτητή. Αυτό όμως θα είχε νόημα αν τα Σκόπια δεν είχαν κερδίσει την πρόσκληση ένταξης στο ΝΑΤΟ (που είχε αποφευχθεί στο Βουκουρέστι). Με αυτό το καθεστώς και την υποστήριξη από άλλα κράτη της Συμμαχίας, η πΓΔΜ θα έχει περιθώρια άσκησης πίεσης στην Ελλάδα – διεκδικήσης επιπλέον παραχωρήσεων ή «δημιουργικής» εφαρμογής των συμφωνημένων – για να επιτύχει την επικύρωση και τις συνταγματικές αλλαγές που απαιτούνται. Στο τέλος, ποια ελληνική κυβέρνηση και Βουλή θα μπορεί να φέρει αντιρρήσεις λίγο πριν την επίσημη ένταξη της «Βόρειας Μακεδονίας» στο ΝΑΤΟ για τυχόν πλημελλή εφαρμογή της συμφωνίας όταν θα τελεί υπό ασφυκτικές πιέσεις «να μην χαλάσει η δουλειά»;

Σε όλο αυτό το διάστημα η συμφωνία θα είναι έρμαιο των εξελίξεων στα Σκόπια. Αν η Ελλάδα είχε επικυρώσει τη συμφωνία και διατηρούσε το δικαίωμα της τελικής εκτίμησης κατά πόσο τα Σκόπια συμμορφώθηκαν, όλη η πίεση θα ήταν στο Ζάεφ να εφαρμόσει τα συμφωνημένα πλήρως και το ταχύτερο δυνατόν. Τώρα, ακόμα και σε περίπτωση που η διαδικασία επικύρωσης ή συνταγματικής αλλαγής αποτύχει στην πΓΔΜ, αυτή δεν θα ενταχτεί μεν στο ΝΑΤΟ θα διατηρήσει όμως και θα διαφημίσει ως κεκτημένα τα περιεχόμενα της συμφωνίας σχετικά με ταυτότητα, υποκοότητα και γλώσσα. Ταυτόχρονα, θα διατηρεί το στάτους της χώρας υπό επίσημη πρόσκληση για ένταξη στο ΝΑΤΟ. Η θέση της Ελλάδας σε μελλοντικές διαπραγματεύσεις δυσχεραίνεται εξαιρετικά.

γ) Ο ανωτέρω διακανονισμός αποτελεί προφανή μεθόδευση των Τσίπρα-Κότζια να αναβάλουν την ψήφιση της συμφωνίας στην Βουλή. Εγείρεται εδώ ένα μείζον ηθικό και πολιτικό ζήτημα. Με βάση την συμφωνία, η πΓΔΜ θα συζητήσει και ψηφίσει πάνω σε αυτήν διαδοχικά και με διαφόρους τρόπους. Η βουλή της θα την επικυρώσει. Οι πολίτες της θα εκφραστούν σε δημοψήφισμα. Το σύνταγμά της θα αλλάξει με βάση τις νόμιμες διαδικασίες. Ο Ζάεφ έχει επίσης δηλώσει ότι αν η διαδικασία κολλήσει θα κάνει πρόωρες εκλογές.

Προφανώς οι πολίτες μιας χώρας πρέπει να μπορούν να εκφραστούν για ένα ζήτημα όπως το όνομα και η ταυτότητά τους. Το ίδιο όμως αυτό δικαίωμα στερείται πλήρως από τους Έλληνες πολίτες! Ενώ η συμφωνία θα περνάει από απανωτά στάδια συζητήσεων και ψηφοφοριών στην πΓΔΜ, στην Ελλάδα το πολιτικό σύστημα και οι ψηφοφόροι δεν θα έχουν καμιά δυνατότητα έκφρασης! Δικαιώνονται έτσι τα συλλαλητήρια του χειμώνα και το ένστικτο του ελληνικού λαού ότι η όποια λύση θα προωθηθεί με τρόπο αντιδημοκρατικό και ενάντια στην θέληση της πλειοψηφίας.

Υπό τις σημερινές συνθήκες ποιον άλλον τρόπο έχουν οι ΄Ελληνες για να εκφράσουν την αντίθεσή τους παρά νέα συλλαλητήρια και κινητοποιήσεις; Κυβερνητικοί αξιωματούχοι είναι σίγουρο ότι θα αναφερθούν υπεροπτικά και απαξιωτικά στην αντίδραση του ελληνικού λαού. Η σωστή, ορθολογική προσέγγιση φαίνεται να αποτελεί αποκλειστικό κτήμα της κυβερνητικής πολιτικής, ενώ η διαφωνία με τις θέσεις αυτές, ανεξάρτητα από τα επιχειρήματα της άλλης πλευράς, απορρίπτεται ως ένδειξη άγνοιας και φανατισμού. Παράλληλα, ο λαός – στο όνομα του οποίου η κυβέρνηση αυτή ανέλαβε την αρχή – που συμμετέχει σε θεμιτές, ανοικτές και δημοκρατικές δράσεις υβρίζεται.

Θα μπορούσε κάποιος να μιλήσει για «μνημόνιο εξωτερικής πολιτικής», ακόμα όμως και τα μνημόνια συζητώνται και ψηφίζονται στην Βουλή. Εδώ έχουμε μια μεθόδευση πρωτοφανούς αυταρχικότητας και αντιδημοκρατικότητας, όπου μια κυβέρνηση με συζητήσιμη (αν όχι ανύπαρκτη) κοινοβουλευτική πλειοψηφία σε αυτό το ζήτημα δεσμεύει την χώρα. Ανεξάρτητα από το τι πιστεύει κάποιος για το περιεχόμενο της συμφωνίας, ο τρόπος εφαρμογής της συνιστά ηθικό και πολιτικό εξανδραποδισμό ενός λαού και καταλύει κάθε έννοια δημοκρατικότητας και πολιτικής ηθικής.

Συμπερασματικά, το ΙΝΣΠΟΛ θεωρεί ότι η συμφωνία δεν εξασφαλίζει τα εθνικά συμφέροντα, απειλεί να ξανακαταστήσει την Ελλάδα αντικείμενο πιέσεων και να την εκθέσει στους Συμμάχους της, ενώ τα Σκόπια αποκτούν περιθώριο νέων ελιγμών, και συμβάλλει στην περαιτέρω διάβρωση των δημοκρατικών θεσμών και του αισθήματος εμπιστοσύνης των Ελλήνων προς το κράτος τους και το πολιτικό σύστημα. Είναι μια άδικη, επιζήμια και αντιδημοκρατική συμφωνία και ως τέτοια πρέπει να απορριφθεί από τις υπόλοιπες πολιτικές δυνάμεις.

Posted in Uncategorized | Δεν επιτρέπεται σχολιασμός στο ΑΔΙΚΗ, ΕΠΙΖΗΜΙΑ ΚΑΙ ΑΝΤΙΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΗ: Η ΘΕΣΗ ΤΟΥ ΙΝΣΠΟΛ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΤΣΙΠΡΑ-ΖΑΕΦ

Επεισόδιο Μπουτάρη: Τα όρια μιας απαίδευτης κοινωνίας Ιωάννης Σ. Λάμπρου

κατάλογος

 

Η επίθεση πολλών σε λίγους είναι αποκρουστική. Εμφανής ο φόβος στο πρόσωπο του επιτιθέμενου, όπως προη μερών, του Δημάρχου Θεσσαλονίκης. Υπενθυμίζεται η επίθεση στον Υπουργό Αμύνης στο Κερατσίνι προ ετών αλλά και η προτροπή του τελευταίου σε πολίτες να «λιντσάρουν τον Πάχτα». Απαράδεκτος ο πατέρας με την κόρη του στα χέρια, όχι να αποδοκιμάζει απλά τον Μπουτάρη αλλά να τον ακολουθεί βρίζοντάς τον με τη μικρή να κοιτάει σαστισμένη.

Στο όνομα της αγανάκτησης γίνεται προσπάθεια να δικαιολογηθούν πάσης φύσεως πράξεις, ειδικά στα χρόνια των μνημονικών δεσμεύσεων. Μια κοινωνία χωρίς κατεύθυνση και προσανατολισμό, χωρίς πολιτική και πνευματική ηγεσία να την κατευθύνει και να την παιδεύσει καθίσταται ευεπίφορη να γίνει άθυρμα συναισθημάτων και παρορμήσεων και ανίκανη να διακρίνει την επιβεβλημένη, κάποιες φορές, αποδοκιμασία από την φυσική βία όπως στην περίπτωση του κ. Μπουτάρη.

Αυτοί οι οποίοι δυσανασχετούν με όσα, κατά καιρούς, έχει πει ο Δήμαρχος Θεσσαλονίκης είναι πολλοί, πολλοί περισσότεροι από όσους του επιτέθηκαν. Αποκαλυπτικό το βίντεο όπου δηλώνει πως «χ…  αν ο Μουσταφά Κεμάλ σκότωσε Έλληνες».[1] Δύσκολο να φανταστούμε τον δήμαρχο κάποιας ισραηλινής πόλης να δηλώνει κάτι παρόμοιο  για τον Αδόφλο Χίτλερ…Ή τον Δήμαρχο της Νέας Υόρκης να δηλώνει πως δεν τον απασχολεί αν φανατικοί ισλαμιστές διέπραξαν το τρομοκρατικό χτύπημα της 11ης Σεπτεμβρίου 2001.

Παράλληλα, γνωστή και η πρότασή του για μετονομασία της οδού Αποστόλου Παύλου σε Κεμάλ Ατατούρκ, επαναφέροντας το όνομα του  Τούρκου δικτάτορα, όπως είχε γίνει κατά τη διάρκεια του καθεστώτος Ιωάννη Μεταξά στο πλαίσιο μιας άλλης ιστορικής φάσης ελληνοτουρκικής φιλίας, η οποία, όπως όλες άλλωστε, τελείωσε άδοξα με την επιβολή του επαχθούς φόρου περιουσίας  Varlik Vergisi τo 1942 επιφέροντας καταστρεπτικές απώλειες σε Έλληνες, Αρμένιους και Εβραίους. Αιτιολογώντας την παραπάνω πρόταση ο κ. Μπουτάρης μίλησε για αύξηση των Τούρκων επισκεπτών στην πόλη της Θεσσαλονίκης. Ο αυξημένος τζίρος εστιατορίων και ξενοδοχείων πιο σημαντικός από τα θύματα της Γενοκτονίας…

Ή όταν καλούσε ανοικτά, τον Φεβρουάριο του 2016, τον κόσμο να βιαιοπραγήσει κατά του Μητροπολίτη Πειραιώς: «Έχουμε ένα Μητροπολίτη, λίγο ακραίων αντιλήψεων. Εμένα με ενοχλεί όταν πάω να ακούσω τη δοξολογία να ακούω τον εθνικό ύμνο. Αν δεν ξεχωρίσει η πολιτική με την εκκλησιαστική εξουσία πάντα θα έχουμε έναν Άνθιμο να μας δημιουργεί προβλήματα. Ο Μητροπολίτης Σεραφείμ είναι για ξύλο! Τι να τον κάνεις; Να του πεις μη τα λες»;[2] Συνεπώς, ο κ. Δήμαρχος δέχεται τη βία ως μέσο επίλυσης διαφορών…

Ο κ. Μπουτάρης γνωρίζοντας πως με απόφαση του Ελληνικού Κοινοβουλίου η 19η Μαΐου έχει αναγνωριστεί ως Ημέρα Μνήμης για τα θύματα της τουρκικής γενοκτονικής πολιτικής στον Πόντο, εντούτοις την ίδια ημέρα, και ενώ στη Θεσσαλονίκη ως κατεξοχήν πόλη Μικρασιατών και Θρακών προσφύγων δεν θα έπρεπε να λαμβάνει χώρα καμιά άλλη ανοικτή εκδήλωση, συναίνεσε στην Πολύχρωμη Παρέλαση  στο πλαίσιο του  2ου Αυτοοργανωμένου Thessaloniki Pride. Αλλά δεν σταμάτησε εκεί. Πήγε να δώσει το παρών και στον χώρο των εκδηλώσεων για τη γενοκτονία θέλοντας να γελοιοποιήσει περαιτέρω τους διοργανωτές.

Η αντισυμβατικότητα και η συνεχής επίκληση  προοδευτικών τσιτάτων, η άκριτη αποδοχή οτιδήποτε βαφτίζεται αντισυμβατικό και «σπάει τον κανόνα» είναι άκρως προσοδοφόρα ασχολία στην πατρίδα μας, τις τελευταίες δεκαετίες. Απείρως πιο κερδοφόρα από την αντιαισθητική επίκληση εθνικοφροσύνης πριν το 1974…

Ταυτόχρονα, η βία κατά του Δημάρχου Θεσσαλονίκης, αποτελεί πρώτης τάξεως ευκαιρία εκ μέρους της προοδευτικής «ελίτ» της χώρας να ξεσπαθώσει κατά του εθνικολαικισμού (ότι και αν σημαίνει αυτό) απονομιμοποιώντας οποιαδήποτε διαμαρτυρία πολιτών (όχι τον ξυλοδαρμό Μπουτάρη) για ζητήματα ταυτότητας. Βαφτίζονται συλλήβδην όλοι ακροδεξιοί… Κάτι παρόμοιο δεν έκαναν αξιωματούχοι της κυβέρνησης για όσους συμμετείχαν στα δύο συλλαλητήρια σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη για το ζήτημα της ονομασίας των Σκοπίων;

Όσοι κατηγορούν τον λαό για τραμπουκικές μεθόδους είναι αυτοί που επί δεκαετίες ελέγχουν την Παιδεία και καθορίζουν το πλαίσιο του δημοσίου διαλόγου. Το πολύ χαμηλό επίπεδο δημοσίου διαλόγου, και η προτίμηση σε φωνές και χειρονομίες αποτελούν τα επίχειρα της πολιτικής τους. Η απαξίωση της αριστείας και της έννοιας της ποιότητας και η αντικατάστασή τους από τη  μετριότητα, την τσαπατσουλιά και τον ελάχιστο κοινό παρανομαστή, χάριν της ισότητας, έχει συνέπειες. Σε συνδυασμό πάντα με την επιβολή μιας ασφυκτικής πολιτικής ορθότητας, η οποία στο πρόσχημα της αξιολογικά ουδέτερης στάσης και υποκειμενικής προσέγγισης των πάντων, γελοιοποιεί ως αφελή, ανώριμη και αταβιστική την μέχρι πρότινος ανάγνωση της ιστορίας.

Ένα τελευταίο σχόλιο για τον κ. Δήμαρχο. Δεν μπορεί ο κ. Μπουτάρης να είναι Δήμαρχος μιας ιστορικής πόλης, πόλης με ταυτότητα και βιώματα τουρκικής καταπίεσης αιώνων, και από αντισυμβατικό κόμπλεξ και προοδευτικές εμμονές να πηγαίνει ενάντια  στην ταυτότητα αυτής της πόλης. Κάποιος ο οποίος δηλώνει πως δεν τον ενδιαφέρει αν ο Μουσταφά Κεμάλ εξόντωσε εκατοντάδες χιλιάδες συμπατριωτών του, τα δεινά των οποίων συνιστούν αναπόσπαστο τμήμα της ιστορίας της πόλης τη Θεσσαλονίκης δεν είναι άξιος να φέρει τον τίτλο του Δημάρχου έστω και αν έχει εκλεγεί σε αυτό μέσα από δημοκρατικές διαδικασίες. Δήμαρχος θα παραμείνει μέχρι το τέλος της θητείας του, άξιος του τίτλου δεν είναι.

Ποια αντιμετώπιση, άραγε, ανέμενε από τους απογόνους των σφαγιασθέντων των Τσετών; Επευφημία; Θαυμασμό; Πως θα αντιδρούσε έκαστος εξ’ ημών, αν έχοντας χάσει γονείς και αδέλφια από δολοφονικές επιθέσεις, ερχόταν κάποιος και του έλεγε, μέσα στο σπίτι του, ότι δεν τον ενδιαφέρει αυτό; Πως θα αντιδρούσε η οικογένεια του δολοφονηθέντος Φύσσα αν τους έλεγε κάποιος ότι δεν τον απασχολεί ότι μέλη της Χρυσής Αυγής σκότωσαν το παιδί τους; Πολλώ δε μάλλον όταν δεν πρόκειται για τη δολοφονία ενός προσώπου αλλά εκατοντάδων χιλιάδων.

Ένας απλός πολίτης, από αδιαφορία, έλλειψη γνώσεων ή οτιδήποτε άλλο  μπορεί να επιλέξει να έχει τις παραπάνω απόψεις του κ. Μπουτάρη. Ο Δήμαρχος της πόλης όχι. Κανένας δεν μπορεί να αλλοιώνει την ιστορική φυσιογνωμία της πόλης κατέχοντας το δημαρχιακό αξίωμα και να πληρώνεται από τους πολίτες για αυτό. Τυπικά μπορεί να το κάνει όπως ο κ. Μπουτάρης αλλά δεν είναι έντιμο και δεν εξελέγην για αυτό. Η επίκληση της δημοκρατικής εκλογής δεν αρκεί για να νομιμοποιηθεί η διαστροφή της ιστορίας εκ μέρους της δημοτικής αρχής.

Οι απαράδεκτοι τραμπουκισμοί και η βία εις βάρος του 76χρονου Δημάρχου Θεσσαλονίκης δεν του δίνουν συγχωροχάρτι για την πολιτεία του στο δήμο τα τελευταία χρόνια. Το εις βάρος του επεισόδιο δεν αποτελεί απλά γνώρισμα των παθογενειών της κοινωνίας μας, όπως μονοσήμαντα σχολιάζεται, αλλά καταδεικνύει και τα όρια γελοιοποίησης της ιστορίας της που είναι διατεθειμένη, με τρόπο βάρβαρο, να χαράξει μια κοινωνία.

 

[1] Το βίντεο εδώ, https://www.youtube.com/watch?v=lA6nLwugLlk

[2] Βλέπε εδώ, https://www.protothema.gr/greece/article/555577/boutaris-kata-mitropoliton-o-anthimos-einai-ligo-akraion-adilipseon-o-peiraios-einai-gia-xulo/0

Posted in Uncategorized | Δεν επιτρέπεται σχολιασμός στο Επεισόδιο Μπουτάρη: Τα όρια μιας απαίδευτης κοινωνίας Ιωάννης Σ. Λάμπρου

Συνέντευξη για το ζήτημα ονομασίας των Σκοπίων

fyrom-greek_flags

Επ’ ευκαιρία των εξελίξεων, τους τελευταίους μήνες, σχετικά με τη διαδικασία διαπραγμάτευσης Ελλάδος- Σκοπίων για το ζήτημα της ονομασίας της γειτονικής χώρας παραθέτουμε το τελικό κείμενο συνέντευξης του μέλους του ΙΝΣΠΟΛ Ιωάννη Λάμπρου στην σκοπιανή δημοσιογράφο Marija Kotovska, ανταποκρίτρια του MRTV, στις 5 Αυγούστου 2016, σχετικά με το συγκεκριμένο θέμα. Η συνέντευξη δόθηκε  με αφορμή κείμενο με τίτλο »Το αδιέξοδο του ζητήματος της ονομασίας των Σκοπίων», https://inspol.gr/2016/07/27/545623/ . Το κείμενο είχε δημοσιευθεί στο περιοδικό Άμυνα και Διπλωματία, τέυχος Ιουνίου 2016.

In your latest analysis you wrote that your position on the name issue is that the possible solution should not contain the word Macedonia at all, and that the adjective «Macedonian« should not be allowed for naming the language and the nation. On the other hand the position of the ruling VMRO-DPMNE party in the neighboring country led by Nikola Gruevski, is that there will be no change of the constitutional name Republic of Macedonia  while also there won`t be any modifications in the name of the nation and the people as Macedonian. Do you agree with the majority of the Greek public opinion, that considers VMRO-DOMNE as the most non flexible political option in Macedonia, because of this position but as well as because of the Skopje 2014 project ?

I wrote that the Greek government should not accept the name containing the word Macedonia nor its derivatives.  I am fully aware of the position adopted by VMRO and Mr. Gruevski in relation to the name of the country. Mr Gruevsky’s –  and not only Mr. Gruevsky’s – intransigence and fanaticism has been repeatedly demonstrated.

The use of the name   “Republic of Macedonia” in international organizations – including the United Nations – that it has joined under the condition that it use the provisional name “Former Yugoslav Republic of Macedonia”.

The use of the symbol of the Vergina Sun, even your current flag denotes the Vergina Sun.The renaming of Skopje’s airport “Alexander the Great”.Insulting actions at the Carnival of Vevčani. The defilement of the Greek flag in 2008, with the substitution of the Nazi swastika for the Christian Cross although Greek people paid a heavy price for fighting both against Mussolini and Hitler at the same time when VMRO volunteers under the leadership of Mihailov and Kaltcef made up companions and fought alongside the 4th SS Mechanized Infantry Division.

Lastly, your country’s government never showed any sign of even the slightest compromise. It is worth mentioning that during Costas  Simitis’  premiership, the Greek government had accepted the name «Republic of Macedonia-Skopje» and the  government in Skopje rejected it. That name, which is contrary to the wishes of the Greek people, gave almost everything that Skopje wants, yet your government did not accept it. That tells us something about your government’s mentality on the use of dialogue.

 On the other hand – I mentioned Skopje 2014 project before – we have a situation where the opposition in the neighboring country, SDSM lead by Zoran Zaev, for e.g. agrees with Greece in showing discontent with this huge project of the ruling party, while at the same time we had the opposition leader years ago saying that on this issue it wouldn`t be so bad if we comply a bit. Do you think that if the opposition, by any chance, wins on the upcoming early parliamentary elections in the country in December, there could be also changes in the attitude regarding the name issue talks ?

It clearly demonstrates the insecurity concerning the national identity of a large part of the Slavs in Skopje . I know that municipal review commission is investigating charges of illegal public procurement and lack of transparency of the contracts given to the architects. An all these at an estimated cost of more than 600.000.000 euros.

I suppose there is a clash of interests between different political and business groups. I cannot say which are the true  motives of certain politicians concerning their misgivings to Project 2014.

As far as I know president of opposition SDSM party, Zoran Zaev in an interview he gave to  “Radio Free Europe”, in the end of last June, he said that he looks for a solution that will protect «our national identity, our constitutional name». I do not see how that differs from what Mr. Gruevsky is saying.

Don’t forget that former President of Skopje Branko Crvenkovski, coming from SDSM, from the podium of the 62nd UN General Assembly stated that “the name of my country is and shall remain the Republic of Macedonia”. I remind again that your country was accepted as member of the UN under the condition that for the purposes of the UN, use would be made of the name FYROM. When political figures coming from SDSM ridicule UN inside the General Assembly conference hall I cannot see any difference with Mr. Gruevsky. If there is a difference then it is one of form not of substance.

Few months ago, the opposition leader Kyriakos Mitsotakis asked for early elections in your country, so do you believe there will be early elections here and what could a possible  change of the ruling party mean in regards to the name issue talks?

The biggest parties currently in Greece, Syriza which is the bigger government partner and Nea Dimokratia, larger opposition party, are of the same mind. That is, a compound name with a geographical qualifier which will be used in relation to everyone (erga omnes), for all uses domestic and international and not be limited for use between the two countries. The notion of geographical qualifier is debatable because the government of Skopje  has attached  the term «Macedonia» primarily an ethnological attribute.

Even in the case of an election, in the immediate future or later on, the official stand will not change and there will not be a shift. The change of government will have no impact upon the name.

Let’s finish with what we start, and that is your position on the name issue. Do you feel that this position has or will gain wider support among some of the political forces in Greece?

The biggest parties, as I mentioned, currently in Greece area of the same mind.

It should be pointed out though that there is no correspondence  between the official line of the state and the voters although it is difficult to see that because the parties which support the above mentioned solution form the big majority in the parliament. Issues of foreign policy do not attract, for the time being, the interest of the people in Greece since their attention is directed to the awful economic crisis but it is naïve to think that there will not be a reaction if this government or any government for that matter will attempt to accept a solution close to the preference of your country.

We experienced a similar situation in Cyprus where in 2004 the biggest party of the country the center-right DISI and a part of the communist AKEL supported the Anan plan which supposed to unify Cyprus but in reality legitimized the invasion, the illegal settlers and the demise of the Republic of Cyprus.

Two thirds of DISI voters rejected party line and voted against, the overall percentage being 76% against the proposed plan.

In case of a referendum the vast majority of the Greek people will vote against such a solution. We should always bear in mind that the people in Greece and the Greek Diaspora, indeed the whole nation, must accept the solution as well irrespective of what any Greek government does. Do not confuse Athens’s readiness for almost any solution with the overall disposition of the nation. They are not in correspondence. Repeated polling, on the name issue, over many years, demonstrates that lack of correspondence.

Also, we must take into account that the name issue is not strictly bilateral. Albanians form a part of your country and they should have a say on how their country will be called. Bulgaria has raised a number of issues concerning national identity and history as well.

I would like also to point that if what is happening with the name of Macedonia takes place for a number of other historical regions of Europe whose size and geographical extent varied through time like Banat, Karinthia, Lusatia, Dobrudja, Silesia. What the implications for the stability of borders in Europe would be; There is the international dimension on the name issue that cannot be ignored.

Καταληκτικά Σχόλια

Although I am resentful of the appropriation of Greece’s historical heritage and arbitrary seizing of cultural symbols I do not hate  the people of your country. I understand that they inherited situations that took place in the past and that history, quite often bestows problems of the past that we must deal with.

I acknowledge and respect the right of your people to have a name and an identity. We are given birth, live and die within national communities and our lives become meaningful only within these national communities. But your right to have a name and an identity does not entail that Greeks should accept  your arguments. Just as you have the right for national identity so do we. Your right to have a name does not give you the right to take it from me.

I hope that we will stand firm on issues as serious as this is and not accept the abandonment of a part of our history but at the same time we should not allow our society to slide into fanaticism and actions that will blemish our standing in the world and undermine our democratic institutions. I do realize that this can be very hard to accomplish, when issues of national identity are at stake, but there is no other way if we Greeks want to keep our national integrity intact home and abroad.

Επιπρόσθετη ερώτηση:

In case of VMRO-DPMNE wins the next election how you see the situation unfolding?

The situation will continue as it is. I do not see any change. Foreign diplomats have advanced the idea that Greece should exhibit flexibility on the name issue due to the economic crisis. This suggestion is insulting because it implies that Greece should sell off the name in order to get better treatment from its creditors. Based on that logic Skopje, which have worse economic indicators  than Greece the last 25 years, should have retreated from its position many years ago. Issues of national identity cannot be solved through international agreements but only with the passage of time.

 

 

 

Posted in Uncategorized | Δεν επιτρέπεται σχολιασμός στο Συνέντευξη για το ζήτημα ονομασίας των Σκοπίων

Μακεδονικό: Ο βιασμός της επιστήμης

του Πάρη Μπίνου

«Καί βασιλέϊ τω πέμψαντι άπαγγείλητε ως ανήρ «Ελλην, Μακεδόνων ύπαρχος, εύ ύμέας έδεξατο» (Μετάφρ. Νά αναγγείλετε, λέει ο Αλέξανδρος στους πρέσβεις των Περσών που φιλοξένησε, να αναγγείλετε στο βασιλιά σας ότι ένας ‘Έλληνας, βασιλιάς των Μακεδόνων, σάς υποδέχτηκε φιλικά). Αυτό αναφέρει ο Ηρόδοτος (5,20) για την σχέση Μακεδόνων και Ελλήνων. Το ίδιο αναφέρει ο ίδιος συγγραφέας και για την συμμετοχή του προγόνου του Μεγ. Αλεξάνδρου, Αλέξανδρου του Α΄ στους Ολυμπιακούς Αγώνες που διεξάγονταν στην Νότια Ελλάδα και συμμετείχαν μόνο Έλληνες. Ο Ηρόδοτος μάλιστα αναφέρει για την συμμετοχή του Αλεξάνδρου Α΄, πως οι Μακεδόνες δικαιούνται συμμετοχή ως άμεσα σχετιζόμενοι με τους Δωριείς. Πώς θα μπορούσε να μετέχει ο βασιλιάς των Μακεδόνων αν δεν τον είχαν θεωρήσει οι υπόλοιποι Έλληνες, ως συν-Έλληνα; Ποιος ο λόγος αν δεν ένιωθαν οι Μακεδόνες κομμάτι του ελληνιστικού κόσμου, να προστρέξουν οι Τροιζήνιοι που ήταν Μακεδονικό έθνος, στον πόλεμο της Σαλαμίνας; Γιατί ο Μεγ. Αλέξανδρος, κατά τον Ηρόδοτο, απευθύνεται στους Αθηναίους λέγοντας «ο ίδιος είμαι Έλληνας το γένος ανέκαθεν και δε θαθελα να δω την Ελλάδα από ελεύθερη να γίνη σκλάβα»;

Αυτά μαρτυρά η Ιστορία. Για λόγους όμως που δεν έχουν καμία σχέση με την επιστήμη της γλωσσολογίας, της αρχαιολογίας και της ιστορίας ακούμε από το γειτονικό κράτος εξωφρενικές απόψεις που βιάζουν κάθε αρχαιολογικό εύρημα, κάθε γραπτό κείμενο της εποχής χωρίς καμιά είδους ιστορική βάση. Τι είπε πρόσφατα ο Υπ. Εξωτερικών των Σκοπίων; Ότι μιλούν την «μακεδονική γλώσσα» η οποία είναι μέρος των σλαβικών γλωσσών! Δηλαδή, με κάποιο άγνωστο ιστορικά τρόπο, οι αρχαίοι Μακεδόνες-Δωριείς «μεταλλάχθηκαν» σε Σλάβους οι οποίοι ήρθαν στον Βαλκανικό χώρο 1100 χρόνια μετά την παρουσία των Μακεδόνων-Δωριέων στον χώρο κυρίως της Βαλκανικής. Με κάποιο περίεργό τρόπο ο Υπ. Εξωτερικών των Σκοπίων εννοεί ότι ο Αλέξανδρος όταν απευθύνονταν στον Αριστοτέλη του έλεγε /daskale, soɧ prajs, ne ma pari/ (Немам пари)?

Ποιος γλωσσολόγος, ιστορικός, αρχαιολόγος έχει βρει μια εξήγηση για αυτή την ανιστόρητη άποψη? Όπως αναφέρει και ο Lockwood WB (1972), από το πανεπιστήμιο του Reading, UK στο σπουδαίο έργο του «A panorama of Indo-european languages”, αναφέρει την αρχαία Μακεδονική ως διάλεκτο της αττικής γλώσσας. Παρόμοια άποψη φέρει και ο Καθηγητής του ΑΠΘ Ανδριώτης Ν. που μιλά για διάλεκτο και όχι πρότυπη γλώσσα. Συνεπώς, αφού οι ίδιοι παραδέχονται στα Σκόπια ότι η γλώσσα τους είναι μέρος των σλαβικών γλωσσών, πότε «μεταλλάχθηκε» μια διάλεκτος της δωρικής (αρχαίων Μακεδόνων) σε σλαβικό ιδίωμα; Ο γλωσσολόγος καθηγητής Γ. Μπαμπινιώτης αναφέρει την Σλαβομακεδονική ως «ψευδώνυμη γλώσσα» (Το Βήμα, 3/8/2008- Γλωσσικές παραχαράξεις). Ακόμα και η Βουλγαρική Ακαδημία Επιστημών (Ioannidou, 2015, “Blaze koneski, his successors and the peculiar narrative of a late stardardization in the Balkans”) αναφέρει το Σκοπιανό ιδίωμα, ως διάλεκτο της Βουλγαρικής. Άρα δεν πρόκειται για επίσημη πρότυπη γλώσσα, αλλά για ένα διαλεκτικό συνεχές των Βουλγαρικών, δηλαδή ένα κράμα του πυρήνα των Νότιων Σλαβικών διαλέκτων.

Κάθε αξίωση ή εξομοίωση επί των λεγόμενων «εντόπικων» με τις προαναφερόμενες γλώσσες είναι αντιεπιστημονική. Η γλώσσα των Σκοπίων πέρασε ιστορικά λοιπόν από διάφορες φάσεις. Αρχικά Βουλγαρική, εμπλουτίστηκε κατ’ εντολή του Τίτο με στοιχεία της Σερβο-Κροατικής, ώστε να αυξηθεί η Σερβική επιρροή στην περιοχή. Οι Βούλγαροι μάλιστα την αποκαλούσαν και «κολισεφσκική» διότι, οι ίδιοι πολιτικοί της περιοχής των Σκοπίων έδωσαν στην Βουλγάρικη γλώσσα τους, στοιχεία της Σερβικής γλώσσας «εκσερβίζοντάς» την. Συνεπώς, η γλώσσα των Σκοπίων δεν έχει σχέση με την διάλεκτο που μιλούν ακόμα, κυρίως μεγάλης ηλικίας κάτοικοι εντός της Ελλάδας. Υπερθεματίζοντας, η Online Εγκυκλοπαίδεια Γλωσσών και Γραπτών Συστημάτων αναφέρει πως η «μακεδονική γλώσσα» γίνεται κυρίως κατανοητή από Βούλγαρους και μετά Σέρβους, επιβεβαιώνοντας την καταγωγή της γλώσσας των Σκοπίων.

Σήμερα, είναι καθιερωμένη επιστημονικά η άποψη πως η αρχαία μακεδονική ήταν μια διάλεκτος της αττικής γλώσσας που ήταν κυρίαρχη εκείνη την εποχή σε όλη την Μεσόγειο. Το κυριλλικό αλφάβητο δεν έχει καμία σχέση τον κατάδεσμο της Πέλλας (του 4ου αιώνα π.Χ.) που είναι γραμμένος σε μια ιδιότυπη δωρική διάλεκτο. Όσοι ελαφρά τη καρδία απεμπολούν το Ελληνικό όνομα της Μακεδονίας σε Σλάβους εποίκους της Βαλκανικής, λόγω πολιτικών επιδιώξεων ή πιστεύοντας πως εφαρμόζουν «ρεαλιστική πολιτική», δεν προετοιμάζουν μόνο μια εθνική ήττα, αλλά και μια άνευ προηγουμένου παραχάραξη της ιστορίας και πληθώρας άλλων επιστημών. Ένα προηγούμενο που στον εύθραυστο χώρο της Βαλκανικής μπορεί να γεννήσει αναθεωρητισμούς τύπου κατάργησης Λωζάνης. Είναι λογικό ένας εθνικός ρομαντισμός, να πασχίζει να συνδεθεί με μια προηγούμενη εθνότητα, όμως αυτό δεν μπορεί να συμβεί εις βάρος της ιστορικής αλήθειας.

Ο Πάρης Μπίνος είναι Δρ. , Τμήμα Γλώσσας & Γλωσσολογίας Έσσεξ, Μεγ. Βρετανίας

Posted in Πάρης Μπίνος, Uncategorized | Tagged , , , , , | Δεν επιτρέπεται σχολιασμός στο Μακεδονικό: Ο βιασμός της επιστήμης

ΚΚΕ και Εκκλησία υπέρ του χωρισμού Εκκλησίας-Κράτους, ο υπόλοιπος πολιτικός κόσμος κατά / Σωτήρης Μητραλέξης

 

Έχει ο καιρός γυρίσματα!

Πάμε από την αρχή:

«Χωρισμός Εκκλησίας-Κράτους» σημαίνει το εξής απλό: το να μην μπλέκεται η Εκκλησία στις αρμοδιότητες και εξουσίες του Κράτους και το να μην μπλέκεται το Κράτος στις αρμοδιότητες και στην οργάνωση της Εκκλησίας. Το να μην ασκεί το Κράτος εκκλησιαστικές αρμοδιότητες, το να μην ασκεί η Εκκλησία κρατικές εξουσίες. Το να μην «θρησκεύει» θεσμικά το Κράτος, το να διατηρεί το αυτοδιοίκητό της η Εκκλησία χωρίς κρατικό υποβολέα.

Παρέκβαση αναγκαία: «χωρισμός Εκκλησίας-Κράτους» δεν σημαίνει εξορία της Εκκλησίας από το δημόσιο χώρο, ούτε βέβαια σημαίνει πως με έναν μαγικό τρόπο κάποια νομοθεσία θα καταστήσει τους πιστούς ανεπηρέαστους από την ιεραρχία τους. Και φυσικά δεν σημαίνει ότι είτε οι πιστοί είτε οι κληρικοί θα χάσουν το δικαίωμα να ομιλούν περί πολιτικής, γινόμενοι πολίτες β΄ κατηγορίας. Άλλο χωρισμός Εκκλησίας-Κράτους (βλέπε ΗΠΑ, Γερμανία, Κύπρο) και άλλο βίαιη αποστείρωση του δημοσίου χώρου από τη «μισερή θρησκεία», κατά το βαθιά αντιδημοκρατικό γαλλικό μοντέλο της laïcité — μια εξαίρεση της εξαίρεσης σε παγκόσμια κλίμακα. Δε χρειάζεται διδακτορικό κοινωνιολογίας για να καταστεί σαφές ότι η θρησκεία είναι τα πάντα εκτός από «ιδιωτική υπόθεση». Για να ξέρουμε τι συζητάμε, διότι έχει προκύψει στον ελληνικό δημόσιο λόγο να λέμε «χωρισμός Εκκλησίας-Κράτους» και να εννοούμε… να μην πολιτικολογεί ο Θεσσαλονίκης Άνθιμος, ως εάν αυτό θα μπορούσε να είναι αντικείμενο κάποιας νομοθετικής παρέμβασης εντός δημοκρατικού πλαισίου.

Κάθε φορά που συζητείται ο «Χωρισμός Εκκλησίας-Κράτους», η περιρρέουσα αίσθηση είναι πως η Εκκλησία, εμμένοντας σε κάποια προνόμια όπως η μισθοδοσία (ακριβής εικόνα εδώ και εδώ) επιδιώκει το να μην λάβει ο χωρισμός χώρα, ενώ ο πολιτικός κόσμος ναι μεν αντιλαμβάνεται δήθεν αυτήν την ανάγκη —κάτι που «ξεμυτίζει» σε όσους ηρωικούς πολιτικούς θέτουν το ζήτημα— αλλά, υπό την πολιτική πίεση της Εκκλησίας, ο χωρισμός αενάως αναβάλλεται. Και ναι μεν είναι αλήθεια ότι η παραπάνω εικόνα τυγχάνει παντελώς παραμορφωτική, είναι όμως επίσης αλήθεια ότι πολλοί ιεράρχες (και οι ίδιοι έχοντες ενίοτε μερική και αποσπασματική εικόνα των σχέσεων Εκκλησίας-Κράτους, όσο απίστευτο κι αν ακούγεται αυτό) σπεύδουν να επιβεβαιώσουν την παραμορφωτική αυτή αίσθηση με τις αμυντικές δηλώσεις τους κάθε φορά που συζητούνται δημοσίως τα σχετικά θέματα. Π.χ. στο ζήτημα της αποτέφρωσης, όπου οι ίδιοι οι Δήμοι οι οποίοι λαμβάνουν όλα ανεξαιρέτως τα έσοδα από τα νεκροταφεία και προφανώς δεν έχουν κανένα συμφέρον να δημιουργηθούν αποτεφρωτήρια, θα δείξουν με το δάχτυλο τις θεολογικές αντιρρήσεις της Εκκλησίας, με την υπόνοια ότι… φταίνε εκείνες (και με την καλλιέργεια της ασάφειας ότι προσπορίζονται έσοδα οι εκκλησιαστικοί οργανισμοί, ενώ συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο). Ή, επί παραδείγματι, με την ομολογία αποτυχίας τους στην (ή και παραίτησή τους από την) εντός ενοριακού πλαισίου κατήχηση του ποιμνίου τους, όπως φαίνεται από κάθε δημόσια διαμαρτυρία τους για το κρατικό μάθημα των θρησκευτικών.

Βέβαια, η Εκκλησία θα είχε μόνο να κερδίσει από μιαν απελευθέρωση της Εκκλησίας από το Κράτος. Και αυτό φαίνεται ιδιαζόντως σε χαριτωμένα ενσταντανέ όπως το τρέχον. Διότι ναι μεν ρητορικά ουκ ολίγοι πολιτικοί θέτουν το ζήτημα του χωρισμού Εκκλησίας-Κράτους (το ακριβές-ακριβές περιεχόμενο του οποίου αποτελεί αντικείμενο… χρησμολογίας), όταν όμως υφίσταται κάποιο εκκλησιαστικό παγκάρι το οποίο, λόγω μεγέθους, θα μπορούσε να ενδιαφέρει τον πολιτικό κόσμο, εξαίφνης ο χωρισμός εξαφανίζεται και το κράτος επιδεικνύει έναν διακομματικό πόθο εμπλοκής στα εσωτερικά της εκκλησίας και της διοίκησής της.

Έτσι κατετέθη, με διακομματικές υπογραφές από επτά Βουλευτές η «Βουλευτική Τροπολογία υπ’ αριθμ. 1488/152/22.2.2018 για το Πανελλήνιο Ιερό Ίδρυμα Ευαγγελιστρίας Τήνου (Π.Ι.Ι.Ε.Τ.)», σύμφωνα με την οποία κατά τη διαδικασία επιλογής του αντιπροέδρου και του γενικού γραμματέα της διοίκησης ενός θρησκευτικού/εκκλησιαστικού οργανισμού… παύει να έχει δικαίωμα ψήφου ο μοναδικός εκπρόσωπος της Εκκλησίας, ο τοπικός Μητροπολίτης, και ο οργανισμός εξαιρείται από τον καταστατικό νόμο της Εκκλησίας χωρίς γνώση της τελευταίας, με το κράτος να εισέρχεται ενθουσιωδώς στη διαχείριση των πόρων του και των εσόδων του.

Η υπόθεση είναι περίπλοκη, και φυσικά έχει αφιερωθεί αρκετός κόπος στο να πλαστουργηθεί και η «αντίθετη άποψη», σύμφωνα με την οποία… είναι απολύτως φυσιολογική η μονομερής αλλαγή του Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος από το Κράτος (!) και η ευθεία εμπλοκή και παρεμβολή στα εκκλησιαστικά πράγματα. Σύμφωνα με την παρέμβαση του Νίκου Ξυδάκη (ΣΥΡΙΖΑ) στη Βουλή, με το να μπει χέρι στο παγκάρι «αποκαθιστούμε την συνύπαρξη κλήρου και λαού» γιατί «αυτό είναι η Εκκλησία» — κρατικές θεολογίες…

Θα μείνω μόνο σε ένα σημείο της επιστολής της Ιεράς Συνόδου μέσω του Αρχιεπισκόπου Αθηνών στον Υπουργό Παιδείας (26/2/2018 Πρωτ. 799), όπου γίνεται και λόγος για «παραβίαση της θρησκευτικής ελευθερίας και της αρχής της αυτοδιοικήσεως της Εκκλησίας της Ελλάδος (3 παρ. 1, 12, 13 παρ. 1 Συντάγματος, 9, 11 ΕΣΔΑ)»: στο σημείο όπου η Ιερά Σύνοδος συγχαίρει την ΚΟΒΑ του ΚΚΕ για την αταλάντευτη στάση της στα θέματα χωρισμού Εκκλησίας-Κράτους, την ώρα που διακομματικοί πολιτικοί βάζουν… καισαροπαπικό χέρι στο παγκάρι. Τα συγχαρητήρια αυτά της Ιεράς Συνόδου μοιάζουν να είναι απολύτως ειλικρινή, αφού τουλάχιστον στην περίπτωση της στάσης του ΚΚΕ βρίσκει έναν συνομιλητή που εννοεί ό,τι λέει και εμμένει σε μια συνεπή στάση χωρισμού Εκκλησίας-Κράτους — όχι ένα κόμμα που με υψωμένο το δάχτυλο του δεξιού χεριού αγορεύει για το ουδετερόθρησκο κράτος ενώ με το αριστερό ψαχουλεύει το παγκάρι:

«Ανακύπτει επομένως η εύλογη απορία: πως είναι δυνατόν βουλευτές, και μάλιστα από πολιτικούς χώρους, που τάσσονται υπέρ των «διακριτών ρόλων» ή υπέρ του «χωρισμού Κράτους-Εκκλησίας» και της απόλυτης «θρησκευτικής ουδετερότητας» του Κράτους, να εισηγούνται μεταβολές στην Καταστατική Νομοθεσία της Εκκλησίας της Ελλάδος υποκαθιστώντας την Ιερά Σύνοδο Αυτής ή να εισηγούνται τροπολογίες για τη διοίκηση και διαχείριση Ιερών Ιδρυμάτων Ναών χωρίς γνώση της Εκκλησίας;»

«Για τον λόγο αυτό οφείλουμε να συγχαρούμε την Κομματική Οργάνωση Βάσης (Κ.Ο.Β.) Τήνου του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδος (Κ.Κ.Ε.). για τη στάση ιδεολογικής συνέπειας, επειδή –αν και εκκινώντας από αντίθετη προς την Εκκλησία αφετηρία σε επίπεδο ορολογίας και ουσίας (του χωρισμού Κράτους-Εκκλησίας)– είχε ανακοινώσει σε σχέση με το Ιερό Ίδρυμα της Ευαγγελιστρίας Τήνου: «Ο Γ.Γ. του Κ.Κ.Ε. και οι βουλευτές του τοποθετούνται πάντοτε με βάση το πλαίσιο του διαχωρισμού Εκκλησίας και Κράτους, την πάγια δηλαδή θέση του κόμματος για τις σχέσεις Κράτους-Εκκλησίας. Θέση του ΚΚΕ είναι ότι ο έλεγχος του κράτους πρέπει να περιοριστεί στη διακρίβωση των τυπικών προϋποθέσεων, χωρίς να παρεμβαίνει στην εσωτερική οργάνωση των θρησκευτικών ενώσεων, των εκκλησιαστικών ιδρυμάτων κ.λπ.».

Ηθικόν δίδαγμα από το χαριτωμένο αυτό περιστατικό: η Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος είναι ανάγκη να κατανοήσει όσο το δυνατόν γρηγορότερα γίνεται πως το κράτος και το εκάστοτε πολιτικό προσωπικό που το «τρέχει» δεν θα είναι ποτέ (ή ποτέ πια, αν προτιμάτε) ούτε φιλικό ούτε φερέγγυο. Την ίδια ώρα που ο πολιτικός κόσμος (και το μηντιακό πλέγμα) θα δείχνει με το δάχτυλο «τους παπάδες» για να αποπροσανατολίσει το εκλογικό σώμα από την εγκληματική αποτυχία του (το πόσα κωμικά άρθρα τύπου Σώρρα για τα «απιθανικομμύρια στα σεντούκια της Εκκλησίας» είδαμε κατά τη διάρκεια της κρίσης δεν περιγράφεται), την ίδια ακριβώς ώρα θα παρεμβαίνει στα εσωτερικά της Εκκλησίας με διαφόρους και, στο μέλλον, ριζικούς τρόπους — με αντάλλαγμα την τακτική αλλά βέβαιη μισθοδοσία όσων κληρικών θα μισθοδοτούνται ακόμη στα μεταμνημονιακά χρόνια (με άδηλο το μέλλον, χάρη στη μνημονιακή αναλογία 5:1 διορισμών-αποχωρήσεων ενώ προφανώς… ο αριθμός των ενοριών δε μειώνεται) και την επαρχιώτικη χαρά του «Ελληνική Δημοκρατία» στο μητροπολιτικό επιστολόχαρτο. Η Ιεραρχία της Εκκλησίας είτε θα προτείνει ένα δικό της σχέδιο θεσμικής αποσαφήνισης των σχέσεων Εκκλησίας-Κράτους (απελευθέρωσης της Εκκλησίας από το Κράτος ή, αν προτιμάτε, χωρισμού τους) είτε θα βρεθεί προ όλο και διογκούμενων εκπλήξεων. Η όποια θεσμική ασάφεια γύρω από το θέμα με την εφιαλτικά πολύκλαδη νομοθεσία θα καθίσταται, προοδευτικά, κόμπος στραγγαλισμού της — την ώρα που το πολιτικό σύστημα θα παίζει το σόου ενοχοποίησης με τους παραμορφωτικούς καθρέπτες.

 

*Γράφει ο δρ Σωτήρης Μητραλέξης, Ερευνητικός Εταίρος στο Πανεπιστήμιο του Princeton και στο Πανεπιστήμιο του Winchester

Posted in Άρθρα_Τοποθετήσεις | Δεν επιτρέπεται σχολιασμός στο ΚΚΕ και Εκκλησία υπέρ του χωρισμού Εκκλησίας-Κράτους, ο υπόλοιπος πολιτικός κόσμος κατά / Σωτήρης Μητραλέξης

Ελληνικός Συντηρητισμός; Συζητώντας με τον Κώστα Ιορδανίδη / Παρ 16 Φεβρουαρίου, 18.00

Στο πλαίσιο της συζήτησης για την ιστορική πορεία, τα υφολογικά χαρακτηριστικά και τις προοπτικές ενός ρεύματος Ελληνικού Συντηρητισμού στην πατρίδα μας, το Ινστιτούτο Συντηρητικής Πολιτικής εγκαινιάζει μια σειρά εκδηλώσεων με ομιλητές από τον ακαδημαϊκό, δημοσιογραφικό και πολιτικό χώρο.


Την επόμενη Παρασκευή, 16 Φεβρουαρίου, στις φιλόξενες εγκαταστάσεις του New York College, Λεωφ. Αμαλίας 38, στο Σύνταγμα, και ώρα 18:00, η πρώτη εκδήλωση με τη παρουσία του γνωστού δημοσιογράφου της εφημερίδας «Καθημερινή» Κώστα Ιορδανίδη.


Σχολιάζει ο υπ. Διδάκτωρ Φιλοσοφίας Λεωνίδας Σταματελόπουλος, εταίρος του ΙΝΣΠΟΛ.

 

Posted in Εκδηλώσεις | Δεν επιτρέπεται σχολιασμός στο Ελληνικός Συντηρητισμός; Συζητώντας με τον Κώστα Ιορδανίδη / Παρ 16 Φεβρουαρίου, 18.00

Τέλος ή Αρχή;

Η επιτυχία των δυο συλλαλητηρίων για το «Μακεδονικό» σε Θεσσαλονίκη και Αθήνα οφείλεται στο ότι ενσάρκωναν ταυτόχρονα δυο πλειοψηφικά ρεύματα της ελληνικής κοινωνίας: τον πατριωτισμό/εθνικισμό, και τον αντισυστημικό λαϊκισμό. Στην Ελλάδα ο εθνικισμός και ο λαϊκισμός είναι διαδεδομένα φαινόμενα για λόγους που άπτονται των συνθηκών γέννησης και διαμόρφωσης του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού. Αυτά τα δυο ρεύματα αναπόφευκτα αλληλοεπικαλύπτονται, αλλά δεν είναι ταυτόσημα. Η σύζευξή τους όμως σήμερα υπό συνθήκες κυβερνώσας αριστεράς ανοίγει πρωτοφανείς προοπτικές.

Ο εθνικισμός θεωρείται συνήθως ένα πιο δεξιόστροφο φαινόμενο ενώ ο λαϊκισμός, καθώς αμφισβητεί ιεραρχίες και κατεστημένα, αφορμά από ένα σημείο πιο κοντά στην αριστερά. Πέραν αυτών των προδιαθέσεων όμως, εθνικισμός και λαϊκισμός μπορούν να συνυφανθούν με ιδέες τόσο της δεξιάς όσο και της αριστεράς. Η ιστορική παράταξη της ελληνικής δεξιάς γεννήθηκε ως αντισυστημικός αντιβενιζελισμός, ενώ η αριστερά αύξησε την επιρροή της όποτε υιοθέτησε πατριωτικά συνθήματα και μοτίβα (ΕΑΜ, Παπανδρέου, και πιο πρόσφατα ΣΥΡΙΖΑ).

Όποτε ο εθνικισμός και ο λαϊκισμός συναντιούνται, το ιδεολογικό πρόσημο που προκύπτει εξαρτάται από το σχετικό βάρος της κάθε μιας ιδεολογίας στο μείγμα. Στο παρελθόν, τα συλλαλητήρια για την Μακεδονία το 1992 και 1994 και οι λαοσυνάξεις για τις ταυτότητες το 2000 εμπεριείχαν το στοιχείο αμφισβήτησης κυρίαρχων επιλογών του κράτους, επικρατούσαν όμως εθνικιστικά/ταυτοτικά μοτίβα. Η αντιμνημονιακή κινητοποίηση του 2010-11 από την άλλη χρησιμοποίησε και το λεξιλόγιο του πατριωτισμού, αλλά στο μήνυμά της κυριαρχούσαν αντισυστημικά μοτίβα και ιδέες κοινωνικής δικαιοσύνης, και για αυτό εκφράστηκε κομματικά από την αριστερά.

Τα σημερινά συλλαλητήρια για το «Μακεδονικό» φαίνεται να ορίζονται κυρίως από τον εθνικισμό/πατριωτισμό, αν και εμπεριέχουν και μια αντισυστημική διάσταση. Αν κοιτάξει κανείς προηγούμενα παραδείγματα εθνικοπατριωτικής μαζικής κινητοποίησης, θα δει ότι αυτές δεν τείνουν να προκαλούν συστημικές πολιτικές αλλαγές. Ούτε τα συλλαλητήρια των αρχών της δεκαετίας του ’90 αμφισβήτησαν τον τότε δικομματισμό, ούτε οι λαοσυνάξεις έπαιξαν ρόλο στον κομματικό ανταγωνισμό (η ήττα του ΠΑΣΟΚ το 2004 μάλλον θα ερχόταν και χωρίς αυτές). Πιο παλαιά, οι διαδηλώσεις για το Κυπριακό την δεκαετία του ’50 ταρακούνησαν το μετεμφυλιακό κράτος, αλλά η δυναμική τους εξανεμίστηκε με την έλευση της δεκαετίας του ’60 και την άνοδο νέων αντισυστημικών αιτημάτων.

Αντίθετα, είναι οι ρήξεις στις οποίες κυριαρχεί το αντισυστημικό/αντικαθεστωτικό, εξισωτικό, λαϊκιστικό στοιχείο που παραδοσιακά προκαλούν βαθιές πολιτικές αλλαγές στην Ελλάδα, ενώ συνήθως καναλιζάρονται στον κομματικό ανταγωνισμό προς προοδευτικά/ριζοσπαστικά κόμματα που γρήγορα καταλαμβάνουν ηγεμονικό ρόλο: το Γουδί που οδήγησε στον Βενιζελισμό, οι μαζικές κινητοποιήσεις την δεκαετία του ’60 που τελικά αποκρυσταλώθηκαν πολιτικά στο ΠΑΣΟΚ, και η αντιμνημονιακή κινητοποίηση του 2010-11 που γιγάντωσε τον ΣΥΡΙΖΑ.

Είναι μεγάλη συζήτηση γιατί ο αριστερόστροφος αντισυστημισμός είναι ιστορικά σημαντικότερος καταλύτης πολιτικών εξελίξεων στην Ελλάδα από τον δεξιόστροφο εθνικισμό. Ενδεικτικά μπορούμε να αναφέρουμε ιστορικούς-δομικούς παράγοντες, όπως την περιφερειακή θέση υστέρησης του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού έναντι της δυτικής νεωτερικότητας, ή το γεγονός ότι το κράτος (βασικό συστατικό της ιδεολογίας του εθνικισμού) μπορεί ευκολότερα να απορροφήσει αιτήματα που εξυφαίνονται γύρω από τον εθνικισμό παρά γύρω από τον λαϊκισμό.

Με βάση τα παραπάνω, να αναμένουμε ότι τα τελευταία συλλαλητήρια για το «Μακεδονικό» δεν θα δημιουργήσουν πολιτική δυναμική; Η πολιτική συγκυρία σήμερα έχει κάποιες σημαντικές διαφορές σε σχέση με το παρελθόν. Αντίθετα π.χ. με την ήττα του 1897 ή την Κυπριακή τραγωδία του 1974, η εθνική υποχώρηση σήμερα απειλεί να λάβει χώρα όχι από μια συντηρητική, κουρασμένη και απομονωμένη από τον λαό ηγεσία, αλλά από μια αριστερή ηγεσία που δηλώνει ότι ενεργεί στο όνομα του λαού αν και έχει από πίσω της δυόμισι χρόνια που κάνει ακριβώς το αντίθετο.

Η επάνοδος ενός αιτήματος εθνικού και ταυτοτικού χαρακτήρα σε μια τέτοια συγκυρία απειλεί να το καταστήσει για πρώτη φορά μια αμφισβήτηση που το κυρίαρχο σύστημα δεν θα μπορεί να απορροφήσει όπως στο παρελθόν. Για πρώτη φορά το πειθαρχημένο προς το κράτος «έθνος» είναι έτοιμο να λειτουργήσει σαν διεκδικητικός και αντισυστημικός «λαός».

Φυσικά ποτέ δεν πρέπει να ευχόμαστε μια εθνική υποχώρηση ή ήττα προκειμένου να υπηρετηθούν εσωτερικοί πολιτικοί στόχοι. Ακόμα και σήμερα το επικρατέστερο σενάριο παραμένει, πιστεύουμε και ελπίζουμε, η αναδίπλωση των Τσίπρα-Κοτζιά με εύσχημο τρόπο ώστε να ικανοποιηθεί το εσωτερικό ακροατήριο χωρίς να χαθεί πλήρως το παιχνίδι του διεθνούς blame-game.

Από την άλλη, με δεδομένη την πλήρη προδοσία των αριστερών ιδανικών από την κυβέρνησή του, γιατί να μην προσπαθήσει μέχρι τέλους ο Αλέξης Τσίπρας να σώσει έστω και λίγο την τιμή του σε ένα θέμα που η παράταξή του πάντα το έβλεπε διαφορετικά από την πλειοψηφία του λαού; Ειδικά αν αυτό συνοδεύεται από την απέλπιδα πίστη στην υπόσχεση που ενδεχομένως κάποιοι εκ των συμμάχων-δανειστών θα του έδωσαν για χαλάρωμα στα δημοσιονομικά το 2019; Σαν άλλος Ιωαννίδης, ο Τσίπρας δεν θα είχε κανένα πρόβλημα να συναινέσει στην απομείωση της εθνικής μας υπόστασης πιστεύοντας ότι έχει την κάλυψη των έξω – και αναμένοντας κέρδη για τον εαυτό του.

Αν αυτό συμβεί θα αποτελεί μια πρωτοφανή καμπή στην ιστορία της χώρας. Όπως γίνεται συνήθως με τα καθεστώτα που έχουν κλείσει τον κύκλο τους, το μεταπολιτευτικό ευρω-πελατειακό κράτος θα κλείσει οριστικά και αμετάκλητα τον κύκλο του με μια πράξη ιστορικής εθνικής υποχώρησης στο εξωτερικό και μέσα σε γενικευμένη χλεύη και απέχθεια στο εσωτερικό. Οικοδομημένο στις στάχτες μιας εθνικής τραγωδίας, θα καταρρεύσει υπό το βάρος μιας ντροπιαστικής διεθνούς ήττας. Σε αντίθεση όμως με άλλα παρόμοια επεισόδια στην ελληνική ιστορία, το πολιτικό υποκείμενο που θα κληθεί να ξαναστήσει το κράτος δεν θα είναι ένας ριζοσπαστικοποιημένος και αντισυστημικός «λαός» αλλά ένα κινητοποιημένο «έθνος».

Σε περίπτωση που η πρωτοβουλία Τσίπρα-Κοτζιά ξεφτίσει, η άμεση πολιτική κληρονομιά της εθνικής κινητοποίησης για το Μακεδονικό θα είναι πιθανότατα μικρή, ανάλογη άλλωστε της αυτοσυγκράτησης και σύνεσης που δείχνουν συνήθως οι Έλληνες όταν συνέρχονται και κινητοποιούνται ως έθνος (αντί ως λαός). Μια μεγαλύτερη αυτοδυναμία για τη Νέα Δημοκρατία στον επόμενο εκλογικό κύκλο ίσως να είναι ό,τι μείνει να την θυμίζει – αν η ηγεσία της ΝΔ φερθεί στοιχειωδώς έξυπνα. Στην αντίθετη περίπτωση όμως το διακύβευμα θα είναι τελείως άλλης τάξης: η διαμόρφωση μιας νέας πολιτικής ηγεμονίας όπου, για πρώτη φορά ίσως στην ελληνική ιστορία, η λογική του έθνους θα κυριαρχεί πάνω σε αυτήν του λαού.

Άγγελος Χρυσόγελος, πρόεδρος ΙΝΣΠΟΛ

Posted in Uncategorized | Δεν επιτρέπεται σχολιασμός στο Τέλος ή Αρχή;

Ο έντιμος θάνατος της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας

SPD

Δρ. Άγγελος Χρυσόγελος

Το έκτακτο συνέδριο του γερμανικού Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος (SPD) το προηγούμενο Σαββατοκύριακο στην Βόννη ίσως φτάσει να θεωρείται στο μέλλον η ληξιαρχική πράξη θανάτου της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας. Tο κόμμα αποφάσισε να ξεκινήσει επίσημες διαπραγματεύσεις με τους Χριστιανοδημοκράτες για τον σχηματισμό ενός ακόμη μεγάλου συνασπισμού παρά το καταστροφικό αποτέλεσμα στις εκλογές του Σεπτεμβρίου, την υπόσχεση του Μάρτιν Σουλτς ότι το SPDθα επέστρεφε στην αντιπολίτευση, και την ιστορική καθίζηση στις δημοσκοπήσεις.

Η οριστική μάλλον περιθωριοποίηση του SPD αντανακλά τα ιστορικά διλήμματα της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας σήμερα καθώς προσπαθεί να φανεί  πιστή στις δυο βασικές της αξίες: το μαζικό δημοκρατικά οργανωμένο κόμμα, και την ευρωπαϊκή ενοποίηση σε προοδευτικές βάσεις.

Παρακολουθώντας κάποιος τις συζητήσεις στο SPD δεν μπορεί παρά να θαυμάσει την μαζικότητα των εσωκομματικών διεργασιών. Σε εποχές που το μαζικό κόμμα, ο θεσμός που ταυτίστηκε με την αντιπροσωπευτική δημοκρατία στη Δυτική Ευρώπη, έχει δώσει σχεδόν παντού την θέση του είτε στην επικοινωνιακή διαχείριση από άχρωμους επαγγελματίες πολιτικούς είτε στο ριζοσπαστικό λαϊκισμό, το SPD εμμένει στο ρόλο του κόμματος ως όργανο αντιπροσώπευσης ενός οργανωμένου και πολιτικά ενεργού κομματιού της κοινωνίας.

Η τραγική ειρωνεία για το SPD είναι ότι η μαζική αντιπροσώπευση έρχεται σε αντίθεση με την άλλη μεγάλη αξία που το κόμμα ασπάζεται, αυτήν της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Στα χρόνια της κρίσης της Ευρωζώνης το SPD σταθερά υποστήριζε την περαιτέρω εμβάθυνση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ακόμα και αν η Γερμανία αναλάμβανε το σχετικό κόστος. Το κόμμα συνέχισε στο δρόμο της αλληλεγγύης υποστήριζοντας την πολιτική Μέρκελ στο προσφυγικό.

Αυτές οι θέσεις όμως ενοχλούσαν πολλούς στην εργατική βάση του SPD, για τους οποίους ευρωπαϊκή ενοποίηση και ανοιχτά σύνορα συνιστούν απειλή. Η άφιξη του Μάρτιν Σουλτς από τις Βρυξέλλες εν όψει των εκλογών του 2017 επέτεινε το πρόβλημα. Περισσότερο από πότε το κόμμα ταυτίστηκε με την «περισσότερη Ευρώπη». Το αποτέλεσμα ήταν η διαρροή πολλών παραδοσιακών ψηφοφόρων του προς τα άκρα της αριστεράς και, κυρίως, της δεξιάς.

Για τις ελίτ του SPD, στην Ευρώπη της ενιαίας αγοράς και του κοινού νομίσματος πολιτικές αλληλεγγύης και πρόνοιας είναι πια δυνατές μόνο στο υπερεθνικό επίπεδο. Μεγάλο μέρος της παραδοσιακής βάσης του κόμματος όμως νιώθει ότι η οικονομική του ευημερία και η πολιτική του αντιπροσώπευση είναι δυνατές μόνο στο πλαίσιο του έθνους-κράτους.

Οι ελίτ του SPD έχουν εξαρτήσει την επιτυχία των διαπραγματεύσεων με τη Μέρκελ – και τη δική τους πολιτική επιβίωση – από την επιβολή ακόμα πιο φιλοευρωπαϊκών πολιτικών στο νέο συνασπισμό. Είναι όμως ακριβώς αυτές οι πολιτικές που τις έχουν ήδη αποξενώσει από μεγάλο μέρος του SPD–στη Βόννη μόλις το 55% του συνεδρίου ψήφισε για τη συνέχιση των διαπραγματεύσεων.

Σε εποχές γενικευμένης απογοήτευσης με την πολιτική, ο αργός θάνατος της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας στον βωμό των αντιφατικών αξιών της έχει κάτι το έντιμο και τραγικό μαζί. Πόση αξία όμως έχει η μαζικότητα των διαδικασιών αν η βασική προγραμματική θέση ενός κόμματος δεν ανταποκρίνεται στις επιθυμίες των μελών του; Η αποτυχία του SPD υπενθυμίζει, έστω και σε περίοδο ύφεσης των μεγάλων κρίσεων της ΕΕ, ότι η μεγάλη αντίφαση της ευρωπαϊκής πολιτικής, αυτή μεταξύ πολιτικής αντιπροσώπευσης και υπερεθνικής ολοκλήρωσης, παραμένει δυσεπίλυτη.

Το παρόν άρθρο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Τα Νέα Σαββατοκύριακο, τεύχος 27-28 Ιανουαρίου 2018.

Posted in Uncategorized | Δεν επιτρέπεται σχολιασμός στο Ο έντιμος θάνατος της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας

Η Μακεδονική ταυτότητα και η δέουσα εθνική γραμμή

 

243537-macedonia

*Στο πλαίσιο του δημοσίου διαλόγου για το ζήτημα ονομασία του κράτους των Σκοπίων, το Ινστιτούτο Συντηρητικής Πολιτικής δημοσιεύει κείμενα σχετικά με το ζήτημα. Κείμενα με διαφορετικά επιχειρήματα, τα οποία φωτίζουν διαφορετικές πτυχές του ζητήματος και τα οποία μπορεί να διαφοροποιούνται ως προς το ποια θα πρέπει να είναι η ενδεδειγμένη στάση της ελλαδικής κυβέρνησης. Σκοπός είναι η όσο το δυνατόν πληρέστερη παρουσίαση του εν λόγω θέματος και η συνεισφορά του ΙΝΣΠΟΛ, στα μέτρα των δυνατοτήτων του, στον δημόσιο διάλογο.

 

Με αφορμή την επικαιρότητα, όπου κυριαρχεί εδώ και εβδομάδες το ζήτημα της ονομασίας της ΠΓΔΜ και μετά το απρόσμενα μεγαλειώδες συλλαλητήριο στη Θεσσαλονίκη, η ανάγκη για μία περισσότερο βαθειά γνώση σχετικά με την ιστορία και με τις πτυχές εκείνες που αφορούν το συγκεκριμένο ζήτημα είναι επιτακτική. Οι τελευταίες εβδομάδες απέδειξαν έμπρακτα ότι το θέμα αυτό συνεχίζει να ευαισθητοποιεί τους Έλληνες, παρ’ότι έχουν περάσει περισσότερες από δύο δεκαετίες από τότε που ανέκυψε. Πολλοί συμπατριώτες μας (και πολιτικοί ανάμεσά τους) φαίνεται να θεωρούν αδιανόητη την όποια σύνδεση της σλαβικής καταγωγής με την Μακεδονία, η οποία όμως ιστορικά σε κάποιο βαθμό ισχύει.  Από την άλλη μεριά υπάρχουν εκείνοι που χρησιμοποιούν ιστορικά στοιχεία εργαλειακά, προκειμένου να δικαιολογήσουν ενδοτικές θέσεις. Για να τεθεί το θέμα με ορθό τρόπο, καταρχάς, θα πρέπει να προσδιορισθεί το από που προκύπτει ο μακεδονισμός των Σλάβων ιστορικά.

Οι Σλάβοι, ως γνωστόν, κάνουν την εμφάνισή τους στην ιστορία τον 6ο μ.Χ. αιώνα εισβάλοντας στο Βυζάντιο, ενώ στη συνέχεια ακολουθείται από το Βυζάντιο πολιτική πολιτιστικής τους αφομοίωσης, με πρωτεργάτες τους Αγίους Κύριλλο και Μεθόδιο, οι οποίοι τους εκχριστιάνισαν και τους παραχώρησαν το γλαγολιτικό αλφάβητο. Κατά τη Βυζαντινή περίοδο ένα σημαντικό μέρος των Σλάβων κατοίκησε στη Μακεδονία και παρέμεινε εκεί μέχρι και τον 20ο αιώνα. Στη διάρκεια της οθωμανικής περιόδου οι Σλάβοι της Μακεδονίας υπάγονταν στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, στο Rum Millet των Χριστιανών Ορθοδόξων όπως και οι Έλληνες, κατά την εποχή που τα εθνικιστικά κινήματα δεν είχαν αναδυθεί και η ταυτότητα προσδιοριζόταν ως επί τo πλείστον με βάση τη θρησκεία. Εκείνη την περίοδο Έλληνες και Σλάβοι της Μακεδονίας δεν έχουν κάτι να χωρίσουν και ανήκουν στο ίδιο Γένος (των Ορθοδόξων υπηκόων της Οθωμανικής αυτοκρατορίας), το οποίο επαναστατεί το Φεβρουάριο του 1821 στις παραδουνάβιες ηγεμονίες. Η Πηνελόπη Δέλτα στα «Μυστικά του βάλτου» αναφέρει ότι «δύσκολα χώριζες Έλληνα από Βούλγαρο» που ήταν οι δύο κυρίαρχες φυλές και ότι «ήταν ένα κράμα των βαλκανικών εθνοτήτων τότε οι Μακεδονία» που «ζούσαν φύρδην μίγδην κάτω από το βαρύ ζυγό των Τούρκων», «ταυτότητα δεν είχαν παρά μόνο Μακεδονική» συνεχίζει.

Βέβαια, είναι κάπως άτοπο να μιλήσει κανείς για μακεδονική εθνότητα επικαλούμενος τα παραπάνω, καθώς οι Σλάβοι κάτοικοι της Μακεδονίας δεν είχαν  εθνική συνείδηση τον 18ο και 19ο αιώνα, και η μόνη ταυτότητα που μπορεί κάποιος να τους προσδώσει είναι αυτή που αφορά όλους τους Χριστιανούς της αυτοκρατορίας, δηλαδή το γένος που αναφέρεται στο Οικουμενικό Πατριαρχείο. Αυτό που όμως κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί, είναι πως οι Σλάβοι της Μακεδονίας, οι οποίοι ανέπτυξαν και δική τους ιδιαίτερη διάλεκτο, είχαν την περιοχή της Μακεδονίας ως τόπο καταγωγής και πατρίδα τους. Η περιπλοκότητα του Μακεδονικού ζητήματος ξεκινά στα τέλη του 19ου αιώνα, όταν οι Βούλγαροι στα πλαίσια του Πανσλαβισμού αποκόπτονται εκκλησιαστικά από το Φανάρι με την δημιουργία του αυτόνομου βουλγάρικου πατριαρχείου, της «Εξαρχίας».

Οικουμενικό Πατριαρχείο και Εξαρχία ανταγωνίζονταν για το ποιος θα προσεταιριστεί τους πληθυσμούς της Μακεδονίας. Τα επόμενα χρόνια, μέχρι και τους Βαλκανικούς πολέμους, ο μακεδονισμός των Σλάβων εξελίσσεται σε όχημα απόσχισης τους -αφενός- από τη σφαίρα επιρροής που αναφερόταν στο Πατριαρχείο Κωνσταντινούπολης, και υπαγωγής τους -αφετέρου- στα σχέδια των Βουλγάρων για έξοδο στη Μακεδονία του Αιγαίου μετά τη Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου, παρά το γεγονός ότι υπήρξαν και Σλαβομακεδόδες που δεν αποκόπηκαν από το Φανάρι. Έτσι, η εξέγερση του Ίλιντεν που ακολουθεί το 1903, οργανωμένη από  την Εσωτερική Μακεδονο-Ανδιανουπολίτικη Επαναστατική οργάνωση, έχει ως στόχο τη δημιουργία ανεξάρτητου Μακεδονικού κράτους που θα λειτουργεί ως δορυφόρος της Βουλγαρίας.

Γίνεται αντιληπτό, πως η ανάδυση του βουλγαρικού εθνικισμού αποτέλεσε το έναυσμα για την σταδιακή ανάπτυξη του μακεδονικού εθνικισμού των σλαβόφωνων πληθυσμών της Μακεδονίας. Ωστόσο, στον μεσοπόλεμο υπήρχαν σλαβομακεδόνες στην περιοχή της Μακεδονίας που εξακολουθούσαν να παραμένουν πιστοί στο Φανάρι. Στο μυθιστόρημα «Ζωή εν τάφω» ο Στρατής Μυριβήλης το 1923 γράφει : «Και κυττάνε με αρκετά συμπαθητική περιέργεια εμάς τους περαστικούς Ρωμιούς επειδή είμαστε οι γνήσιοι πνευματικοί υπήκοοι του Πατρίκ, δηλαδή του «Ορθόδοξου Πατριάρχη της Πόλης»[…] Ως τόσο δε θέλουν νάναι μήτε  «Μπουλγκάρ»,μήτε «Σρρπ» μήτε «Γκρρτς». Μοναχά «Μακεντόν ορτοντόξ». Ακολουθεί το 1934 η συνεδρίαση της «Γραμματείας βαλκανικών κρατών» της κομμουνιστικής διεθνούς, όπου για λόγους αναχαίτισης των βουλγαρικών βλέψεων επί της Μακεδονίας -εν όψει της διαφαινόμενης συμμαχίας τους με τη ναζιστική Γερμανία- , υιοθετήθηκε η υπόθεση ύπαρξης ενός «μακεδονικού» έθνους, που θα αγωνιζόταν για την ανεξαρτησία του στα πλαίσια μίας «Μακεδονικής Δημοκρατίας των Εργαζόμενων Μαζών». Στη διάρκεια της κατοχής πολλοί Σλαβομακεδόνες της Ελλάδας συνεργάστηκαν με τη φασιστική Βουλγαρία και την οργάνωση «Οχράνα», ενώ στη συνέχεια ίδρυσαν το ΣΝΟΦ, το κομμουνιστικό κίνημα που απέβλεπε στην ίδρυση ανεξάρτητης «Λαϊκής Δημοκρατίας της Μακεδονίας». Μεταπολεμικά, ως τμήμα της ενιαίας «Ομοσπονδιακής Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας», το σημερινό κράτος των Σκοπίων ονομάστηκε «Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Μακεδονίας». Με αυτόν τον τρόπο ολοκληρώνεται και παγιώνεται η ανάπτυξη της μακεδονικής εθνικής συνείδησης, για να φτάσουμε στην σημερινή έξαρση των αγαλμάτων του Μεγάλου Αλεξάνδρου στην κεντρική πλατεία των Σκοπίων και του αλυτρωτικού συντάγματος.

Με βάση τα παραπάνω, είναι αναγκαίο για την κατανόηση του φαινομένου του μακεδονισμού των Σλάβων να βγάλουμε δύο συμπεράσματα : α) Ότι η σλάβικη καταγωγή, ιστορικά, δεν είναι ασυμβίβαστη με τη μακεδονική ταυτότητα, όπως πιστεύει η πλειοψηφία των συμπατριωτών μας, που επικαλείται απλώς την αρχαία Μακεδονία, τον Αλέξανδρο και τον Αριστοτέλη και β) ότι όμως η χρήση της ταυτότητας αυτής προς δημιουργία μακεδονικού έθνους και ομώνυμης κρατικής οντότητας -διαφοροποιούμενης από την ελληνική-ρωμαίικη ταυτότητα, που ιστορικά και πολιτισμικά συμπεριλαμβάνει την μακεδονική- είναι ουσιαστικά προϊόν «σχισματικής» ενέργειας που επιβουλεύεται τον ελληνισμό εδαφικά και πολιτισμικά. Οι ρίζες αυτής της ενέργειας ανάγονται στον βουλγαρικό εθνικισμό, με τον οποίον «φλερτάρει» σήμερα το κράτος και η εκκλησία των Σλαβομακεδόνων.

Αναφορικά με το όνομα της γείτονος χώρας, η όποια σύνθετη ονομασία εμπεριέχει  τον όρο Μακεδονία, με γεωγραφικό ή χρονικό προσδιορισμό, εγείρει τις επεκτατικές διαθέσεις των Σκοπίων και δεν λύνει το πρόβλημα. To «nova» (νέα) ως προσδιορισμός, όσες φορές έχει χρησιμοποιηθεί στην ιστορία παραπέμπει ταυτοτικά ή νοσταλγικά σε κάτι παλαιότερο. Είναι κάτι νέο που πατάει όμως στο παλιό, εθνικά και πολιτισμικά (στην περίπτωση των Σκοπίων μπορεί κάλλιστα να πατάει στη νοσταλγία για τη Μακεδονία του Αιγαίου). Το «άνω» από την άλλη, αποτελεί από μόνο του αιτία για επανασύνδεση με το «κάτω», προς την πραγμάτωση του «όλου». Πολύ περισσότερο μάλιστα, όταν η κάτω χώρα (Ελλάδα) δεν συμπεριλαμβάνει στο όνομά της το όνομα της άνω χώρας (Μακεδονία), αφού η Μακεδονία είναι απλά μία περιφέρεια στο «όλον» της Ελλάδας. Συνεπώς -δεδομένου του ότι είναι δύσκολο η χώρα μας να επιβάλλει αλλαγές στο σύνταγμα και κυρίως στις συνειδήσεις των γειτόνων-, η μόνη σύνθετη ονομασία που θα κατοχύρωνε τα συμφέροντα της ελληνικής πλευράς και συνιστούσε ουσιαστική λύση του θέματος συμβάλλοντας στην ειρήνη και στην σταθερότητα , είναι αυτή που θα έχει εθνοτικό προσδιορισμό, πχ.  «Σλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας». Με αυτόν τον τρόπο υπάρχει σαφής διαχωρισμός Ελλήνων και Σλάβων που έχουν μακεδονική καταγωγή. Με τα υπόλοιπα σύνθετα ονόματα που κυκλοφορούν ως πιθανές λύσεις, ο μακεδονισμός ουσιαστικά εκχωρείται σχεδόν αποκλειστικά στους Σλάβους.

Κλείνοντας, είναι ανάγκη να απαντηθεί και η άποψη ότι η Ελλάδα θα πρέπει να υποκύψει στις πιέσεις και να κλείσει αυτό το μέτωπο, προκειμένου να προσεταιριστεί η ίδια το κράτος αυτό, ως δορυφόρο της στα βαλκάνια. Αυτή η άποψη αγνοεί ή υποβιβάζει το γεγονός ότι η ΠΓΔΜ φαίνεται να παίζει ήδη αυτόν τον ρόλο προς όφελος της Βουλγαρίας. Το να κάνει η χώρα μας τέτοια παραχώρηση, δεδομένης αυτής της πραγματικότητας, προκειμένου να διεκδικήσει κάτι που πραγματολογικά δεν υφίσταται ως προοπτική, συνιστά αυτοακρωτηριασμό. Η ελληνική πλευρά οφείλει να αναπροσαρμόσει την «εθνική γραμμή», στοχαζόμενη με ρεαλισμό την πραγματικότητα και τα συμφέροντα της περισσότερο προσεκτικά. Δεν έχει λόγο να βιάζεται  για λύση. Δεν ισχύει το ίδιο για την ΠΓΔΜ, που επιθυμεί διακαώς να γίνει μέλος του ΝΑΤΟ. Επομένως, τα αναγκαία βήματα προς μία βιώσιμη λύση, που θα εξασφαλίζει την εξομάλυνση των σχέσεων και τη σταθερότητα στην περιοχή, πρέπει να γίνουν από εκείνους.

Μιχάλης Ρέττος

Τελειόφοιτος Φιλολογίας ΕΚΠΑ

 

Posted in Uncategorized | Δεν επιτρέπεται σχολιασμός στο Η Μακεδονική ταυτότητα και η δέουσα εθνική γραμμή